Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "κλαγγίζω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλαγγίζω· γλαγγίζω.
-
- (Mέσ.) κάνω (όπλο) να κλαγγάσει:
- γλαγγίζεται (ενν. ο Διομήδης) το δόρυ μετά μήνης (Eρμον. K 184).
[<αρχ. ουσ. κλαγγή + κατάλ. ‑ίζω· πβ. κλαγγάζω. O τ. στο Meursius (‑ειν)]
- (Mέσ.) κάνω (όπλο) να κλαγγάσει: