Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1.512 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δα, μόρ.
-
- Ως μόριο βεβαιωτικό ύστερα από αντων.:
- αυτά δα να λογιάζεις (Αλφ. 1125).
[<αρχ. μόρ. δη. Η λ. και σήμ.]
- Ως μόριο βεβαιωτικό ύστερα από αντων.:
- δάβνη η,
- βλ. δάφνη.
- δαγάλος, επίθ.· ουδ. δαγάλιν.
-
- (Προκ. για άλογο) πιθ., κοκκινοτρίχης, «ντορής»:
- ίππον εκαβαλίκευεν δαγάλον, αστεράτον (Διγ. Z 1174)·
- (το ουδ. ως ουσ.):
- άλογον οπού το ονόμαζα δαγάλον (Διγ. Άνδρ. 39412).
[αβέβ. ετυμ.· κατά Καλονάρο, Διγ. Α´, σ. 46 σχετ. με το επίθ. δάος, κατά Καραποτόσογλου 1983: 399-400 <αραβ. δāyyal. Βλ. και LBG, λ. δά‑]
- (Προκ. για άλογο) πιθ., κοκκινοτρίχης, «ντορής»:
- δάγκαμα το· δάγκαμαν· δάκαμα.
-
- 1) Δαγκωματιά:
- δάγκαμα σκύλου (Νομοκ. 38512).
- 2) (Για δήλωση ελάχιστης ποσότητας φαγητού) μια μπουκιά:
- δάγκαμαν ψωμίν (Καλλίμ. 1926).
- 3) (Συνεκδ.) φαγητό:
- δε μου λείπει δάκαμα (Φορτουν. Β´ 329).
[<δαγκάνω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. ‑κ‑ στο Du Cange. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δαγκωματιά:
- δαγκαματιά η· δακαματέ.
-
- Δαγκωνιά, δαγκωματιά:
- δίδουν των δακαματές και πολλές τσιμπηματές (Συναξ. γυν. 648).
[<ουσ. δάγκαμα + κατάλ. ‑ιά. Τ. ‑κκ‑ στο Meursius. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Δαγκωνιά, δαγκωματιά:
- δαγκάνω· δακάνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Δαγκώνω:
- λύκου λέγω πρόβατα ποτέ να μη δακάνει (Σαχλ. N 17817).
- 2) Τρώγω:
- ας μπούμε στο σπίτι να δακάσομε τίβετας (Φορτουν. Α´ 224).
- 3) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω, τσιμπώ:
- οι ψείρες της … ωσάν κουρεοί δαγκάνουν (Σαχλ., Αφήγ. 455).
- 4) (Μεταφ.) βασανίζω:
- ο έρωτας … θέλει να τους δακάνει (Τζάνε, Κατάν. 378).
- 5) Φρ. δαγκάνω τη γη = ματαιοπονώ:
- (Γλυκά, Στ. 160).
- 1) Δαγκώνω:
- II. (Μέσ., μεταφ.) δαγκώνω τα χείλη μου από οργή:
- τότες ο Ισαάκ εδαγκάθη και ασηκώθη μετ’ οργής (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 138r).
[μτγν. δαγκάνω. Ο τ. στο Meursius (‑κκά‑). Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- δαγκώ· δακώ.
-
- Δαγκώνω:
- να δακώ τα χείλη σου (Φαλιέρ., Ιστ. 645).
[<*δαγκάζω <αρχ. δακνάζω (ΙΛ, λ. δαγκάζω). Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (αυτ.· ποντ. δακώ <δάκνω, ΙΛ, Andr.)]
- Δαγκώνω:
- δάγκωμα το· δάκωμα.
-
- 1) Δαγκωματιά·
- (προκ. για έντομο) κέντρισμα:
- δάκωμα σκορπίου (Ιατροσ. κώδ. φε´).
- (προκ. για έντομο) κέντρισμα:
- 2) (Ως σύστ. αντικ.) τόκος:
- μη δαγκώσεις τον αδερφό σου δάγκωμα ασημιού (Πεντ. Δευτ. XXIII 20).
[<δαγκώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δαγκωματιά·
- δαγκωματιά η· δαγκωματία· δακωματέα.
-
- Δάγκωμα:
- Στα χείλη … να πέμψω μιαν δυνατή δαγκωματιά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [272]).
[<ουσ. δάγκωμα + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Somav. (λ. δαγκα‑) και σήμ.]
- Δάγκωμα:
- δαγκώνω· δακώνω.
-
– Βλ. και δαγκάνω.
- 1) Δαγκώνω:
- να δάγκωνα τα χείλη σου, να στάλαζε το αίμα (Ch. pop. 446).
- 2) Παίρνω τόκο, δανείζω με τόκο:
- του ξένου να δαγκώσεις (Πεντ. Δευτ. XXIII 21)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Δευτ. XXIII 20).
- 3) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω, τσιμπώ:
- η μέλισσα μ’ εδάγκωσε (Κρασοπ. I 182).
[<αόρ. έδακον του αρχ. δάκνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Δαγκώνω: