Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεοβάδιστος, επίθ.
-
- (Ως επίθ. του όρους Σινά) που πάνω του βάδισε ο Θεός:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 6).
[<ουσ. Θεός + βαδίζω]
- (Ως επίθ. του όρους Σινά) που πάνω του βάδισε ο Θεός: