Επιτομή Λεξικού Κριαρά
445 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θα, μόρ.
-
- (Για το σχηματ. του μέλλ.)
- α) θέλω (‑εις …) να:
- Ποιος με πειράζει πλιότερα θα πεις (Πανώρ. Β´ 323)·
- β) πρόκειται να, πάω να:
- αστράφτει και βροντά κι ο κόσμος θα χαλάσει (Πανώρ. Β´ 47)·
- γ) θα:
- θα πιάσω στό μου φταίξασι σήμερο γδικιοσύνη (Ερωφ. Δ´ 642)·
- δ) με προηγ. το να = να θέλω ‑εις … να, να:
- Μηδέ και μοναχή έχασες παιδιά να θα πεθάνεις (Ροδολ. Ε´ 393· Ε´ 550).
- α) θέλω (‑εις …) να:
[<θε να <θέλω να. Η λ. το 15. αι. και σήμ.]
- (Για το σχηματ. του μέλλ.)
- θάβγω, θάβω,
- βλ. θάπτω.
- θαλάμιν το.
-
- Θάλαμος, αίθουσα:
- βασιλικόν … θαλάμιν (Ροδολ. Δ´ 346).
[<αρχ. ουσ. θαλάμη + κατάλ. ‑ιν. Η λ. και σήμ. (‑ι)]
- Θάλαμος, αίθουσα:
- θάλασσα η· γεν. θαλάσσου· θαλασσούς.
-
- 1)
- α) Θάλασσα:
- (Χρον. Τόκκων 785)·
- β) τρικυμία:
- Χειμώνας τον επλάκωσε και θάλασσα μεγάλη (Αιτωλ., Μύθ. 487)·
- εκφρ.
- (1) απάνω της θαλάσσου, βλ. επάνω ΙΙΑ´1 εκφρ. (2)·
- (2) τρεμούλα της θαλάσσης = μέδουσα:
- (Πουλολ. 46).
- α) Θάλασσα:
- 2)
- α) Στέρνα:
- έκαμεν θάλασσαν, οπού εδέχονταν τα νερά της βροχής (Hagia Sophia ω 53315‑6)·
- β) (εκκλ.) υπόγεια δεξαμενή στο Άγιο Βήμα όπου διοχετευόταν το νερό του βαπτίσματος και του νιπτήρος των ιερέων, χωνευτήριο:
- Την δε θάλασσαν της Αγίας Τραπέζης εξ ατιμήτων λίθων πεποίηκε (Hagia Sophia α 45614).
- α) Στέρνα:
- 3) Είδος φορέματος βαμμένο με κόκκινο χρώμα (πορφύρα):
- Την θάλασσαν τήν με έφερες, … έπαρέ την (Προδρ. I 58).
- Η λ. σε τοπων.:
- Μαύρη Θάλασσα (Σφρ., Χρον. 19223).
[αρχ. ουσ. θάλασσα. Η γεν. θαλάσσου και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- θαλάσσι το.
-
- Θάλασσα:
- το θαλάσσι … κτυπά κιαμιά φορά κάτω στο περιγιάλι (Ερωφ. Α´ 320).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Θάλασσα:
- θαλασσίδιον το.
-
- (Εκκλ.) υπόγεια δεξαμενή στο Άγιο Βήμα όπου διοχετευόταν το νερό του βαπτίσματος και του νιπτήρος των ιερέων, χωνευτήριο:
- Το δε θαλασσίδιον το αποκάτω της Αγίας Τραπέζης (Hagia Sophia ω 5294).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ίδιον. Η λ. στο Meursius]
- (Εκκλ.) υπόγεια δεξαμενή στο Άγιο Βήμα όπου διοχετευόταν το νερό του βαπτίσματος και του νιπτήρος των ιερέων, χωνευτήριο:
- θαλάσσιμος ο.
-
- Ναύτης:
- τους θαλασσίμους, ήγουν τους ναύτας (Ασσίζ. 466).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ιμος]
- Ναύτης:
- θαλασσινά, επίρρ.
-
- 1) Απ’ τη μεριά της θάλασσας·
- (εδώ) δυτικά:
- θαλασσινά και ανατολικά (Πεντ. Γέν. XXVIII 14).
- (εδώ) δυτικά:
- 2) Κοντά στη θάλασσα:
- Φλάμπουρα φουσσάτο του Εφραίμ εις τις στρατιές τους θαλασσινά (αυτ. Αρ. II 18).
[<επίθ. θαλασσινός]
- 1) Απ’ τη μεριά της θάλασσας·
- θαλασσινός, επίθ.
-
- Που προέρχεται από τη θάλασσα:
- εγύρισεν ο Κύριος άνεμο θαλασσινό (Πεντ. Έξ. X 19).
- Η λ. ως τοπων.:
- στον κάμπον του Θαλασσινού (Χρον. Μορ. H 3636).
[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που προέρχεται από τη θάλασσα:
- θαλάσσιος, επίθ.
-
- 1) Που προέρχεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα:
- (Λίβ. (Lamb.) N 166).
- 2) Θαλασσής:
- σεντούκι κεντητό θαλάσσιον (Σπανός A 453).
[αρχ. επίθ. θαλάσσιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που προέρχεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα: