Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
Πρόλογοι (στην έντυπη έκδοση)
Πρόλογος του συντονιστή της σειράς
Προλόγισμα στο δίδυμο πόνημα του Βασίλη Κάλφα και του Γιώργου Ζωγραφίδη, συντελεσμένο στο πλαίσιο του συνεργατικού προγράμματος «Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση». Το οποίο απέδωσε ως τώρα τη θεμελιακή Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Τάσου Χριστίδη, τον κεφάτο τόμο του Θόδωρου Παπαγγελή Η Ρώμη και ο κόσμος της, και τη συστηματική, ευανάγνωστη Αρχαία ελληνική γραμματολογία του Φάνη Κακριδή. Το τέταρτο αυτό εγχειρίδιο της σειράς φέρει τον τίτλο Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, σκοπεύοντας να υποδείξει την αμοιβαία σχέση φιλόσοφου στοχασμού και φιλόσοφου βίου. Άμεσος προορισμός του, όπως και των άλλων εγχειριδίων, ο μαθητικός κόσμος του Γυμνασίου, που βρίσκεται στην κόψη της ανήσυχης εφηβείας.
Φιλοσοφία για γυμνασιακούς μαθητές, δεν πάει πολύ; Οπότε το συγκεκριμένο εγχείρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουτοπικό και απρόσιτο. Η επιφύλαξη ωστόσο ισχύει μόνον αν μείνουμε καθηλωμένοι στη βολική προκατάληψη ότι η γυμνασιακή ηλικία δεν είναι έτοιμη ακόμη να υποδεχτεί στοιχεία φιλοσοφικού στοχασμού και βίου. Μίζερη γνώμη που αντιστρέφεται, αν λάβουμε υπόψη τις οριακές απορίες για τον κόσμο και τον άνθρωπο, που βασανίζουν τους εφήβους. Αυτή τη στοχαστική αγωνία της εφηβικής ηλικίας έρχεται να καλύψει το προκείμενο εγχειρίδιο, και το κατορθώνει με οικείο και συναρπαστικό τρόπο.
Σύμμαχος εξάλλου στην τολμηρή αυτή επιχείρηση αποδείχτηκε ο σαμιώτης Επίκουρος, ο οποίος έδειχνε αμέριστη εμπιστοσύνη στους νεαρούς μαθητές, που δεν τους είχε ακόμη μπουκώσει η σχολική γνώση της εποχής. Γράφοντας επί λέξει σχετικώς στον Μενοικέα: «Όσο είναι κάποιος νέος, να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει, ώστε, όταν γεράσει, να μην καταπονείται φιλοσοφώντας. Γιατί κανένας δεν είναι ανώριμος ούτε υπερώριμος για ό,τι φέρνει υγεία στον νου και στην ψυχή.»
Μοιρασμένο το εγχειρίδιο σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος είναι συνταγμένο με το ακμαίο χέρι του Κάλφα· το δεύτερο συνθεμένο με τον νεανικό οίστρο του Ζωγραφίδη. Δύο φωνές και δύο γραφές, που η μία συμπληρώνει την άλλη. Οκτώ κεφάλαια συντάσσονται στο πρώτο μέρος και άλλα οκτώ στο δεύτερο. Το πρώτο μέρος εγκαινιάζεται με το εισαγωγικό κείμενο «Σοφία και φιλοσοφία: Θαλής ο Μιλήσιος» και ολοκληρώνεται με τον «σύγχρονό μας Αριστοτέλη» και «την εγκυκλοπαίδεια της γνώσης» του. Το δεύτερο μέρος ανοίγει με τους «Σωκρατικούς και την κυνική άσκηση» και κλείνει με τον απολογισμό που επιγράφεται «Η περιπέτεια της φιλοσοφίας στο τέλος του αρχαίου κόσμου». Το χρονικό φάσμα του εγχειριδίου καλύπτει έξι συν έξι αιώνες, με σημείο τομής την εμφάνιση του χριστιανισμού. Το γεωγραφικό φάσμα εκτείνεται στην οικουμένη της εποχής. Κέντρα του διαδοχικά και επάλληλα: Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ρώμη.
Φιλοσοφικός στοχασμός και φιλοσοφικός βίος αποτελούν τους δύο άξονες περιστροφής του εγχειριδίου. Το σημαντικό εύρημα αυτής της διασταύρωσης είναι ότι, όσο προχωρεί η φιλοσοφική αναζήτηση, μετριάζεται η αφαιρετική θεωρία, ενώ περισσεύει η έμπρακτη, βιωματική ηθική. Οι ρίζες της ηθικής αυτής αναγνωρίζονται ήδη στον Σωκράτη· ο κορμός της στους μετασωκρατικούς και μεταπλατωνικούς στοχαστές (κατεξοχήν στους κυνικούς, στον Επίκουρο και στη Στοά)· το μεικτό φύλλωμά της (αποτέλεσμα διασταυρώσεων) στις φιλοσοφικές συνταγές των αυτοκρατορικών χρόνων. Εξέλιξη, που θυμίζει κρίσιμα σημεία της εποχής μας και δικαιολογεί τον μεσότιτλο με τον οποίο ο Ζωγραφίδης σφραγίζει το εγχειρίδιο: «Πότε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία σταματά να είναι ελληνική; Πότε να είναι αρχαία; Πότε να είναι φιλοσοφία;» Προκλητικά ερωτήματα για όσους θέλουν να σκεφτούν, ελέγχοντας συγχρόνως τη σκέψη τους. Αυτός εξάλλου είναι ο στόχος του εγχειριδίου για όλους - προπαντός για τον δάσκαλο και τον σπουδαστή εντός του εκπαιδευτικού χώρου, που έτσι κι αλλιώς χρειάζεται γενναίο εξαερισμό.
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Πρόλογος των συγγραφέων
Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι: ο τίτλος του βιβλίου προέκυψε στο τέλος της συγγραφής του. Δεν τον επιλέξαμε για να τονίσουμε τον ρόλο της προσωπικότητας στην πορεία της αρχαίας φιλοσοφίας. Αν ήταν έτσι, θα μέναμε ίσως σε πιο λίγες αλλά ένδοξες μορφές φιλοσόφων, ή το βιβλίο θα αποτελούσε μια παράθεση προσωπογραφιών των φιλοσόφων, κατά το πρότυπο π.χ. του Διογένη Λαέρτιου. Επιλέξαμε αυτό τον τίτλο για να υπαινιχθούμε ότι η αρχαία φιλοσοφία δεν πραγματώνεται μόνο στα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα και στις εξειδικευμένες φιλοσοφικές πραγματείες, αλλά προχωρεί και χάρη στον έμπρακτο και κατορθωμένο φιλοσοφικό βίο. Πίσω από τα φιλοσοφικά ερωτήματα βρίσκονται πάντοτε άνθρωποι που τα θέτουν, άνθρωποι που ζουν την εποχή τους ανάλογα με τις απαντήσεις που δίνουν σε αυτά.
Όπως έγραφε, με συγγνωστή υπερβολή, ο Πασκάλ (απόσπ. 472 Le Guern): «Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη χωρίς τις μακριές ακαδημαϊκές τηβέννους. Ήταν έντιμοι άνθρωποι και, σαν τους άλλους ανθρώπους, γελούσαν μαζί με τους φίλους τους. Κι όταν αποσύρονταν για να σκαρώσουν τους Νόμους και τα Πολιτικά τους, το έκαναν με διάθεση να παίξουν. Αυτό ήταν το λιγότερο φιλοσοφικό και το λιγότερο σοβαρό κομμάτι της ζωής τους· το πιο φιλοσοφικό ήταν το να ζουν απλά και γαλήνια.»
Πώς, όμως, μπορεί να παρουσιαστεί μια φιλοσοφία σαν την αρχαία ελληνική, που είναι, ή προσπαθεί να γίνει, θεωρία αδιάσπαστη με πράξη; Είναι μια φιλοσοφία που έχει, ή κατακτά σταδιακά, την αυτονομία να θεσπίζει τους δικούς της αυστηρούς κανόνες για τους συλλογισμούς και τα επιχειρήματά της. Μια φιλοσοφία που συζητιέται και γράφεται παράλληλα με την τραγωδία, την κωμωδία, την ιστοριογραφία, τους δικανικούς λόγους, τις σάτιρες, τα μυθιστορήματα· αλλά και με τα μαθηματικά, τη φυσική, την αστρονομία και τη θεολογία, την αστρολογία και τη μαντική. Μια φιλοσοφία που αναπτύσσεται μέσα σ᾽ έναν πολιτισμό που ανακαλύπτει τη φύση και τον νου, δημιουργεί κάθε μορφή τέχνης, δοκιμάζει πολιτειακά και κοινωνικά σχήματα. Μια φιλοσοφία που υπάρχει για περισσότερα από χίλια χρόνια πρώτα στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, ριζωμένη στη συνέχεια στην Αθήνα και διεσπαρμένη αργότερα στις πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής οικουμένης, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη.
Αν επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία έχοντας στον νου όλες τις παραπάνω πτυχές της, ίσως είναι προσφορότερη η συγγραφή μιας «ιστορίας της αρχαίας φιλοσοφίας». Αυτή θα τόνιζε περισσότερο τις εξωτερικές συνθήκες παραγωγής της φιλοσοφίας, την ιστορία, την κοινωνία, τις επιστήμες, την τέχνη. Όμως σ᾽ ένα βιβλίο σαν το δικό μας μόνο νύξεις και υπαινιγμούς μπορούμε να κάνουμε.
Με ανάλογες σκέψεις και πολλούς ενδοιασμούς αναλάβαμε τη συγγραφή ενός βιβλίου για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μετά από πρόταση και προτροπή του Δημήτρη Μαρωνίτη. Ποια θέση μπορεί να έχει ένα τέτοιο βιβλίο στην εκπαίδευση (μέση και πανεπιστημιακή), όταν η γενικότερη παρουσία της φιλοσοφίας είναι αναιμική στα προγράμματα σπουδών; Γνωρίζαμε (ή έτσι πιστεύαμε) πότε ενθουσιάζεται, πότε δυσκολεύεται και, κυρίως, πότε πλήττει ένας φοιτητής, όταν διδάσκεται αρχαία φιλοσοφία στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Δεν γνωρίζαμε όμως τις αντιδράσεις ενός μαθητή ή του μέσου μορφωμένου αναγνώστη - πολύ λιγότερο του μάλλον σπάνιου «επαρκούς αναγνώστη». Το εκπαιδευτικό μας σύστημα θεωρεί ότι η ηλικία των μαθητών του Γυμνασίου είναι κατάλληλη για την κατανόηση της ποιητικής δημιουργίας, για την εκμάθηση της ευκλείδειας γεωμετρίας, για την εξοικείωση με τις βασικές αρχές της θεωρίας συνόλων, της άλγεβρας και των φυσικών επιστημών. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι παράλογο το να υποστηρίξει κάποιος ότι σε αυτό το στάδιο της μαθησιακής διαδικασίας δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές οι στοιχειώδεις φιλοσοφικές έννοιες και τα προβλήματα.
Κι αν έχει νόημα, που ελπίζουμε να έχει, η παρουσία ενός τέτοιου βιβλίου στην εκπαίδευση, ποια είναι η θέση του απέναντι στο ευρύτερο κοινό (στην «αγορά του βιβλίου»); Ειδικά αν σκεφτούμε ότι τα τελευταία χρόνια άρχισαν να μεταφράζονται έγκυρα γενικά βιβλία για την αρχαία φιλοσοφία (π.χ. Hadot, Irwin, Vegetti), τα οποία καλύπτουν ένα σημαντικό κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας και προσφέρουν διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Χωρίς να επιδιώκει την πληρότητα (δεν θα βρει κάποιος ξεχωριστά κεφάλαια π.χ. για τον Ζήνωνα ή τους Σκεπτικούς), χωρίς παραπομπές (μόνο με ελληνόγλωσση ενδεικτική βιβλιογραφία), η δική μας προσπάθεια είναι να αφηγηθούμε όχι τη μεγάλη ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας αλλά μικρές ιστορίες, άλλες γνωστές άλλες λιγότερο γνωστές.
Το βιβλίο ακολουθεί τη χρονολογική προσέγγιση και τα 16 κεφάλαιά του καλύπτουν 12 περίπου αιώνες. Η προσέγγιση αυτή κρίθηκε αναγκαία, αφού βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής σκέψης είναι η συνέχεια. Ο φιλόσοφος διαλέγεται πάντοτε με τους προκατόχους του, ακόμη κι όταν τους απορρίπτει ή προτείνει κάτι ριζικά διαφορετικό. Η φιλοσοφία διαμορφώνει δηλαδή τα δικά της εργαλεία και τη δική της γλώσσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μένει ανεπηρέαστη από τις μεταβολές του ευρύτερου κοινωνικού και διανοητικού περιβάλλοντος. Προσπαθήσαμε μάλιστα να δείξουμε ότι ειδικά για την αρχαία φιλοσοφία ισχύει το αντίθετο. Κάποιες μεταβάσεις (από φιλόσοφο σε φιλόσοφο ή από μια περίοδο της φιλοσοφίας στην επόμενη) δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές αν δεν ενταχθούν στα πνευματικά τους συμφραζόμενα· το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μετάβαση από τους Προσωκρατικούς στους Σοφιστές και στον Σωκράτη. Σε κάποιες άλλες μεταβάσεις η βάση της ερμηνείας είναι η θεωρητική συνέχεια (π.χ. η μετάβαση από τον Πλάτωνα στον Αριστοτέλη).
Κάθε κεφάλαιο αφιερώνεται σε έναν φιλόσοφο ή σε ένα φιλοσοφικό ρεύμα, ή επιχειρεί να συνθέσει την εικόνα ορισμένων περιόδων της αρχαίας φιλοσοφίας. Δεν παρουσιάζει ολόκληρο το έργο τους ή όλες τις πτυχές μιας θεωρίας, αλλά προσπαθεί να αναδείξει μερικά κυρίαρχα θέματα ή ζητήματα. Η επιλογή αυτή συνδέεται με ερμηνευτικές διαστάσεις που έχουν προβληθεί στην πρόσφατη έρευνα, έχει ωστόσο και έναν «παιδαγωγικό» σκοπό. Θεωρήσαμε ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η κατανόηση των φιλοσοφικών εννοιών, ενώ δεν αγνοούνται και πλευρές της αρχαιογνωσίας, αναγκαίες για την κατανόηση της φιλοσοφικής δραστηριότητας.
Έτσι, η φιλοσοφία του Θαλή συνδέεται με το πρόβλημα των σχέσεων Ελλάδας και Ανατολής. Ο Πυθαγόρας με τη διάκριση Φιλοσοφίας και Θρησκείας. Η σοφιστική κίνηση και ο Σωκράτης συνδέονται με τις νέες ανάγκες που προέκυψαν από την εδραίωση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Πλάτων με τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και την ίδρυση των φιλοσοφικών σχολών. Οι Κυνικοί με τη σύλληψη της φιλοσοφίας ως τέχνης του βίου. Οι Στωικοί και οι Επικούρειοι με τον ελληνιστικό κοσμοπολιτισμό και την κατάργηση της πόλης-κράτους. Η φιλοσοφία των αυτοκρατορικών χρόνων με το μεσογειακό ταξίδι και την εσωτερική περιπλάνηση ενός νέου που σπουδάζει φιλοσοφία. Ο νεοπλατωνισμός και οι μορφές του φιλόσοφου και του θεϊκού ανδρός με τη συγκατοίκηση ελληνισμού και χριστιανισμού.
* * *
Η σύλληψη, οι αρχές της συγγραφής, η διαίρεση των κεφαλαίων έγιναν και από τους δύο συγγραφείς. Δεν γράψαμε όμως μαζί τα κεφάλαια. Το βιβλίο διαιρέθηκε στα δύο και, ανάλογα με την ειδίκευσή μας, την ενότητα «Από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη» ανέλαβε ο πρώτος από εμάς και την ενότητα «Από τους Σωκρατικούς στην Ύστερη Αρχαιότητα» ο δεύτερος. Μολονότι συζητήσαμε μαζί τα προβλήματα κάθε κεφαλαίου, δεν προσπαθήσαμε να εξομοιώσουμε ή να ισοπεδώσουμε τις συγγραφικές μας ιδιοσυγκρασίες. Κάθε κεφάλαιο είναι ενυπόγραφο, και το όλο σύγγραμμα δεν έχει ενιαίο τρόπο γραφής - το ύφος ποικίλλει ανάλογα όχι μόνο με τον συγγραφέα του κεφαλαίου αλλά και με το αντικείμενο που αναλύεται. Θα συναντήσει κανείς την αναλυτική έκθεση, την ανασυγκρότηση επιχειρημάτων, τον σχολιασμό απλών κειμένων, αλλά και την παράφραση ή τη σύνθεση πλαστών αληθοφανών ντοκουμέντων. Έτσι, π.χ., στην επινοημένη αλληλογραφία των δύο νέων φιλοσόφων (κεφάλαιο 12) ενσωματώνονται με πλάγια στοιχεία αποσπάσματα από επιστολές του Σενέκα και του Κικέρωνα και μια στροφή από ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία. Όπου υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία που εξυπηρετούσαν την αφήγηση, τονίστηκαν στοιχεία του βίου και της εποχής ορισμένων φιλοσόφων - όπως είναι εύλογο, αυτό συνέβη με μεγαλύτερη συχνότητα στη μετα-αριστοτελική φιλοσοφία.
Δεν χρειάστηκε να επιβαρύνουμε το βιβλίο με γραμματολογικά στοιχεία - σ᾽ αυτό είμαστε τυχεροί, γιατί έχουμε την πολυτέλεια να παραπέμψουμε συνολικά στην Αρχαία ελληνική γραμματολογία του Φάνη Κακριδή (που κυκλοφόρησε στην ίδια εκδοτική σειρά). Στη γραμματολογία αυτή ο αναγνώστης θα βρει τα απαραίτητα στοιχεία και για τους φιλοσόφους.
Μεγάλος ήταν ο πειρασμός να κάνουμε αναφορές σε όλο το φάσμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, στις επιβιώσεις και στις αναβιώσεις του στη νεότερη φιλοσοφία και στον σύγχρονο πολιτισμό. Λόγοι έκτασης δεν μας επέτρεψαν, π.χ., να συσχετίσουμε την πλατωνική οντολογία με την κριτική της τέχνης ή την πλωτινική ανάβαση της ψυχής με την αγγλική μεταφυσική ποίηση και τον ρομαντισμό - δηλαδή να υπαινιχθούμε έστω την επίδραση που είχε με τη σειρά της η φιλοσοφία στη λογοτεχνία ή στην τέχνη.
Αποφύγαμε την ευκολία και τον εντυπωσιασμό της «επικαιροποίησης» της αρχαίας φιλοσοφίας - δεν θελήσαμε να προβάλουμε εκβιαστικά τη διαχρονικότητά της και τη (φιλοσοφική ή όποια άλλη) σημασία της για το σήμερα. Αντίθετα, τίτλοι κεφαλαίων και ενοτήτων, θραύσματα του νεότερου ποιητικού ή πεζού λόγου, κάποιοι στίχοι του Καβάφη, κάποιες έμμεσες αναφορές στον Σεφέρη, σε βιβλικά χωρία, σε σημερινά τραγούδια, εμβολιάστηκαν στην αφήγηση και δείχνουν ίσως ότι ένα τέτοιο βιβλίο δεν γράφεται (ή δεν είχε νόημα για μας να γραφεί) ως αποτέλεσμα ανάγνωσης αποκλειστικά φιλοσοφικών κειμένων.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου γράφηκε όταν είχαμε την τύχη να διδάσκουμε και οι δύο στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Την ύπαρξή του την οφείλει στην ενθουσιαστική παρότρυνση και στην επιμονή του Δημήτρη Μαρωνίτη, καθώς και στη συνεργατική ατμόσφαιρα που μοιραστήκαμε επί δύο χρόνια στο «Πρόγραμμα Αρχαιογνωσίας και Αρχαιογλωσσίας» με τους Φάνη Κακριδή, Θόδωρο Παπαγγελή, Λάμπρο Πόλκα και Τάσο Χριστίδη. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, με την προτροπή και του Τάσου, θα μιλούσε για το «Πώς πεθαίνει ένας φιλόσοφος». Ο ξαφνικός χαμός του Τάσου, και του πατέρα του δεύτερου από μας, δεν μας άφησε να το τελειώσουμε.
Βασίλης Κάλφας
Γιώργος Ζωγραφίδης