Επιτομή Λεξικού Κριαρά
826 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παβγούνιν το,
- βλ. παβιόνι.
- παβέζι το· παβέτζι(ον)· παβίζι(ον)· παφέζιν· πληθ. παφεζία.
-
- Μεγάλη ξύλινη ασπίδα που καλύπτει ολόκληρο το σώμα:
- το απεζικόν αφήκαν τα παφεζία και τ’ άρματά τους (Μαχ. 6625).
[<ιταλ. pavese. Ο τ. ‑τζιον στο Du Cange. Ο τ. παφέζιν <μσν. γαλλ. pavais ή pavois ή <προβ. paves. Η λ. και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Μεγάλη ξύλινη ασπίδα που καλύπτει ολόκληρο το σώμα:
- παβεζώνω.
-
- Στήνω όρθια την ασπίδα:
- οι Αρμένηδες … επαβεζώσαν … και εκδέχουνταν τους Σαρακηνούς (Μαχ. 66024 κριτ. υπ).
[<ουσ. παβέζι. Τ. ‑ντζώνω και λ. παβεντζάρω σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ ιδιωμ.]
- Στήνω όρθια την ασπίδα:
- παβέτζι(ον) το,
- βλ. παβέζι.
- παβιέρα η.
-
- Ξύλινο προκάλυμμα με τη μορφή μεγάλης ασπίδας για την προστασία των πολιορκητών:
- εβαστούσαν (ενν. οι στρατιώτες) λαμπρόν … και εκάψαν την παβιέραν (Μαχ. 46015.)
[<μεσν. γαλλ. paviere]
- Ξύλινο προκάλυμμα με τη μορφή μεγάλης ασπίδας για την προστασία των πολιορκητών:
- παβίζι(ον) το,
- βλ. παβέζι.
- παβιόνι το· παβγούνιν· παβιούνιν· παβιούννιν.
-
- Στρατιωτική σκηνή:
- στα παβιόνια πα να δώ τι κάνουν οι στρατιώτες (Ερωφ. Ά 511)·
- (στον πληθ. συνεκδ. προκ. για το στρατόπεδο):
- (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 115).
[<βεν. pavion. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ‑ιώ‑)]
- Στρατιωτική σκηνή:
- πάγα η.
-
- Μισθός, πληρωμή, δόση πληρωμής:
- να του δώσει ο λεγόμενος κυρ Νικολός υπέρπυρα ρ́ μέσα σε δύο πάγες …, αρχίζοντας η πρώτη πάγα … τον Ωκτώβρη (Βαρούχ. 237‑8· Βουστρ. 1682).
[<βεν. paga ή <ιταλ. paga. Η. λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Μισθός, πληρωμή, δόση πληρωμής:
- παγαδόρος ο.
-
- Πληρωτής:
- απομένει … πριντσιπάλες παγαδόρος εις όλα και διόλου (Βαρούχ. 5329).
[<βεν. pagador. Η λ. σε έγγρ. του 16. αι.]
- Πληρωτής:
- παγαίνω,
- βλ. υπαγαίνω.