Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
14.2. Ωριγένης· Αλεξάνδρεια του 210 μ.Χ.
Πρέπει, να ήταν παιδί αλεξανδρινό είκοσι πέντε χρόνωνόταν τα πράγματα ηρέμησαν στην Αλεξάνδρεια. Ο τοπικός επίσκοπος Δημήτριος γύρισε από την εξορία και βρήκε τον Ωριγένη γνωστό ως δάσκαλο και ασκητή, στενά συνδεδεμένο με μάρτυρες. Ήταν πια μια κεντρική μορφή της χριστιανικής Αλεξάνδρειας, που (ας μην το λησμονούμε) ζούσε μαζί με την «άλλη» Αλεξάνδρεια. Ο Δημήτριος τον όρισε, μάλλον με μια ενδόμυχη επιφύλαξη, διευθυντή της κατηχητικής σχολής που ξαναφτιάχτηκε, μέσα στην παράδοση που είχαν ξεκινήσει ο Κλήμης και ο Πάνταινος.
Η θέση του ήταν πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, όχι όπως καταλαβαίνουμε συνήθως αυτό τον όρο στα πανεπιστήμια. Στη σχολή ο Ωριγένης βρήκε τον εαυτό του: αδιάκοπη μελέτη (παράλληλα με σπουδές στη φιλοσοφία και τα εβραϊκά), διδασκαλία και προσευχή. Το πρόγραμμά του ήταν τόσο πλήρες που δεν επαρκούσε να καλύψει μόνος του τις διδακτικές ανάγκες. Έτσι, επέλεξε τον μαθητή του Ηρακλά για τα εισαγωγικά μαθήματα και κράτησε ο ίδιος τους προχωρημένους μαθητές. Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Σε λίγα χρόνια, γύρω στο 212 μ.Χ., άφησε τη σχολή στον Ηρακλά και ίδρυσε τη δική του ιδιωτική σχολή - μια όχι σπάνια πρακτική στην Αλεξάνδρεια του καιρού του.
Στην Αλεξάνδρεια από το τέλος του 2ου αιώνα εμφανίστηκαν διάφορες θεολογικές σχολές, που δεν είχαν θεσμικό χαρακτήρα ούτε άμεση εξάρτηση από την τοπική εκκλησία (παρόλο που δάσκαλος και πολλοί μαθητές ήταν πιστά μέλη της). Οι ιδιωτικές αυτές σχολές στηρίχθηκαν στην προσωπικότητα κάθε δασκάλου, που όλοι τους ήταν σημαντικοί: ο Αθηναγόρας ο φιλόσοφος, ο Πάνταινος (πρώην στωικός) και ο Κλήμης. Ήταν οι τρεις πρώτοι χριστιανοί ιδρυτές σχολής και ήταν όλοι τους Αθηναίοι. Άφησαν όμως την πόλη της φιλοσοφίας για την Αλεξάνδρεια - και αυτό κάτι σήμαινε, και για την Αθήνα και για την Αλεξάνδρεια. Ο πρώτος Αλεξανδρινός που ίδρυσε ανάλογη σχολή ήταν ο Ωριγένης (ένας ακόμη λόγος να μην νιώθει άνετα μαζί του ο τοπικός επίσκοπος).
Η κοσμοπολίτικη πόλη, η τρίτη σε πληθυσμό μετά τη Ρώμη και την Αντιόχεια, είχε πνευματική ζωντάνια, οικονομική ευρωστία και οικουμενική νοοτροπία. Μπορούσε να επικαλεστεί και να επιδείξει την πλουσιότατη βιβλιοθήκη της και το «Μουσείο» της, την ανάπτυξη στα γράμματα, στις επιστήμες και στη φιλοσοφία - ακόμη και την παράδοσή της. Γιατί η Αλεξάνδρεια δεν ήταν απλώς φιλοσοφικό κέντρο της Ύστερης Αρχαιότητας· ήταν το κέντρο της επιστημονικής έρευνας, και τότε γινόταν (και θα έμενε για μερικούς αιώνες) ένα κέντρο της χριστιανικής σκέψης.
Η Αλεξάνδρεια της εποχής εκείνης έμοιαζε πολυπολιτισμικός παράδεισος: στους δρόμους, στην αγορά, στα σπίτια, στους ναούς της συμβίωναν (όχι πάντα ανέφελα) ανατολικές, αιγυπτιακές, ελληνικές μυστηριακές λατρείες, διάφορες φυλές και τάξεις. Μαζί με τον εξελληνισμένο ιουδαϊσμό (που έβγαλε έναν στοχαστή της περιωπής του Φίλωνα), τον γνωστικισμό του Βασιλείδη, τον ιδιόρρυθμο πλατωνισμό του Αμμωνίου Σακκά και (σε λίγα χρόνια) τον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου, συνυπήρχαν πολλές χριστιανικές ομάδες. Όλες αναζητούσαν την ορθοδοξία· να τη βρουν και να την επιβάλουν. Και όλες, πλην μίας (αυτής που νίκησε και ονομάστηκε «ορθόδοξη»), κατέληγαν σε αιρέσεις βίου και θεωρίας.
Η ελευθερία της σκέψης στην Αλεξάνδρεια ήταν σχεδόν απόλυτη - αν εξαιρέσουμε π.χ. τις πιέσεις εναντίον των περιπατητικών τη δεύτερη δεκαετία του 3ου αιώνα. Ακόμη και η επιστήμη ήταν αδέσμευτη από την παραδοσιακή θρησκεία αλλά και τη φιλοσοφία. Οι χριστιανοί λόγιοι απολάμβαναν ανάλογη ελευθερία και κάτι επιπλέον (και σπάνιο): την απουσία αυθεντίας, είτε στην ερμηνεία της γραφής είτε στο εκκλησιαστικό επίπεδο. (Ο επίσκοπος της πόλης Δημήτριος δεν τη διέθετε· αν και αργότερα εκμεταλλεύτηκε την ισχύ του αξιώματός του για να διώξει τον Ωριγένη.) Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, η επικοινωνία των χριστιανών με την αρχαία φιλοσοφία και τις άλλες πνευματικές παραδόσεις, όταν δεν οδηγούσε στον συγκρητισμό, αποδείχθηκε γόνιμη για τη συγκρότηση και την οριοθέτηση της χριστιανικής σκέψης, για τη γέννηση της χριστιανικής φιλοσοφίας.