Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατορθωμάκιν το.
-
- Κατόρθωμα:
- μικρόν κατορθωμάκιν (Παρασπ., Βάρν. C 368).
[<ουσ. κατόρθωμα(ν) + κατάλ. ‑άκιν. Η λ. σχηματ. ανώμαλα από μετρ. αν.]
- Κατόρθωμα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κατόρθωμα(ν) + κατάλ. ‑άκιν. Η λ. σχηματ. ανώμαλα από μετρ. αν.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |