Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α
5.771 εγγραφές [1 - 10]
α, σύνδ.,
βλ. αν.
αβαβοέ η.
  • Προκαταβολή:
    • να του διπλάσει την αβαβοέ (Aσσίζ. 4525).

[<παλαιότ. γαλλ. *avant-voee]

αβαμπαρλιέρης ο· αβαμπαλιέρης· αβαντπαρλιέρης· αφαμπαλιέρης· αφαμπαρλιέρης· φαρπαλιέρος.
  • Δικηγόρος, συνήγορος:
    • να έχει πρόλαλον, τό λέγεται φράγκικα αβαμπαρλιέρη (Aσσίζ. 34910‑11).

[<παλαιότ. γαλλ. avant-parlier. Η λ. στο Du Cange (αβανπ‑)]

αβάνης ο.
  • Συκοφάντης, καταδότης:
    • κακός αβάνης (Iστ. Bλαχ. 1312).

[<τουρκ. avan (Kαραποτόσογλου 1983: 366). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

αβανία η· αβανιά· ’βανία.
  • Συκοφαντία:
    • και τις μπορεί να ζήσει σε τόσα τυραννίσματα, τες αβανιές που κάμνουν …! (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2531).

[<τουρκ. avan - αραβ. ̒awān (Kαραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

αβαντάτζιον το· αβατάντζιον.
  • Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό:
    • να έχει πολλά κέρδη λεγόμενα αβαντάτζια (Aσσίζ. 27925).

[<γαλλ. avantage· πβ. και ιταλ. avvantagio. Η λ. στο Du Cange. T. αβαττάτζια τα σήμ. κυπρ.]

αβαντζάρω· αβατζάρω· βατζάρω.
  • 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
    • (Λεηλ. Παροικ. 221).
  • 2)
    • α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
      • πόσα μου βατζάρασι; Tρία τσικίνια μόνο (Φορτουν. E´ 73
    • β) περιττεύω, είμαι περιττός:
      • σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβαντζάρει (Kατζ. A´ 40).

[<ιταλ. avanzare. O τ. βατζ <βεν. vanzar. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

αβαντζιάζω.
  • Kερδίζω:
    • διά ν’ αβαντζιάσει ο άτυχος καβαλλάρης ονομίσματα φ´ (Mαχ. 52414).

[<παλαιότ. γαλλ. avanchier ή προβ. avançar]

αβάντζον το.
  • Kέρδος, όφελος:
    • (Θρ. Kύπρ. 474).

[<ιταλ. avanzo. H λ. και σήμ. (‑ο)]

αβαντπαρλιέρης ο,
βλ. αβαμπαρλιέρης.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...578   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες