Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β
1.096 εγγραφές [1 - 10]
βάα η,
βλ. βάγια.
βαβά η.
  • Τροφός, παραμάννα:
    • δουλεύω τα παιδία σου παρά βαβάν καλλίστην (Προδρ. I 91).

[λ. νηπ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

βαβάκιον το,
βλ. βαμβάκιον.
βαβάλι το· βαβάλλιν.
  • 1) Λίκνο, κούνια:
    • βρέφος εις το βαβάλι (Απολλών. 420).
  • 2) Φέρετρο:
    • αμμά ’φόν λύπην δεν έχεις γιον κι άλλην, θέλουν με δειν βουργά μες στο βαβάλλιν (Κυπρ. ερωτ. 558).

[<βαβαλίζω. Η λ. τον 4. αι., σε σχόλ. (DGE, λ. ιον) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ιν)]

βαβαλίζω.
  • Νανουρίζω·
    • ?χτυπώ ανακατώνοντας κ. (εδώ πιθ. για τρόπο μαγειρέματος):
      • το περέχυμαν, μαζός βαβαλισμένος (Προδρ. ΙV 173).

[<μτγν. βαυβαλίζω. Η λ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

βαβάλιν το,
βλ. βαβούλι.
βαβάλλιν το,
βλ. βαβάλι.
βαβίζω.
  • Γαβγίζω:
    • οι μεν εμούγγριζον, άλλοι δε εβάβιζον (Σπανός D 574).

[μτγν. βαβίζω. Βλ. και βαΰζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

βαβισμός ο.
  • Γάβγισμα:
    • (Θησ. Ϛ´ [285]).

[<αόρ. του βαβίζω + κατάλ. μός. Η λ. τον 8. αι. (LBG) και στο Somav. (βυ‑, λ. βάβυσμα)]

βαβούλι το.
  • Μπουμπούκι:
    • τα άνθη, οπόταν αναθάλλουσι και έχουσι βαβούλια (Διγ. Α 2872 (έκδ. βαβάλια).)>

[<λατ. valvoli - valvuli. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...110   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες