Επιτομή Λεξικού Κριαρά
155 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ή, σύνδ.· γή.
-
- 1) (Προκ. για απλή διάζευξη) ή:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1016 κριτ. υπ).
- 2) (Ως επανορθωτικό) ή καλύτερα:
- γλυκύτατε γαμπρέ μας, γή … ποθητέ αδελφέ μας (Διγ. O 908).
- 3) Αλλιώς, διαφορετικά, ειδεμή:
- έκραξε πρωτόγερους για νά ’ρθουν γή, α θε να πολεμήσουνε, πολύ κακό θα πάθουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3656).
- 4) (Στη θέση του και):
- Ειπέ με, τις είσαι, άνθρωπε, ή πόθεν υπαγαίνεις; (Λίβ. Esc. 2877).
[αρχ. σύνδ. ή. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για απλή διάζευξη) ή:
- ηβλέπω,
- βλ. βλέπω.
- ηγαπητός, επίθ.,
- βλ. αγαπητός.
- ηγαπώ,
- βλ. αγαπώ.
- ηγεμόνας ο.
-
- Ηγεμόνας:
- (Ζήν. Πρόλ. 35).
[αρχ. ουσ. ηγεμών. Η λ. στο Somav. (‑μώ‑) και σήμ.]
- Ηγεμόνας:
- ηγεμονία η.
-
- 1) Κυριαρχία, εξουσία:
- (Έκθ. χρον. 7314).
- 2) Το βασιλικό αξίωμα, η βασιλική εξουσία:
- Ετελεύτησε δε … ο σουλτάν Μεχεμέτης … και έλαβε την ηγεμονίαν ο υιός αυτού (αυτ. 223).
- 3) Βασίλειο, χώρα:
- κυριεύσας γαρ τοσαύτας ηγεμονίας (αυτ. 7826).
[αρχ. ουσ. ηγεμονία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κυριαρχία, εξουσία:
- ηγεμονικός, επίθ.
-
- 1) Το ουδ. ως ουσ. = αρχοντικό, περήφανο παράστημα:
- εγήρασα … κι εχάσα το ηγεμονικόν (Γεωργηλ., Θαν. 466).
- 2) Η αιτιατ. ουδ. επιρρ. = όπως ταιριάζει σε ηγεμόνα:
- συμπροσκυνούμενος … ηγεμονικόν (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 102).
[αρχ. επίθ. ηγεμονικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το ουδ. ως ουσ. = αρχοντικό, περήφανο παράστημα:
- ηγή(ς) η,
- βλ. γη.
- ήγκαιρ‑,
- βλ. έγκαιρ‑.
- ηγνωρ‑,
- βλ. γνωρ‑.