Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1.075 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάβαρο το.
-
- Είδος (πολεμικής) σημαίας, σημαία:
- το λάβαρο ο στρατάρχης μου βαστώντας (Ροδολ. Γ́ 86).
[παλαιότ. ουσ. λάβαρον - λάβορον (4. αι., <υστλατ. labarum) <λατ. laureum (vexillum) (Kahane, GR II 5-6). Η λ. και σήμ.]
- Είδος (πολεμικής) σημαίας, σημαία:
- λαβή η ?λάβη.
-
- 1) Ευκαιρία, αφορμή:
- (Ιστ. πολιτ. 412).
- 2) Συλλαβή:
- υστάτη σε κερδανεί λάβη λόγου (Λεόντ., Αίν. (Knös) 1703 κριτ. υπ. (πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί λαβή· πβ. Νικήτ. Χων. 22268)).
[αρχ. ουσ. λαβή. Για τον τ. πβ. Steph., στη λ. (τ. VI 7c)]
- 1) Ευκαιρία, αφορμή:
- λαβίδα η.
-
- 1) Λαβίδα· εδώ πιθ. προκ. για αιχμηρό όργανο:
- εκείνη … σφάζει σε με λαβίδα (Συναξ. γυν. 234).
- 2) (Εκκλ.) μακρύ κοχλιάριο, το κουταλάκι για τη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας:
- ιερά σκεύη …, λαβίδες, δίσκους και αστερίσκους (Hagia Sophia ω 5313).
[αρχ. ουσ. λαβίς. Η λ. και σήμ.]
- 1) Λαβίδα· εδώ πιθ. προκ. για αιχμηρό όργανο:
- λαβοράδος, επίθ.
-
- Κεντημένος:
- λουτρομπόλια λαβοράδα (Βαρούχ. 3912).
[<βεν. lavorado]
- Κεντημένος:
- λαβορέντης ο.
-
- Εργάτης, τεχνίτης, ιδ. υπάλληλος, κάλφας:
- ο μάστορας και οι λαβορέντες του (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407).
[<παλαιότ. ιταλ. lavorente. Τ. λαουρέντης σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]
- Εργάτης, τεχνίτης, ιδ. υπάλληλος, κάλφας:
- λαβοριά η.
-
- Κέντημα:
- λουτρομπόλια … σκέτη με λίγη λαβοριά (Βαρούχ. 83110).
[<ιταλ. lavoro + κατάλ. ‑ιά]
- Κέντημα:
- λαβουτιστής ο,
- βλ. λαγουτιστής.
- λαβούτο το,
- βλ. λαγούτο.
- λαβούτος ο,
- βλ. λαγούτος.
- λαβοχόρτι το.
-
- Είδος βοτάνου, «στριγγλόχορτο»:
- πιάνουσι την ασθένειαν, τάχα διά τον βασκαμόν … με … λαβοχόρτι (Νομοκ. 38515).
[<λαβώνω (= βασκαίνω) + ουσ. χόρτο]
- Είδος βοτάνου, «στριγγλόχορτο»: