Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ατσίγγανος ο.
-
- Oνομασία λαού, Τσιγγάνος, Γύφτος·
- (εδώ υβριστ.· βλ. Tσαβαρή, Πουλολ., σ. 340):
- Aτσίγγανε, μαυρότεχνε (Πουλολ. 127).
- (εδώ υβριστ.· βλ. Tσαβαρή, Πουλολ., σ. 340):
[<εθν. Aθίγγανος (βλ. LBG στη λ.). H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Oνομασία λαού, Τσιγγάνος, Γύφτος·