Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
607 εγγραφές [1 - 10]
να (I), σύνδ.· ναν.
  • I. Σε κύριες προτάσεις
    • Ά
      • 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου εκφράζει
        • α) επιθυμία ή ευχή απραγματοποίητη (οριστ. ευχετική):
          • Να βρέθηκα μιτά της (Κυπρ. ερωτ. 10631
          • Να μη είχα εγεννήθην (Βέλθ. 427
        • β) κ. δυνατό ή ενδεχόμενο:
          • (Αχιλλ. L 511
          • η μέση του να έλεγες ωραίον δακτυλιδίτσιν (Ιμπ. 80).
      • 2) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις συνοδεύει οριστ. ιστ. χρόνου προκ. να εκφραστεί η αμφιβολία εκείνου που ρωτά για το αν θα πάρει απάντηση:
        • είντα να θέλαν ποίσειν …; (Μαχ. 3604
        • ποιον να είχε πιάσει και ο αγάς; (Λίμπον. 423).
    • Β́
      • 1) Με υποτ. εκφράζει
        • α) απλή βούληση, στο ά πρόσ. εν. ή πληθ. (υποτ. βουλητική):
          • (Μαχ. 823
          • όμως να έλθωμεν εις το προκείμενον (Ιστ. πατρ. 1893
          • (με προηγ. την προσωπ. αντων. ως εμφατικό υποκ. για να εκφραστεί έντονη θέληση):
            • (Σαχλ. B́ PM 477
            • εγώ να 'μαι για λόγου του κι εκείνος ογιά μένα (Ερωτόκρ. Γ́ 1138
        • β) προτροπή, παραχώρηση, προσταγή, στο β́ και γ́ πρόσ. εν. ή πληθ.:
          • στρατιώτες μου, να 'ρθείτε (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 51· Ασσίζ. 14315
          • όποιος νικητής βγει …, να 'χει τα δώρα τ’ ακριβά (Ερωτόκρ. Β́ 126
        • γ) απειλή, στο β́ πρόσ.:
          • ρηγόπουλε … να γνωρίσεις σήμερο ο Αντρόμαχος ποιος έναι (Ερωτόκρ. Β́ 1596
        • δ) ευχή (υποτ. ευχετική):
          • μαγάρι εδά να συβαστεί (Ερωτόκρ. Έ 227
          • Καλά να 'ν’ τ’ άστρη … στο διάφορός σου (Κυπρ. ερωτ. 10445
          • (παρενθετικά) φρ.
            • (1) να ζεις, να ζήσεις, κ.ά., βλ. ζω (I) Ά1φρ. β·
            • (2) να ζιω, να ζούμε, κ.ά., βλ. αυτ. φρ. γ·
        • ε) έκπληξη:
          • ο μέγας μάστρος, ο φίλος μου, να κρατεί τούτον το κακόν; (Μαχ. 145
        • στ) σε συνεκφ. με το μόνο (να), αξίωση ή παράκληση που είναι ταυτόχρονα όρος, προϋπόθεση:
          • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 19
          • νικούμε τον τον Δάρειον, μόν’ να 'ν’ καλή η καρδιά μας (Αλεξ. 710).
      • 2) Συνοδεύει υποτ. σε διηγήσεις ή περιγραφές περασμένων γεγονότων αντί οριστ. παρατ. (υποτ. διηγηματική):
        • να βγαίνουν από δυο μερές … να πιάνουν τους Αγαρηνούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5321).
      • 3) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις εκφράζει
        • α) απορία (υποτ. απορημ.):
          • άνθρωπον κενόδοξον τις να τον αγαπήσει; (Σπαν. Α 239
        • β) αγανάκτηση ή δυσφορία:
          • γιατί ν’ αφήσεις τόσο κακό τ’ αμμάτια μου να δούσινε; (Ερωφ. Έ 413).
      • 4) Συνοδεύει υποτ. προκ. να εκφραστεί αμφιβολία ή κ. το ενδεχόμενο αντί θα και οριστ.:
        • ο βασιλεύς φιλάνθρωπος και να σε συμπαθήσει (Γλυκά, Στ. 523· 314).
  • II. Σε δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις
    • Ά Ειδικές
      • 1)
        • α) Εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται με οριστ. (μετά τα ρ. κρίνω, νομίζω, κ.τ.ό.) (υποδηλώνει κ. το αμφίβολο):
          • κρίνω να 'φυγε αποδώ (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 146
          • Χρόνους εκαρτερήσαμεν, νομίζω να ήσαν δύο (Λίβ. N 2550
        • β) συνοδεύει πλεοναστικά τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με οριστ.:
          • ως χιλιάδες είκοσι παντέχω ότι να ήτον (ενν. το φουσσάτο) (Χρον. Τόκκων 435· Χριστ. διδασκ. 150).
      • 2)
        • α1) Με υποτ.:
          • μεν νοιαστείς ποτέ μου να σκαλέψω την έννοιαν μου αχ το 'δείν των αμματιώσ σου (Κυπρ. ερωτ. 635
        • α2) με επόμ. το θα για να εκφραστεί η έντονη επιθυμία του υποκ. γι’ αυτό που δηλώνει η πρόταση:
          • η Ήρα … γροικά το μήλο το χρουσό να θα κλερονομήσει (Φορτουν. Ιντ. β́ 45· Ιντ. γ́ 89
  • β) συνοδεύει τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με υποτ. εκφράζοντας κ. το αμφίβολο ή ενδεχόμενο:
    • (Πεντ. Γέν. XV 8
    • ελόγιασεν η λυγερή πως ν’ αγαπά άλλη κόρη το ταίρι τση (Ερωτόκρ. Β́ 655).
  • Β́ Βουλητικές
    • 1) Εισάγει βουλητική πρόταση που εκφέρεται με υποτ. (άρν. μη)
      • α) μετά ρ. κυρίως βουλητικά και δυνητικά
        • α1) ως αντικ. του ρ. της κύριας:
          • φίλος μου … θέλω να 'σαι (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 110
          • πώς η Τύχη ενάντιον σας να κλώσει εσυγκατέβη; (Απόκοπ. 390· Ιμπ. 461
        • α2) ως υποκ. απρόσ. ρ. ή έκφρ.:
          • (Ασσίζ. 2307
          • είναι ντροπή σου … τα ψόματα να λέγεις (Ερωτόκρ. Β́ 883
        • α3) ως προσδ., διασάφηση όρου της κύριας πρότασης:
          • Περίσσια είχα πεθυμιά … να σασε δούσιν … τ’ αμμάτια τα δικά μου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 128· Ερωφ. Β́ 99
      • β) μετά το ρ. κάμνω και τροπ. επίρρ.:
        • κακά 'καμα να σμίξω μετά κείνο (Ερωφ. Β́ 106· Κυπρ. ερωτ. 452
      • γ) μετά τις προθ. άνευ, δίχως:
        • να τον κρατεί εις την φυλακήν …, άνευ να του κακοποιήσει (Ασσίζ. 31531· Ερωφ. Χορ. δ́ 716).
    • 2) Συνοδεύεται πλεοναστικά
      • α) από τους συνδ. ότι, πως, ότι πως, όπως και την πρόθ. διά:
        • ελπίζω … ότι να ευτυχήσεις (Χρον. Μορ. H 1389
        • τάσσω σου … πως … στον Άδη να σε πέψω (Ερωφ. Έ 635· Βακτ. αρχιερ. 136), (Χρον. Τόκκων 84
        • ουκ εδυνήθησαν διά να τον απαντήσουν (Ιμπ. 352
      • β) από κάπ. πτώση του ουδ. άρθρου:
        • ηγάπα και το να με είχε … εις την δουλοσύνην του (Σφρ., Χρον. 347
        • ήθελα του να τονε ρωτήσω (Λίβ. (Lamb.) N 54).
    • 3) Σε συνεκφ. με το θε
      • α) θε να = θα, πρόκειται να:
        • για το κυνήγι οπού 'καμε θάνατο θε να πάρει (Ερωτόκρ. Β́ 716
      • β) εκφράζει ταυτόχρονα
        • β1) δυνατή θέληση ή απόφαση:
          • δε θε ν’ αφήσω να χαθώ … (Ερωφ. Γ́ 57· Δ́ 670
        • β2) κ. ενδεχόμενο:
          • Τούτο το πράμα … θε να σε βλάψει με καιρόν (Ερωτόκρ. Γ́ 128).
    • 4) Με οριστ. ιστ. χρόνου όταν δηλώνεται
      • α) ευχή απραγματοποίητη:
        • ήθελα ν’ είχα ζωντανόν τώρα τον Ευριπίδη (Λίμπον. 73
      • β) απλή σκέψη του λέγοντος:
        • όλπιζα … 'ς τίτοιον λιμνιώναν να 'σωσα την στράταν (Κυπρ. ερωτ. 10716).
  • Γ́ Ενδοιαστικές, με τα μόρ. μη, μηδέν, μήμπα, και υποτ. (άρν. μη):
    • τρομάσσω να μη γυρίσει η τύχη μου (Ερωφ. Β́ 332· Συναξ. γυν. 785), (Στάθ. Β́ 88
    • (με επόμ. το μήπως, βλ. ά. 1).
  • Δ́ Πλάγιες ερωτηματικές
    • 1) Ακολουθεί ερωτ. αντων. ή επίρρ.
      • α) με απλή οριστ.:
        • σε ρωτώ …, τα παιδιά … τάχα τι να τα κάμανε οι Τούρκοι …; (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18112
      • β) με οριστ. δυνητική:
        • Να 'ξευρα … την σωτηριάν πού να ’βρα (Κυπρ. ερωτ. 10031
      • γ) με υποτ. απορημ.:
        • μέσα του εδιαλογίζετο πώς να τον αποθάνει (Ερωτόκρ. Β́ 776).
    • 2) Ακολουθεί το σύνδ. μήπως σε είδος πλάγιας ερώτησης που δηλώνει κ. ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο, επιθυμητό και εκφέρεται με υποτ. (βλ. και μήνα 3α, μήπως 2):
      • ρίκτει … εις τον αετόν μήπως να τον δοξεύσει (Λίβ. Esc. 2694· Κατζ. Ά 124).
  • III. Σε δευτερεύουσες επιρρ. προτάσεις
    • Ά Αιτιολογικές
      • 1) Εισάγει αιτ. πρόταση που εκφέρεται με απλή οριστ.:
        • ουδέν εντέχεται να έχει (ενν. ο ιερεύς) καμίαν τιμωρίαν …, να δεν εγίνωσκεν (Ασσίζ. 11527).
      • 2) Με υποτ.:
        • α)
          • τ’ άδικο … του ριζικού ήτο χάρη, όχι να 'ν’ ο Κυπρίδημος καλλιά του παλληκάρι (Ερωτόκρ. Β́ 1830
        • β) με προηγ. την πρόθ. διά (γιά):
          • διά να μη έχω φίλον, έγινα ωσάν το ξύλο (Συναξ. γυν. 1047· Ερωτόκρ. Β́ 719
        • γ) με προηγ. το επίρρ. μόνε, βλ. μόνον Β́3.
    • Β́ Τελικές
      • 1)
        • α) Συν. μετά ρ. κίνησης, με υποτ. (άρν. μη):
          • μ’ έστειλε να σε κάμω να συβαστείς (Ερωφ. Γ́ 99
          • τους Ρωμαίους έκραξε να πάσι να βοηθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28325
        • β) με προηγ. την πρόθ. διά (για, ογιά) και τους συνδ. όπως, ως, ότι:
          • πήγαν εις πηγάδι, διά να κατοικήσουσι (Αιτωλ., Μύθ. 196· Ερωφ. Γ́ 295), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4163
          • τα κάστρη να φυλάξουσιν, όπως να μη τα χάσουν (Χρον. Τόκκων 127· Ιστ. Βλαχ. 2479), (Συναξ. γυν. 702
        • γ) με επόμ. το θα:
          • θέλ’ έβγει ο δράκος πάλι να θα σ’ αρπάξει (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 14).
      • 2) Με προηγ. το άρθρο σε θέση παλαιού απαρεμφ.:
        • καλούσιν των Ελλήνων άρχοντες του να δικάσουν (Ερμον. Φ 354· Ψ 252).
    • Γ́ Αποτελεσματικές
      • 1) Με υποτ.·
        • α) το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως απλή σκέψη εκείνου που μιλεί ή ως ενδεχόμενο:
          • δεν ήτο ποιος να του μιλεί …, να του αλαφρώσει ο λογισμός (Ερωτόκρ. Β́ 620· Κυπρ. ερωτ. 9024
        • β) δηλώνει συμφωνία ή όρο:
          • επροσκύνησαν να δίδουν χαράτσιον … (Κώδ. Χρονογρ. 49
        • γ) εξαρτάται από την προστ. κάμε, ‑ετε του ρ. κάμνω:
          • τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι (Γαδ. διήγ. 322· Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 3
        • δ) με προηγ. την πρόθ. για και το σύνδ. και:
          • αργεί … την παιδωμή να δώσει, για να 'χει ο φταίστης τίβοτας καιρό να μεταγνώσει (Ερωφ. Γ́ 308
          • όμως δεν επήγασι μακρά και να γλυτώσουν (Κορων., Μπούας 97).
      • 2) Με δυνητική οριστ.·
        • το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως δυνατό ή πιθανό:
          • (Ερωφ. Δ́ 442
          • έθελα θωρείν το πρόσωπόσ σου να 'δα ποτέ μου αγάπην εις αυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 8620
        • (με προηγ. την πρόθ. για):
          • (Ερωφ. Γ́ 127).
      • 3) Εισάγει μόνο του ή με προηγ. το σύνδ. (ο)γιά είδος τελικής - αποτελεσματικής πρότασης που εκφέρεται με υποτ.:
        • δώσ’ μου μια γλυκιά θωριά να ξοριστούσι … οι πόνοι (Ερωφ. Δ́ 401
        • τη γη ποτίζεις, για να μπορού να ζιου τα πλάσματά σου (Ερωφ. Χορ. δ́ 719· Ερωτόκρ. Β́ 925).
    • Δ́ Υποθετικές
      • 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. αντίθετο από το πραγματικό ή ως απλή σκέψη αυτού που μιλεί:
        • να 'μπόρουν εις χαρτίν να γράψα τα πάθη μου …, … έθελεν πάψειν απού μεν η κάψα (Κυπρ. ερωτ. 231· Ιμπ. 147).
      • 2)
        • α) Με υποτ. συν. αορ.· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. ενδεχόμενο ή προσδοκώμενο ή αόριστα επαναλαμβανόμενο:
          • (Λίβ. Esc. 1440
          • να σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω (Ερωτόκρ. Β́ 480
          • Σπουδαίον άνδρα να ιδούν (ενν. οι αμαθείς), πολλά τονε μισούσιν (Γκίνου, Στ. 11
        • β) πλεοναστικά μετά το σύνδ. εάν:
          • εάν κανείς να δώσει ετέρου, εκείνος ή εκείνη οπού να τα λάβουν … (Ασσίζ. 15518).
      • 3) Έκφρ. ανίσως και να = αν τυχόν, αν συμβεί να …, αν (με υποτ.):
        • Ανίσως και να πίστευγες, …, έλπιζα … (Κυπρ. ερωτ. 541· 10477).
    • Έ Ενδοτικές· (με υποτ.), ακολουθεί πλεοναστικά την έκφρ. μ’ όλον που (βλ. μετά Ά19β):
      • το σίδερον και η φωτιά μ’ όλον που να πονούσι, είν’ … ωφέλιμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1648]).
    • Ϛ́ Χρονικές
      • α) με υποτ. αορ.·
        • δηλώνεται πράξη προσδοκώμενη (= μόλις, όταν):
          • Να την ιδεί ο Αχιλλεύς, λιγοθυμιά τον πιάσεν (Αχιλλ. (Haag) L 492· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1791
        • (με προηγ. το ουδ. άρθρο):
          • (Αχιλλ. (Smith) N 437
          • Το να το ιδεί ο Ιμπέριος (ενν. το παρανυχίδιν), ετρώθην η ψυχή του (Ιμπ. 293
      • β) πλεοναστικά μετά τους συνδ. όταν (και τ.), ότι, πριν, πριχού (και τ.), αφόν:
        • όταν να θέλει να λουστεί … η κόρη, … (Αχιλλ. L 515· Πεντ. Γέν. XXIV 41
        • αποθαίνει …, πριν να παντρευτούσιν (Ασσίζ. 36917· Ερωτόκρ. Β́ 728
        • αφόν … να λάψουν τ’ άστρα, … (Κυπρ. ερωτ. 1064
      • γ) με προηγ. τους συνδ. (ε)ωσόπου, ώστε (που):
        • να τον κρατεί εις την φυλακήν …, εωσόπου να τον πλερώσει (Ασσίζ. 31218· Κυπρ. ερωτ. 10532
        • δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη (Ερωτόκρ. Γ́ 184· Έ 256
      • δ) με προηγ. το σύνδ. κάθα:
        • κάθα να δω … το 'δείσ σου, … (Κυπρ. ερωτ. 691).
    • Ζ́ Αναφορικές
      • 1) Εισάγει μόνο του ή συνοδεύει αναφορ. αντων. ή επίρρ.· με οριστ.
        • α) απλή:
          • δεν ευρέθηκεν κανείς … να μ’ εσύντηχεν καλόν διά τα ξένα (Περί ξεν. 166
        • β) πιθανολογική:
          • εκείνος ού εκείνη οπού να έβαλαν τοιούτους ανθρώπους μάρτυρας, … (Ασσίζ. 14410
        • γ) ευχετική:
          • Αφήτε μ’, οπού να 'μουνε σήμερ’ αποθαμένη (Θυσ. 311).
      • 2)
        • α) Με υποτ. μόνο του· δηλώνεται κ. το ενδεχόμενο (συν. προηγείται αποφατική πρόταση):
          • δεν είναι βάσανο να μοιάζει του δικού μου (Ερωφ. Ά 424· Λίβ. Sc. 171
        • β) με προηγ. αναφορ. αντων. ή επίρρ.:
          • (Ασσίζ. 19522
          • να οικοδομήσει ναόν οπού να μην έγινεν άλλος (Hagia Sophia ω 51012
          • (με προηγ. το σύνδ. και = που):
            • (Ερωτόκρ. Β́ 286).
      • 3) Συνοδεύει το αναφορ. επίρρ. οπού, απού, σε αναφορ. αποτελεσματική πρόταση· με υποτ. (συνήθως προηγείται στην κύρια πρόταση το δεικτ. τόσον):
        • όμορφή 'σαι τόσον οπού τινάς δε να μπορήσει τα κάλλη σου ποτέ να τα μετρήσει (Κυπρ. ερωτ. 8712· Ερωφ. Ά 480).
      • 4) Συνοδεύει το σα(ν), ως, ώσπερ σε αναφορ. προσδιοριστική πρόταση όπου εκφράζεται υποθ. παρομοίωση:
        • στέκομαι τρεμάμενη σαν να 'χα να περάσω μια θυμωμένη θάλασσα (Ερωφ. Γ́ 7
        • αγάπα τον … ως να ήτον συγγενής σου (Σπαν. (Ζώρ.) V 122· Χρον. Μορ. H 493).
  • [<αρχ. σύνδ. ίνα· τ. ινά τον 6. αι. (C.A. Trypanis, Glotta 28, 1960, 312-3). Η λ. τον 5. αι. (Lampe· βλ. και Jannaris 1897: 418) και σήμ.]

    να (II), μόρ. δεικτ.· νάτε.
    • 1) Προκ. να δείξουμε πρόσωπα ή πράγματα
      • α) με ονομ. = «εδώ ή αυτός είναι», κ.τ.ό.:
        • να και ο Ιησούς (Μάξιμ. Καλλιουπολ., Κ. Διαθ. Ματθ. κή 9
      •  
        • β1) με αιτιατ. = «δες εδώ ή αυτόν», κ.τ.ό.:
          • ανέν κι εμέν δε μου πιστεύγετε, νάτε το χαρτίν τούτον (Μαχ. 23211
        • β2) με αιτιατ. = «πάρε», «ορίστε»:
          • (Προδρ. III 117
          • Χάροντα, άσ’ τον αυτόν και να τον άλλον (Πικατ. 308
          • και νάτε τούτα τα άλογα, καβαλικεύσετέ τα (Λίβ. Esc. 2973
  • (με τους αδύνατους τ. της προσωπ. αντων.):
    • Το φως μου αν είχες το ζητάν, ήθελα πει: «Και να το» (Ερωτοπ. 537
  • γ) (με τη γεν. σου της προσωπ. αντων.) «πάρε για σένα»:
    • Να σ’ εδά χίλια φλωρία» (Πτωχολ. Α 315).
  • 2) Μπροστά από πρόταση (συν. με προηγ. ή επόμ. το σύνδ. και επιτατ.) για να γίνει έντονη η προεξαγγελία του περιεχομένου της:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 1265
    • να και ήλθαν μάγοι από την Ανατολήν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. β́ 1).
  • 3) Επαναλαμβανόμενο
    • α) επιτατ. για να δηλωθεί ειρωνεία ή αγανάκτηση:
      • Να, Μπαρμπαρέσε αδυνατέ, να, πόλεμο δικό σου …! (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31611
    • β) ως κλητικό (συν. για ζώα):
      • (Σοφιαν., Γραμμ. 83
      • τον σκύλον του … κράζει … — Να, να πετρίτη μου, να, να (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [427]).
  • [<*ηνά <*ήνα <αρχ. επιφ. ήν, πιθ. κατά επιρρ. σε ‑α· βλ. και Christidis 1987. Ο τ. κατά το β́ πρόσ. πληθ. της προστ. (πβ. άμε ‑τε)]

    νάβα η.
    • Πλοίο (συν. μεγάλο, για τη μεταφορά φορτίου ή επιβατών):
      • (Ασσίζ. 479
      • αρμάτωσεν … β́ νάβες να σηκώσουν τους λας (Μαχ. 17824).

    [<λατ. navis (αιτιατ. em) - παλαιότ. γαλλ. - ιταλ. nave (DEI). Η λ. στη Σούδα και το Du Cange]

    ναβάλα η.
    • 1) Στρατιωτική επίθεση, έφοδος:
      • (Ιστ. Βλαχ. 187).
    • 2) Αιφνιδιαστική ενέργεια, στάση:
      • μικροί, μεγάλοι … εκάμασι ναβάλαν κι επήραν τον κυρ Γαβριήλ …, αφέντην τον εσήκωσαν (αυτ. 788).

    [<ρουμ. vală]

    Ναβαρρέζος ο· Αναβαρρέζος.
    • Αυτός που κατάγεται από τη Ναβάρρα της Ισπανίας·
      • (εδώ) προκ. για τους επαγγελματίες μισθοφόρους της Ναβαρραίας Εταιρείας:
        • (Byz. Kleinchron. Á 3441).

    [<ιταλ. Navarrese]

    ναγγρισμένος, μτχ.,
    βλ. αγγρίζω.
    Ναζαρηνός ο.
    • Ο κάτοικος της Ναζαρέτ ή αυτός που κατάγεται από εκεί (προκ. για τον Ιησού):
      • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιδ́ 67).

    [μτγν. εθν. Ναζαρηνός]

    Ναζιραίος ο,
    βλ. Ναζωραίος (II).
    ναζίρης ο.
    • Στο Οθωμανικό κράτος = επόπτης, επιθεωρητής, κυβερνητικός επίτροπος ενός δημόσιου ιδρύματος:
      • (Συναδ. φ. 61v).

    [<τουρκ. nazιr. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Κουκκίδης)]

    Ναζωραίος (I) ο.
    • (Όνομα του Ιησού Χριστού) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ:
      • (Ντελλαπ., Στ. θρην. 590).

    [μτγν. ουσ. Ναζωραίος (Κ.Δ., κ.α.). Η λ. και σήμ. θρησκ.]

    < Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...61   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες