Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
13.7. «Όλα έχουν ειπωθεί»: διαβάζοντας τα κείμενα και γράφοντας υπομνήματα
Ένας δρόμος που ακολούθησε η φιλοσοφία ήταν η στροφή προς τα μέσα, στον ίδιο τον εαυτό της. Επέστρεψε στο ένδοξο παρελθόν της, στους ιδρυτές των φιλοσοφικών σχολών: στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, στον Χρύσιππο και στους διαδόχους τους.
Αυτό που για τους Επικούρειους ήταν αυτονόητη αξία, αμέσως μετά τον θάνατο του Επίκουρου, είχε αρχίσει να ισχύει και για τις άλλες Σχολές: η αυθεντία του ιδρυτή, δηλαδή η πεποίθηση ότι η αλήθεια είχε ειπωθεί από τον ιδρυτή της Σχολής και είχε αποκαλυφθεί στα κείμενά του. Οι συνεχιστές του έργου του δεν έπρεπε να μιμηθούν το παράδειγμα του Αριστοτέλη, που είχε ασκήσει κριτική στον δάσκαλό του Πλάτωνα, ή των Ακαδημεικών που είχαν καταλήξει στον σκεπτικισμό. Ολόκληρη η (παλιά) σοφία βρίσκεται ήδη στα όσα είπαν και έγραψαν οι μεγάλοι φιλόσοφοι. Δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω εμβαθύνσεις, ούτε είναι δυνατές μεταγενέστερες βελτιώσεις. Το μόνο που χρειάζεται, και δεν είναι λίγο ούτε εύκολο, είναι να αναβαπτιστούν οι νεότεροι στις αρχαίες πηγές, να εξηγηθούν οι φιλοσοφικές γραφές.
«Πίσω στα κείμενα!» θα μπορούσε να ήταν το σύνθημα της εποχής. Κάθε Σχολή πήρε τα θεμελιώδη κείμενά της και τα έφερε στο κέντρο της φιλοσοφικής της δραστηριότητας. Γενιές δασκάλων και μαθητών διάβαζαν και σχολίαζαν φιλοσοφικά κείμενα, προσπαθώντας να βρουν αυτό που «πραγματικά» είπε ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης στον τάδε διάλογο ή στη δείνα πραγματεία, στο ένα ή στο άλλο χωρίο, για το ένα ή το άλλο ζήτημα.
Καθώς είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που γεννήθηκε η φιλοσοφία και είχαν γραφεί δεκάδες φιλοσοφικά βιβλία για κάθε πιθανό (και απίθανο) πρόβλημα, ο φιλοσοφικός προβληματισμός δεν μπορούσε να έχει την «αθωότητα» των απαρχών του. Ούτε να προσποιείται ότι την έχει. Η φιλοσοφική συζήτηση ξεκινούσε πλέον όχι από ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά από μια δοσμένη απάντηση σ᾽ αυτό το πρόβλημα.
Κάθε ζήτημα είχε καλυφθεί από τις ερμηνείες του, που ήταν αρκετές (ανάλογα με τη Σχολή), κάποτε περίτεχνες, με ειδική ορολογία - και πάντως γνωστές. Όποιος φιλοδοξούσε να ασχοληθεί με ένα ζήτημα προφανώς δεν μπορούσε να αγνοήσει την προεργασία που είχε ήδη γίνει. Ήταν δυνατόν να παρέκαμπτε κάποιος τον πλατωνικό Τίμαιο ή τη στωική θεωρία για την πρόνοια, αν ήθελε να μιλήσει για τη δημιουργία του κόσμου; Τον πλατωνικό Παρμενίδη, για να μιλήσει για το ον και το θείο; Τον πλατωνικό Φαίδρο, για να υπερασπιστεί την αθανασία της ψυχής; Την αριστοτελική λογική, αν προσπαθούσε να διατυπώσει έγκυρους συλλογισμούς;
Ο δάσκαλος και οι μαθητές δεν συζητούσαν χαλαρά και ελεύθερα, ή έστω με τον τρόπο που γνωρίζουμε από τους πλατωνικούς διάλογους. Δεν αναλάμβαναν να λύσουν από κοινού, με συλλογισμούς και επιχειρηματολογία, ένα φιλοσοφικό πρόβλημα. Σαν να ένιωθαν δεσμευμένοι από το κύρος του ιδρυτή της Σχολής και το βάρος της ιστορίας, επέλεγαν να εξηγήσουν πρώτα αυτά που έγραψε ο ιδρυτής σχετικά με το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Ο καθηγητής φιλοσοφίας αποδεχόταν την αυθεντία του σχετικού κειμένου και με τα γραπτά σχόλιά του αναδείκνυε τη φιλοσοφική σημασία του και το καθιστούσε προσιτό στους μαθητές του. Ήταν και τα κείμενα του Πλάτωνα αλλά και του Αριστοτέλη που έμοιαζαν αμφίσημα και σκοτεινά, απροσπέλαστα στον αβοήθητο μαθητή. Έτσι διαμορφώθηκε το περιεχόμενο του μαθήματος της φιλοσοφίας: ανάγνωση και εξήγηση, με τα απαραίτητα ενδοσχολικά βοηθήματα.
Κι αν οι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν είχαν προνοήσει να δώσουν ευθείες ή σαφείς απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν τους φιλοσόφους των αυτοκρατορικών χρόνων, δεν υπήρχε πρόβλημα. Διαβάζοντας ξανά τα κείμενά τους, βρίσκοντας σκόρπια στοιχεία από δω κι από κει, συνδυάζοντάς τα υπό το φως του δικού του ερωτήματος, ο αναγνώστης του 2ου και του 3ου αιώνα μ.Χ. κατόρθωνε να ανασυστήσει τις απαντήσεις του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Έβρισκε αυτό που (θα) ήθελε να πει ο αρχαίος φιλόσοφος, αλλά για διάφορους λόγους δεν είπε.
Επιπλέον οι Πλατωνικοί, π.χ., εντόπιζαν τα στοιχεία που υπάρχουν απομονωμένα ή σε λανθάνουσα μορφή στο πλατωνικό έργο και τα συστηματοποιούσαν, ώστε να ενταχθούν στους υπάρχοντες κλάδους και στα τρέχοντα προβλήματα της φιλοσοφίας. Έτσι η πλατωνική φιλοσοφία απέκτησε μια (αληθινή ή επίπλαστη;) ενότητα, που πιθανότατα δεν την αισθάνεται κάποιος όταν διαβάζει κάθε πλατωνικό διάλογο χωριστά.
Ζήτημα προς ζήτημα, έργο προς έργο, χωρίο προς χωρίο, στίχο προς στίχο, οι υπομνηματιστές της εποχής εκείνης έκαναν συχνά κάτι περισσότερο από έναν σχολιασμό κατάλληλο για σχολική χρήση. Ουσιαστικά, μέσα από την εξήγηση των παλιών κειμένων και στο όνομά τους, οι φιλόσοφοι δεν δίσταζαν να πουν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι να πουν και όχι αναγκαστικά εκείνο που «πραγματικά» είχε πει ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, το ανέσυραν με επιδεξιότητα και το ενίσχυαν με την απαραίτητη τεκμηρίωση: τα προσεκτικά διαλεγμένα χωρία από τα κείμενα των ἀρχαίων (όπως τους αποκαλούσαν πλέον) φιλοσόφων.