Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεφτέρι το· εξεπτέρι(ο)ν· εξυπτέρι(ο)ν· εξυφτέριν· ξεπτέρι(ο)ν· ξεφτέριν· ξυπτέρι· ξυπτέριν· ξυφτέρι· ξυφτέριν· ξυφτέρι(ο)ν.
-
- Είδος αρπακτικού πουλιού, ο «κίρκος ο βραχύπους» ή «ο κοινός» (αλλιώς σαῒνι, τσιχλογέρακας), συν. ως κυνηγετικό:
- εξυπτέρια … κοντοπόδαρα (Ορνεοσ. 5792)·
- Γεράκια και ξεπτέρια, πετρίτες και φαλκόνια (Θησ. Ζ́ [1055])·
- (σε παρομοίωση για να δηλωθεί μεγάλη ταχύτητα):
- διάβα … γοργόν ως το ξεφτέριν (Προδρ. IV 120 χφ K κριτ. υπ.· Σταυριν. 384).
[<παλαιότ. ουσ. οξυπτέριον (Γλωσσάρ.) <οξύπτερον το (Γλωσσάρ.) ‑ οξύπτερος ο (βλ. ά.) + κατάλ. ‑ιον. Οι τ. εξυπτέριον και ξεπτέριον στο Meursius. Ο τ. ξυφτέριν και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- Είδος αρπακτικού πουλιού, ο «κίρκος ο βραχύπους» ή «ο κοινός» (αλλιώς σαῒνι, τσιχλογέρακας), συν. ως κυνηγετικό: