Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "μεινίσκω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεινίσκω· μεινέσκω· μενέσκω· μνέσκω· μνίσκω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά (Μτβ.) παύω, σταματώ:
- δεν μεινίσκω να ποθώ την εμορφιάν της (Κυπρ. ερωτ. 11617).
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Παραμένω στην ίδια θέση, ακινητώ:
- (Μαχ. 15226)·
- (σε παροιμ.):
- το νερόν πάγει και ο άμμος μεινίσκει (Μαχ. 47820)·
- β) χρονοτριβώ, αδρανώ:
- εβρώμισεν η πληγή … διατί εμείνισκεν (ενν. ο γιατρός) (Ασσίζ. 4313).
- α) Παραμένω στην ίδια θέση, ακινητώ:
- 2)
- α) Παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση:
- μήτε η ψυχή μου δύνεται μνέσκοντας συγχυσμένη έξω να δώσει την χαράν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1178])·
- β) διατηρούμαι, διαρκώ:
- της εμορφιάς το βλέμμαν τού μεινίσκει (Κυπρ. ερωτ. 762)·
- Η δικαιοσύνη του μεινέσκει … εις τον αιώνα (Χριστ. διδασκ. 67)·
- γ) εμμένω:
- μεινέσκει εις τη σκληρότητά του (Χριστ. διδασκ. 419)·
- δ) μένω πιστός, υπακούω:
- δεν μεινέσκει εις όλα τα λόγια του νόμου (Χριστ. διδασκ. 97).
- α) Παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση:
- 3) Απομένω:
- Τόπος ουδέν τους έμνεσκε της γης (Πένθ. θαν. 281).
- 4) Περιέρχομαι σε μια κατάσταση· γίνομαι:
- Αν έρτω, η Λευκουσία μεινίσκει εύκαιρη (Μαχ. 37430).
- 1)
- Ά (Μτβ.) παύω, σταματώ:
- II. (Μέσ.) απομένω:
- τα κόκαλά σου μεινίσκουνται εις το καρίν! (Βουστρ. 2526).
[<αόρ. του μένω + κατάλ. ‑ίσκω. Τ. με‑ στο Meursius (‑ειν). Οι τ. μνέ‑, μνί‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- I. Ενεργ.