Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
9.8. Η πρακτική της παρρησίας
Οι Κυνικοί πίστευαν ότι η αλήθεια φαίνεται μέσα στη ζωή, τη δείχνει ο καθένας με τη ζωή του. Ο φιλοσοφικός βίος, ως βίος παραδειγματικός, χρειάζεται δημοσιότητα, ώστε να προβληθεί η αλήθεια με τρόπο που να γίνεται προσιτή σε όλους. Δύο κυρίως τρόπους χρησιμοποίησαν οι Κυνικοί, τον λόγο και τις πράξεις, το κήρυγμα και τη σκανδαλώδη συμπεριφορά.
(α) Οι Κυνικοί δεν απευθύνονταν σε κάποιο συγκεκριμένο κοινό, συγκεντρωμένο για να τους ακούσει. Δεν επιζητούσαν μικρά και επιλεγμένα ακροατήρια. Προτιμούσαν το πλήθος και το αναζητούσαν εκεί που μαζευόταν για άλλους λόγους: στα θέατρα, στις θρησκευτικές γιορτές, στους αθλητικούς αγώνες. Σε τέτοιες περιστάσεις ο κυνικός έβρισκε ευκαιρία να περάσει το δικό του μήνυμα, μέσα από το κήρυγμα - το κατεξοχήν είδος ομιλίας που (παρουσιάζεται σαν να) λέει την αλήθεια και απευθύνεται σε όλους.
Στα κηρύγματα των Κυνικών δεν περιέχονταν εποικοδομητικά στοιχεία, κάποια θετική διδασκαλία. Ήταν κυρίως μια επίθεση κατά των θεσμών που εμποδίζουν την ελευθερία και την αυτάρκεια κάθε ανθρώπου· μια κριτική των ηθικών αντιλήψεων και των μορφών συμπεριφοράς. Με τον τρόπο τους, και την ελευθεροστομία τους, κατάφερναν να προκαλέσουν ενδιαφέρον για φιλοσοφικά θέματα σε ανθρώπους εκτός φιλοσοφίας - κάτι που λίγοι το πετυχαίνουν.
Σε κάποιον που τον κορόιδευε επειδή έμπαινε σε ακάθαρτα μέρη, είπε ο Διογένης: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια, αλλά δεν λερώνεται.»
(στον Διογένη Λαέρτιο 6.63)
(β) Όσο καυστικά κι αν ήταν τα σχόλιά τους, οι Κυνικοί δεν έμειναν στα λόγια. Με τις πράξεις τους αμφισβητούσαν τις συνήθειες και τις γνώμες των πολλών, τους κανόνες της κοινωνικής ζωής.
Όταν ο Αλέξανδρος πλησίασε τον Διογένη και τον ρώτησε αν χρειαζόταν τίποτε, ο φιλόσοφος του απάντησε: «Να πας λίγο πιο πέρα από τον ήλιο, να μην τον κρύβεις.» Ο βασιλιάς θαύμασε τον φιλόσοφο για την περηφάνεια του και την περιφρόνηση της διαταγής (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 14). Η αντίδραση, όμως, του βασιλιά δεν κρύβει ότι ουσιαστικά αντιστράφηκαν οι ρόλοι: αυτός που διέταξε δεν ήταν ο Αλέξανδρος, που ως απόγονος του θεού ήταν η προσωποποίηση του ήλιου, αλλά ο Διογένης, που είχε μια απλή φυσική σχέση με τον ήλιο, όπως κάθε άνθρωπος.
Ο Διογένης ήθελε να δείξει, επίσης, πόσο αυθαίρετοι είναι οι κανόνες που θέτουν οι άνθρωποι. Έτσι, μια φορά σε αγώνες, στα Ίσθμια, αυτοστεφανώθηκε σαν να ήταν νικητής. Όταν οι αξιωματούχοι προσπάθησαν να τον τιμωρήσουν, επειδή παραβίασε τον κανονισμό, ο Διογένης τους εξήγησε τη στάση του: «Εγώ πέτυχα πολύ πιο δύσκολη νίκη από εκείνους που στεφανώσατε εσείς· εγώ νίκησα τη φτώχεια, την εξορία, τα πάθη μου, ενώ οι αθλητές νίκησαν στο τρέξιμο και στην πάλη.» Εφάρμοσε τον κανόνα (τη στεφάνωση ως σημείο επιβράβευσης του νικητή) όχι εκεί που ήταν αποδεκτός από όλους, στους αγώνες του σώματος, αλλά εκεί που δεν ήταν, στον προσωπικό αγώνα της ζωής· και αναρωτήθηκε γιατί να μην ισχύει και στα δύο είδη αγώνων - ειδικά στον πιο σημαντικό από τους δύο.
Ακόμη περισσότερο προκλητικός ήταν ο Διογένης όταν συνέδεε δύο κανόνες συμπεριφοράς που φαίνονταν αντίθετοι. Ενώ το να τρως μπροστά στους άλλους επιτρέπεται, δεν επιτρέπεται να επιδεικνύεις άλλες λειτουργίες του σώματος. Ρωτούσε: εφόσον το φαγητό είναι μια φυσική ανάγκη και μπορεί να ικανοποιείται δημοσίως, γιατί αυτό να μην ισχύει και για άλλες φυσικές ανάγκες; Και χωρίς να του απαντήσουν, προχωρούσε στην ικανοποίησή τους.
Η κυνική στάση, με παρωδία και σάτιρα, με πράξεις ελεύθερες, υπονομεύει την παράδοση και ανατρέπει τις αυθεντίες. Ίσως είναι περισσότερο μια «αρνητική ελευθερία», μια προσπάθεια απαλλαγής από περιορισμούς. Αυτή η ελευθερία, η παρρησία είναι, για τον Διογένη, το κάλλιστον στους ανθρώπους.
Ποιος όμως θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια ακραία παραδείγματα, ικανά να προκαλέσουν θαυμασμό αλλά κυρίως αποστροφή στους ανθρώπους, ειδικά σε όσους λόγω θέσεως, επαγγέλματος ή πεποιθήσεως είναι ή οφείλουν να δείχνουν σοβαροί;