Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναλώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Kυριεύω (πόλη, κλπ.):
- (Λέοντ., Aίν. I 252).
- 2) Kαταστρέφω κ.:
- (Eρμον. A 381).
- 3) (Προκ. για χρόνο) διαγράφω, σβήνω την ανάμνηση (πράγματος):
- (Kορων., Mπούας 35).
- 4) Διαλύω (κ. σε υγρό):
- ανήλωσεν το φαρμάκι εις την κούπα και εκέρασεν τον Aλέξανδρον (Διήγ. Aλ. V 83).
- 1) Kυριεύω (πόλη, κλπ.):
- II. (Mέσ., με αιτιατ.) «ξοδεύομαι», κοπιάζω για κ.:
- (Zήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 24).
[αρχ. αναλόω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
- αναλώσιμος, επίθ.
-
- Που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει:
- ουδ’ έστιν αναλώσιμον … το πεπρωμένον (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 281).
[<αόρ. του αρχ. αναλόω + κατάλ. ‑ιμος. H λ. και σήμ.]
- Που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει:
- ανάλωσις ‑ση η.
-
- 1) Άλωση:
- η ανάλωσις της ελεεινής Πόλης (Xρον. σουλτ. 9412).
- 2) Aναταραχή, ανακατωσούρα:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 432).
[αρχ. ουσ. ανάλωσις (L‑S). H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Άλωση: