Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράδεισος
1 εγγραφή
παράδεισος ο· θηλ. παράδεισος· παράδεισο· γεν. παράδεισος.
  • 1) Πυκνοφυτεμένος τόπος (λιβάδι, άλσος, κήπος, περιβόλι):
    • (Διγ. Z 3780
    • παράδεισος ευρέθη καρπούς και οπώρας, χάριτας, άνθη και φύλλα γέμων (Καλλίμ. 282).
  • 2) (Στην Π.Δ.) ο κήπος της Εδέμ, όπου ο Θεός εγκατέστησε τους πρωτόπλαστους:
    • (Φυσιολ. 36519), (Χούμνου, Κοσμογ. 116).
  • 3) (Στην Κ.Δ.) ουράνιος τόπος διαμονής των αγίων, των αγγέλων και των ψυχών όλων των ενάρετων ανθρώπων:
    • Κύριε και ας μ’ έπαιρνες κι εμέν εις τον παράδεισόν σου (Φαλιέρ., Θρ. 165· Βακτ. αρχιερ. 217).
  • 4) Τόπος πολύ όμορφος όμοιος με τον παράδεισο:
    • Τούτοι 'ναι οι τόποι οι όμορφοι … τούτο 'ναι το περβόλι μου …, παντοτινή παράδεισος (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 75).
  • 5) (Μεταφ.) απόλαυση, υπέρτατη ευτυχία:
    • Παράδεισος, όντας θωρώ τ’ αργυροπρόσωπό σου (Πανώρ. Β́ 349· Φορτουν. Έ 309).
  • 6) (Προκ. για την Παναγία):
    • χαίρε, παράδεισε τρυφής (Εις Θεοτ. 100).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23530).

[<αρχ. ουσ. παράδεισος. Τ. παράεισος η σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες