Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "βούργον"
βούργον το.
  • Κατοικημένη περιοχή γύρω από κάστρο ή πύργο, προάστιο:
    • τα οσπίτια τά είχεν εις το βούργον (Χειλά, Χρον. 351).

[<ουσ. βούργος ο (LBG· βλ. και μπούργος) <λατ. burgus. Βλ. και Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες