Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
3. Τέχνη και τεχνική της ομηρικής αφήγησης
3.1. Αφήγηση και διήγηση
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι αφηγηματικά ποιήματα που ορίζονται ως έπη, εξαιτίας κυρίως της μετρικής τους μορφής - το δακτυλικό εξάμετρο ονομάζεται στην αρχαία μετρική ἔπος. Ως αφηγηματικά ποιήματα τα δύο ομηρικά έπη θεωρούνται κορυφαία παραδείγματα της αρχαϊκής αφηγηματικής ποίησης και, καθώς είναι τα αρχαιότερα κείμενα που μας σώζονται από το σύνολό της, τα εκτιμούμε ως θεμέλια της αφηγηματικής τέχνης και τεχνικής. Μολονότι υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, ότι προηγήθηκε μακρά προφορική παράδοση του λογοτεχνικού αυτού είδους.
Οι όροι «αφήγηση» και «ποίηση» είναι συγγενείς αλλά όχι ταυτόσημοι. Ευρύτερος και ποικιλότερος, σε περιεχόμενο και μορφές, ο όρος «αφήγηση» περιέχει ως ένα σημείο τον όρο «ποίηση», ο οποίος όμως μπορεί και να αυτονομηθεί, περιορίζοντας ή μηδενίζοντας τον αφηγηματικό τρόπο. Αυτό λόγου χάριν συμβαίνει στα λαϊκά τραγούδια, στο σύνολο σχεδόν της προσωπικής λυρικής ποίησης και στο σκηνικό δράμα.
Η αφήγηση είναι σύνθετη λέξη από την πρόθεση ἀπό και το ρήμα ἡγοῦμαι, που σημαίνει «πηγαίνω μπροστά οδηγώντας τους άλλους» - ρόλος που ανατίθεται κάθε φορά στον περιστατικό ή στον επαγγελματία αφηγητή. Πρόκειται επομένως για μεταφορά, που προϋποθέτει ότι το αφήγημα μοιάζει με δρόμο και χρειάζεται έναν προπομπό, ο οποίος να οδηγεί όσους το παρακολουθούν ακούγοντας. Απόδειξη: στα ομηρικά έπη η λέξη οἴμη, που σημαίνει αρχικά «δρόμος», χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το αφηγηματικό ποίημα, υπογραμμίζοντας το μήκος του και τον ρυθμικό του βηματισμό.
Συχνά ο όρος «αφήγηση» αντικαθίσταται από τον όρο «διήγηση», όπου το πρώτο συνθετικό είναι τώρα η πρόθεση διά. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο προθέσεις διαφοροποιεί κάπως τους δύο όρους στο εξής σημείο: η πρόθεση ἀπό της αφήγησης εντοπίζει περισσότερο το ξεκίνημα, την αφετηρία του αφηγηματικού λόγου, από την οποία εξαρτάται η πρόοδός του· ενώ η πρόθεση διά της διήγησης επιμένει κυρίως στη διαδρομή της αφήγησης, απαρχής μέχρι τέλους, ανάμεσα στα όποια εμπόδια που καλείται να παραμερίσει ο διηγητής για χάρη του ακροατή.
Η αφήγηση ή η διήγηση δεν είναι υποχρεωτικά έμμετρη. Μπορεί κάλλιστα να συντάσσεται και σε πεζό λόγο. Θα έλεγε μάλιστα κάποιος ότι αυτή είναι η συνηθέστερη και η φυσικότερή της μορφή, αν κρίνουμε και από τις νεότερες και σύγχρονες λογοτεχνικές της εφαρμογές, αποτυπωμένες στα διηγήματα, στα μυθιστορήματα και στις νουβέλες. Παρά ταύτα, η αρχαϊκή εποχή φαίνεται να προτιμούσε την έμμετρη αφήγηση, ίσως επειδή το μέτρο βοηθούσε στην απομνημόνευσή της και της έδινε πρόσθετο ρυθμικό και συγκινησιακό βάρος.
Πλάι σ᾽ αυτή τη βασική διάκριση (πεζή ή έμμετρη αφήγηση), ισχύουν τουλάχιστον άλλες δύο διαφορές. Θα πρέπει να διακριθεί η ευκαιριακή, καθημερινή αφήγηση, η οποία ευνοεί την ωφέλιμη επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, από την έντεχνη, η οποία προορίζεται για ευρύτερο κοινό, αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου και σκοπεύει αφενός να τέρψει (τόσο τον αφηγητή όσο και τους ακροατές του), αφετέρου να διεγείρει τη γνωστική περιέργεια (στοιχείο που την καθιστά, με την ευρεία έννοια της λέξης, έμμεση διδαχή). Οι δύο αυτές μορφές αφήγησης διαφέρουν όχι μόνο ως προς τον στόχο τους αλλά και ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή τους.
Δ. Ν. Μαρωνίτης