Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ
1.141 εγγραφές [1 - 10]
γαβάθιν το· γαβάθι.
  • Βαθύ πιάτο, «κούπα»:
    • χρουσό γαβάθι (Ερωτόκρ. Β´ 2233).

[<ουσ. γάβαθον (Ησύχ.· βλ. Chantraine, στη λ., DGE, λ. γαβαθόν, κ.α.) ή γαβάθα (πβ. καβάθα, Διοκλ. Έδικτο· βλ. ό.π.) + κατάλ. ιν. Για τη λ. βλ. και LBG, λ. διον. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

γαβγίζω.
  • (Προκ. για σκύλο) αλυχτώ, γαβγίζω:
    • (Σπαν. A 232), (Ριμ. κόρ. 717).

[ηχοπ. λ. <φωνή γαβ γαβ + κατάλ. ίζω. Πβ. και βαβίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

γαβρός ο,
βλ. γαμβρός.
γαγάτζιν το.
  • Φασόλι:
    • (Ιατροσόφ. 9911).

[άγν. ετυμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

γαγγρικός, επίθ.
  • Έκφρ. γαγγρικόν άλας = είδος ορυκτού αλατιού που προέρχεται από τη Γάγγρα της Παφλαγονίας:
    • (Ιερακοσ. 4952).

[<επίθ. γαγγρηνός (LBG, λ. Γα‑) κατά τα επίθ. σε ικός]

γάγγρινος, επίθ.
  • Έκφρ. γάγγρινον άλας = είδος ορυκτού αλατιού που προέρχεται από τη Γάγγρα:
    • (Ορνεοσ. 58021).

[<επίθ. γαγγρηνός (<εθν. Γαγγρηνός, 6. αι., DGE). Η λ. στο Du Cange (λ. ός)· βλ. και LBG, λ. Γαγγρηνός]

γαγίζω.
  • Βλέπω (με δυσκολία):
    • έβγαλέν του τ’ αμμάτια του ούτως ότι πλείον ουδέν γαγίζει (Ασσίζ. 43324).

[<αρχ. δαΐζω (Σιαπκαρά - Πιτσιλλίδου) ή <*γαδίζω (<ουσ. γαδίν <δαδίν· πβ. Χατζ., Λεξ., λ. γαΐζω). Τ. γαΐζω σήμ. κυπρ. (Χατζ., ό.π.)]

γαγίλα η.
  • Καρακάξα:
    • ηκολούθουν αυτόν καθάπερ γαγίλαι αετόν υψιπετή (Παράφρ. Χων. 299).

[μτγν. ουσ. γαγίλα (DGE· βλ. και LBG). Τ. γαΐλα, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

γαγκλαδοραδάτος, επίθ.
  • Που η ουρά του περιστρέφεται ελικοειδώς, σπειροειδώς:
    • λέων ο αγριόφθαλμος και γαγκλαδοραδάτος (Διήγ. παιδ. 18).

[<επίθ. γαγκλαδωτός (ΙΛ, λ. γαγγλ‑) + ουσ. ουράδιν + κατάλ. άτος]

γαδ‑ η,
βλ. γαϊδ‑.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...115   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες