Επιτομή Λεξικού Κριαρά
313 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαβά, επίρρ.
-
- 1) Στραβά, λοξά:
- ζαβά, τυφλά επορπάτει (Ερωτόκρ. Δ´ 769).
- 2) Παράνομα:
- πολομά ζαβά προς τον αυθέντην (Ασσίζ. 20316).
- 3) Ανόητα, άστοχα:
- έτσι ζαβά την προξενειά νά ’ρθει να μου μιλήσει (Ερωτόκρ. Δ´ 10).
[<επίθ. ζαβός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Στραβά, λοξά:
- ζαβάγρα η.
-
- α) Έλλειψη λογικής, αφροσύνη:
- ζαβάγραν έχει τόση που συντηρώ difficulter το λογισμό απλικάρει (Φορτουν. Γ´ 146)·
- β) ανόητος λόγος:
- Δεν ανίμενα … έτοια ζαβάγρα να μου πει (Ερωτόκρ. Γ´ 774).
[<επίθ. ζαβός + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- α) Έλλειψη λογικής, αφροσύνη:
- ζαβία η.
-
- Ανοησία:
- πολυλογία γαρ εστί τεκμήριον ζαβίας (Διήγ. παιδ. 610α).
[<επίθ. ζαβός + κατάλ. ‑ία. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ανοησία:
- ζαβόν το.
-
- Θώρακας:
- ήτον το ζαβόν (= ο λούριξ του Διομήδους) του πάχους ως χοντρού πετροκαλάμου (Ερμον. Δ 167).
[μεταπλ. του ουσ. ζάβα (6. αι., Lampe, LBG, Καραποτόσογλου 1989: 242-50)· βλ. και ζαβός]
- Θώρακας:
- ζαβός, επίθ.
-
- 1) Άμυαλος, ανόητος· τρελός, παλαβός:
- Όνειρον είν’ πολλά ζαβό (Ερωτόκρ. Α´ 213)·
- ο πόνος κι η πολλή χαρά ωσά ζαβό τον έχει (Ερωτόκρ. Ε´ 510).
- 2) Παράνομος:
- πολεμάς άδικον ζαβόν του ρηγός (Ασσίζ. 20322).
- Το ουδ. ως ουσ. = παρανομία:
- (Ασσίζ. 20318).
[πιθ. σχετ. με το ουσ. ζάβα (για διάφ. ετυμ. βλ. Καραποτόσογλου 1989: 250-60). Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Άμυαλος, ανόητος· τρελός, παλαβός:
- ζαβώνω.
-
- α) Ζαλίζω:
- η τόσ’ αγάπη του παιδιού τον ομυαλό ζαβώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 962)·
- β) αλλάζω στο χειρότερο:
- η αγάπη … του ζάβωνε τη γνώση (Ερωτόκρ. Α´ 814).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Ζαλισμένος:
- τ’ άλογο … σα ζαβωμένο πάει (Ερωτόκρ. Β´ 1571).
- 2) Τρελός, ξετρελαμένος:
- τον είχεν τόσα ζαβωμένον η κακή όρεξη (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 438).
- 1) Ζαλισμένος:
[<επίθ. ζαβός + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Meursius (‑όννειν) και σήμ.]
- α) Ζαλίζω:
- ζάγανος ο.
-
- Είδος αρπακτικού, ο «ικτίνος ο βασιλικός» (λαϊκ. ψαλιδιάρης) ή «ο μέλας» (λαϊκ. τσίφτης, κρητ. λούπης):
- (Ορνεοσ. 5773), (Πουλολ. 661).
[<περσ. zaghan - τουρκ. zağan (Καραποτόσογλου, ΛΔ 14, 1982, 263-67, Kahane, GR III 310). Τ. ζάνος σήμ. κυπρ. (Ξιούτας 1978: 242). Η λ. στο Meursius (‑άνος)· βλ. και LBG]
- Είδος αρπακτικού, ο «ικτίνος ο βασιλικός» (λαϊκ. ψαλιδιάρης) ή «ο μέλας» (λαϊκ. τσίφτης, κρητ. λούπης):
- ζαγάριον το· ζαγάρι· ζαγάριν.
-
- Κυνηγητικό σκυλί· σκυλί:
- έχει και σκύλους δυνατούς …, ζαγάρια (Συναξ. γαδ. 32).
[<τουρκ. zağar. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- Κυνηγητικό σκυλί· σκυλί:
- ζαγαριτζής ο,
- βλ. ζαγαρτζής.
- ζαγαρογυρευτής ο.
-
- Κυνηγητικό σκυλί (πιθ. ιχνηλάτης):
- έχει … ζαγάρια, βαρύσκυλους, ζαγαρογυρευτάδες (Συναξ. γαδ. 32).
[<ουσ. ζαγάρι + γυρευτής]
- Κυνηγητικό σκυλί (πιθ. ιχνηλάτης):