Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδηγός ο.
-
- 1)
- α) Αυτός που προπορευόμενος δείχνει το δρόμο:
- (Βίος Αλ. 4175)·
- β) (σε μεταφ.):
- το σκοτάδι έχω φως καθάριο κι οδηγό μου (Στάθ. Ά 310· Ερωφ. Αφ. 59)·
- γ) (εδώ προκ. για βοηθό τυφλού):
- Είχεν (ενν. ο Λάμεχ) κοπέλιν οδηγόν το χέριν του να σάζει, να σύρνει την σαῒταν του (Χούμνου, Κοσμογ. 245· 252).
- α) Αυτός που προπορευόμενος δείχνει το δρόμο:
- 2)
- α) Αυτός που δείχνει το σωστό ηθικά δρόμο:
- τον πατέρα μας … τον σύμβουλόν μας τον δεξιότατον τον οδηγόν μας τον απλανέστατον (Χίκα, Μονωδ. 50)·
- β) καθοδηγητής· συμβουλάτορας:
- αυθέντης και οδηγός του ρηγάτου των Ιεροσολύμων (Ασσίζ. 33· Αξαγ., Κάρολ. Έ 852).
- α) Αυτός που δείχνει το σωστό ηθικά δρόμο:
- 4)
- α) Πληροφοριοδότης (με αρνητ. χρ.):
- ρογεύγει αμιράς οδηγούς και προδότας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 660)·
- β) (προκ. για τον Ιούδα) καταδότης:
- (Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστ. φ. 41).
- α) Πληροφοριοδότης (με αρνητ. χρ.):
- 5) Αρχηγός, ο επικεφαλής στρατού:
- καπετάνος και οδηγός απάνω εις τα φουσσάτα (Χρον. Μορ. H 267).
- 6) Είδος βιβλίου με οδηγίες:
- έτερον βιβλιδόπουλον προθεωρία, το λεγόμενον Οδηγός (Κώδ. Πάτμου I 218).
[μτγν. ουσ. οδηγός. Η λ. και σήμ.]
- 1)