Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυγάτηρ ‑τέρα η· θεγατέρα· θύγατηρ, (Βέλθ. 22, κ.α.)· θυγατήρ· γεν. εν. θυγατερός.
-
- 1)
- α) Θυγατέρα:
- (Ερωτόκρ. Α´ 151)·
- (ως προσφών.):
- Τάχα να παντρευτήκετε …, θυγατέρες μου, την ώρα δε θωρείτε (Πανώρ. Δ´ 90)·
- β) νέο κορίτσι, κοπέλα:
- νέοι και θυγατέρες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15426).
- α) Θυγατέρα:
- 2) Πνευματικό παιδί:
- δέησιν να ποιήσετε (ενν. άγιε πατριάρχα) … δι’ εμέ βασίλισσαν, μικράν σας θυγατέρα (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1202]).
[αρχ. ουσ. θυγάτηρ. Ο τ. θεγατέρα και η γεν. θυγατερός και σήμ. ποντ. Η λ. (‑τέρα) στο Meursius και σήμ.]
- 1)