Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
13.9. Φιλοσοφία για όλους: η πραγμάτωση της φιλοσοφίας είναι η κατάργησή της;
Ένας άλλος δρόμος που ακολούθησε η φιλοσοφία ήταν η στροφή προς τα έξω, προς το ευρύ κοινό. Βέβαια, στην αρχαία φιλοσοφία η θεωρία και η θεωρητική γνώση δεν αντιμετωπίστηκαν ως αυτοσκοπός, αλλά συνήθως βρίσκονταν στην υπηρεσία του πρακτικού βίου. Γι᾽ αυτό, π.χ., οι Στωικοί και οι Επικούρειοι είδαν τη φυσική ως θεμέλιο της ηθικής. Ακόμη και για τους Αριστοτελικούς η θεωρητική δραστηριότητα, αυτή που κατεξοχήν ταιριάζει στον ανθρώπινο νου, ήταν ύψιστο ιδανικό, ακριβώς επειδή οδηγούσε στη θεϊκή ευχαρίστηση και ευτυχία.
Αυτή η πρακτική διάσταση της φιλοσοφίας είναι αλήθεια ότι προβλήθηκε ιδιαίτερα από την ελληνιστική εποχή. Οι φιλόσοφοι δεν μελετούσαν τη φιλοσοφία απλώς σαν ένα σώμα γνώσεων (γενικών και ειδικών), αλλά προσχωρούσαν σε αυτή σαν σε έναν τρόπο ζωής. Όσο περισσότερο όμως μεριμνούσαν για τα αιτήματα των ανθρώπων του καιρού τους και παραμελούσαν την ανεξάρτητη θεωρητική διερώτηση και την έρευνα για τη θεμελίωση της διδασκαλίας τους τόσο η φιλοσοφία προσαρμοζόταν στις κρατούσες πεποιθήσεις.
Αυτή η «φιλοσοφία για όλους» είχε το πλεονέκτημα ότι προσπαθούσε να είναι ένα είδος εφαρμοσμένης φιλοσοφίας· στην ουσία κατέληγε σε απλή εφαρμογή γενικών θεωρητικών αρχών (τις οποίες συχνά αποδεχόταν εκ των προτέρων ως ορθές). Μια φιλοσοφία που την καταλαβαίνουν όλοι (αυτός τουλάχιστον θα ήταν ο σκοπός) και την χρησιμοποιούν για τα καθημερινά προβλήματά τους.
Για να τα επιτύχει αυτά, η φιλοσοφία δεν θα έπρεπε να νοιαζόταν τόσο για τη νοηματική εμβάθυνση και την ακρίβεια ή για τη μελέτη του έργου των μεγάλων φιλοσόφων. Θα έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τις τρέχουσες ανησυχίες και αντιλήψεις· να κάνει αντικείμενό της τα μεγάλα ή μικρά, πάντως «επίκαιρα», προβλήματα του καθημερινού ανθρώπου και να αφοσιωθεί σε αυτά. Έτσι ξέφευγε από την κλειστή ομάδα των λίγων ειδικών, αποκτούσε κύρος σε ευρύτερα στρώματα και κέρδιζε μια αποδοχή (που δεν ήταν δική της). Για την ακρίβεια, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ορισμένοι φιλόσοφοι μπορεί να κέρδιζαν πρόσκαιρη φήμη.
Η φιλοσοφία όμως έχανε την εσωτερική δυναμικότητά της, να θέτει καινούργια ερωτήματα, να ασκεί κριτική στις δεδομένες απαντήσεις, να δοκιμάζει διαφορετικές θεωρητικές αρχές. Ο κίνδυνος υπήρχε, και πάντα υπάρχει: η φιλοσοφία να τρέχει πίσω από τα τρέχοντα «καυτά» προβλήματα και να εξαντλείται σε αυτά.
Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωνε η φιλοσοφία, όταν από οδηγός ζωής και ατομικό (ή κοινοτικό) κατόρθωμα κινδύνευε να καταλήξει σε προμηθευτή συνταγών για μια ευτυχισμένη ζωή. Τότε όμως τι φιλοσοφικό θα της απέμενε; Και για ποιο λόγο οι άνθρωποι να επέλεγαν έναν από τους φιλοσοφικούς δρόμους (τις Σχολές) και να μην κατέφευγαν στις θρησκείες και τις μυστηριακές λατρείες; Στο κάτω κάτω εκείνες υπόσχονταν και εντυπωσιακότερα και γρηγορότερα αποτελέσματα.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο η προσπάθεια της φιλοσοφίας να είναι αυτή που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ζωή, να είναι μια πρακτική για να αποκτηθεί το εὖ ζῆν, μπορούσε να καταλήξει στον παραμερισμό της φιλοσοφίας. Αρκεί να βρισκόταν ένας άλλος χώρος δυναμικός και αντίζηλος, στον οποίο να έπαιζε σημαντικότερο ρόλο όχι η γνώση αλλά κάτι που είναι ίσως βαθύτερο, όμως μπορεί να το επικαλεστεί ο καθένας - όπως π.χ. η πίστη. Και αυτό συνέβη σταδιακά με την επικράτηση του χριστιανισμού.
Όσο κι αν η φιλοσοφία κυκλοφορούσε εκλαϊκευμένη και προσιτή σε όλους, όφειλε να δείχνει ότι είναι αποτελεσματικότερη και προτιμότερη από άλλες δραστηριότητες και τρόπους ζωής.
Στα αυτοκρατορικά χρόνια η φιλοσοφία δεν ήταν μία και ενιαία. Αλλά μιλώντας γενικά, για τον μορφωμένο άνθρωπο της εποχής η φιλοσοφία δεν ήταν η κατασκευή ενός συστήματος σκέψης· ήταν συγκεκριμένη πράξη, που άλλαζε την αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο και τη ζωή του - ήταν ζωή, όχι λόγος.
Όλες οι φιλοσοφικές απαντήσεις που δόθηκαν είχαν τους λόγους τους. Άλλες ήταν ισχυρά θεμελιωμένες σε μια αντίληψη για τον κόσμο και τη γνώση του, άλλες όχι. Όποια απάντηση κι αν είχε δοθεί από τις ελληνιστικές σχολές ανταποκρινόταν στα ερωτήματα και στις αγωνίες του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Οι Στωικοί, π.χ., ακόμη και ένας αυτοκράτορας όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, μπορεί να δυσαρεστούνταν με τον κόσμο που ζούσαν. Αλλά και οι ερμηνευτές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη μάλλον ζούσαν στον δικό τους κόσμο, τον κόσμο των βιβλίων. Η πιο επαναστατική πράξη που μπορούσαν να κάνουν ήταν να αφήσουν ελεύθερη τη φαντασία τους και να δώσουν μια νέα ερμηνεία σε κάποιο χωρίο ενός έργου του μεγάλου δασκάλου. Άλλοι, λοιπόν, δίδασκαν πώς να σκέφτεται κανείς και άλλοι πώς να ζει και να πεθαίνει.