Επιτομή Λεξικού Κριαρά
904 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαγλιώ.
-
- Αντλώ· αδειάζω:
- άλλοι ξαγλιούσαν τα νερά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49921)·
- μιαν απλάδενα με ρύζι να ξαγλήσω (Κατζ. Γ́ 551).
[<εξαντλώ. Τ. αξ‑ στο Βλάχ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Αντλώ· αδειάζω:
- ξαγοράρης ο,
- βλ. εξαγοράρης.
- ξαγορευτής ο,
- βλ. εξαγορευτής.
- ξαγορεύω,
- βλ. εξαγορεύω.
- ξάγρυπνος, επίθ.· ξαγρυπνός.
-
- α) Άγρυπνος, που γρηγορεί, που επαγρυπνεί:
- τους εμέρασε … εις τα τειχία διά να βιγλίζουνε, διά να είναι ξαγρυπνοί (Χρον. σουλτ. 858)·
- β) (μεταφ.) που έχει το νου του σε κ., που καιροφυλακτεί:
- ο … Σελίμης … ήτονε ξαγρυπνός διά να βασιλέψει (αυτ. 13528).
[<επιτ. εξ‑ ('ξ‑/ξε‑) + επίθ. άγρυπνος ‑ός. Η λ. και σήμ.]
- α) Άγρυπνος, που γρηγορεί, που επαγρυπνεί:
- ξάδελφος ο,
- βλ. εξάδελφος.
- ξαδιαγέρνω,
- βλ. ξεδιαγέρνω.
- ξαδιάντροπος, επίθ.,
- βλ. ξεδιάντροπος.
- ξαθαίνω,
- βλ. ξανθαίνω.
- ξάθος το,
- βλ. ξάνθος.