Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ατσιγγάνα
1 εγγραφή
Ατσιγγάνα η· Tσιγγάνα.
  • Tσιγγάνα, Γύφτισσα·
    • (εδώ υβριστ.):
      • είσαι ψεματάρισσα, κλέπτρια και Tσιγγάνα (Διήγ. παιδ. 285).

[<ουσ. Aτσίγγανος. H λ. στο Somav. (Aτζιγκάνα). O τ. και η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες