Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκάθαρος, επίθ.
-
- 1)
- α) Ευδιάκριτος, σαφής· (εδώ προκ. για όνειρο) «ζωντανό»:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [970])·
- β) (μεταφ.) διαυγής, ασυννέφιαστος:
- μέρα … ξεκάθαρη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [348]).
- α) Ευδιάκριτος, σαφής· (εδώ προκ. για όνειρο) «ζωντανό»:
- 2) Λαμπρός, φωτεινός:
- Αυγερινέ ξεκάθαρε (Θρ. Κων/π. διάλ. 25).
[<ξεκαθαρίζω υποχωρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- ξεκαθαροσύνη η.
-
- 1)
- α) Σαφήνεια, ευκρίνεια:
- Τούτο … θέλω πει με ξεκαθαροσύνη (Θησ. (Foll.) I 5)·
- β) διευκρίνιση, διασαφήνιση:
- Θες ξεκαθαροσύνην καλύτερη από τούτην; (Πιστ. βοσκ. V 5, 287).
- α) Σαφήνεια, ευκρίνεια:
- 2) (Συνεκδ., νομ.)
- α) εγγύηση, ασφάλεια:
- με κάθα του λογής ξεκαθαροσύνη να έχει … δουκάτα χίλια (Διαθ. 17. αι. 173· 163)·
- β) επικύρωση, εγκυρότητα:
- οδιά πλέα … ξεκαθαροσύνην ετουνού μου του τεσταμέντου … θέλω το σοττοσκριβέρει (Διαθ. 17. αι. 3300).
- α) εγγύηση, ασφάλεια:
[<επίθ. ξεκάθαρος + κατάλ. ‑σύνη. Η λ. και τ. εξ‑ σε έγγρ. 16.-17. αι.]
- 1)