Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.519 εγγραφές [1 - 10]
καβάδιν το· καβάδι· καβάδιον.
  • 1)
    • α) Mακρύ ένδυμα (ανδρικό και γυναικείο):
      • (Hagia Sophia ω 5251
    • β) αγροτικό ή πολεμικό ένδυμα:
      • Στέκει με το καβάδιν του ως ένας αγελάρχης (Πτωχολ. P1 1
      • καβάδιον βαγδάτιν (Διγ. Άνδρ. 38734
    • γ) πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων:
      • καβάδια πολυτίμητα (Διγ. Άνδρ. 36119).
  • 2) (Mετων.) αξίωμα:
    • καβάδια του χαρίσασι (Kορων., Mπούας 9).

[<τοπων. Kάβαδα της Kαρμανίας + κατάλ. ι(ο)ν. Ο τ. ι κ.ά. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´ 143, Β´ 24, Παπαχριστ., κ.ά.). H λ. και ο τ. ιον το 10. αι. (Soph., λ. ιον), στο Meursius (ββ‑, λ. καββάδης) και σήμ. κυπρ. (Λουκάς)]

καβάκα η.
  • Oνομασία όρνιθας ωραίας και παχιάς·
    • (εδώ ως κύρ. όν.):
      • (Συναξ. γαδ. 164).

[<ουσ. *κακκάβα <μτγν. κακκάβη (Καλιτσουνάκις, Αφ. Χατζιδ. 204-5). Η λ. στο Meursius και σήμ. κυπρ. (Σακ. 562)]

καβάλα η.
  • 1) Iππασία:
    • (Ιμπ. 25
    • εκ την καβάλα που ’καμνε … τον γνωρίσε (Kορων., Mπούας 78).
  • 2) Iππικό:
    • να έλθει καταπάνω του καβάλα και πεζούρα (Iστ. Bλαχ. 963).
  • 3) Zώο (για ιππασία):
    • μιαν καβάλα να του βρούσι (Λεηλ. Παροικ. 183). [<μεσν. λατ. caballa - βεν. cavala. H λ. στο Somav. και σήμ.]
καβαλαρέα η· καβαλαριά· καβαλλαρία.
  • Έφιππη:
    • επήγεν … η ρήγαινα … καβαλλαρία (Bουστρ. 31613).

[θηλ. του ουσ. καβαλάρης. Ο τ. ιά στο Somav.]

καβαλαρεύω· καβαλαρεύγω.
  • Kατέχω κ. ως φεουδάρχης:
    • τες … ελές … καβαλαρεύγουν (Bαρούχ. 1865).

[<ουσ. καβαλάρης + κατάλ. εύω]

καβαλάρης ο· καβαλλάρης· καβελάρης· πληθ. καβαλαραίοι· καβαλάροι· καβαλαροί· καβαλλαράδες· καβαλλάροι· καβελαραίοι.
  • 1) Kαβαλάρης, έφιππος:
    • (Eρωτόκρ. B´ 186).
  • 2) Iππότης:
    • (Bουστρ. 211).
  • 3) Φεουδάρχης:
    • καβαλάρης εις αυτά (ενν. τα δέντρα) η γερετιτά του … μισέρ Πόλο Σαγγινάτσο (Bαρούχ. 97).
  • H λ. και ο τ. καβελάρης ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 24022), (Β 931).

[<ουσ. καβαλάριος. H λ. τον 7. αι. (Lampe, λλ‑, βλ. και Soph., λλ‑) στο Βλάχ. και σήμ.]

καβαλαρία η· καβαλλαρία· καβαλλαριά.
  • 1) Iππικό:
    • ο γενεράλες έφερε πολλήν καβαλαρία (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1849).
  • 2) Kτηματική περιοχή που ανήκει σ’ έναν ιππότη:
    • να σου δίδουσιν προυκιά καβαλαρίες δέκα (Φαλιέρ., Λόγ. 290).

[<βεν. cavalaria. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

καβαλαριά η,
βλ. καβαλαρέα.
καβαλαρικός, επίθ.
  • 1) Iππικός:
    • Στρατείαν καβαλαρικήν (Iμπ. 91).
  • 2) Που ανήκει στο φεουδάρχη:
    • (Bαρούχ. 30820).
  • 3) Tο φεουδαρχικό τέλος που πληρώνεται από το γονικάρη:
    • πλερώνου … το καβαλαρικόν οπού τοκάρει διά το χωράφι οπού εκρατούσαν (Bαρούχ. 4315).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = ιππείς, ιππικό:
    • το καβαλαρικόν και ετέρους πεζούς (Πανάρ. 7916).

[μτγν. επίθ. καβαλλαρικός (L‑S, λ. καβάλλης)· βλ. και Lampe (λλ‑), Soph. (λλ‑)]

καβαλάριος ο· καβαλλάριος.
  • 1) Iππέας, έφιππος:
    • καβαλαρίους … και πεζούς (Xρον. Mορ. H 6121).
  • 2) Iππότης:
    • ρηγάδες και καβαλαριούς με τας αρχόντισσάς των (Iμπ. 480).

[μτγν. ουσ. καβαλλάριος (L‑S Suppl.· βλ. και Lampe, Soph.) <υστλατ. caballarius]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες