Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομοκατησχυμμένος
1 εγγραφή
βρομοκατησχυμμένος, μτχ. επίθ.
  • Ντροπιασμένος:
    • (Πουλολ. 379 κριτ. υπ).

[<ουσ. βρόμα + μτχ. παρκ. του καταισχύνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες