Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

11.12. Η μοίρα, οι θνητοί και οι θεοί

Οι θεοί στον Όμηρο δεν είναι δημιουργοί του κόσμου αλλά μέρος του. Κατ᾽ επέκταση, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο, παρότι έτσι κινδυνεύει να βυθιστεί στην αταξία. Κι όμως, η ανατροπή της κοσμικής τάξης αποτρέπεται από την παρουσία της μοίρας. Η λέξη μοῖρα (από το ρήμα μείρομαι «παίρνω ή έχω ως μερίδιο, μοιράζομαι, είναι γραφτό μου»), όπως και η σχεδόν συνώνυμή της αἶσα, σημαίνει κατ᾽ αρχάς το μοιρασμένο τμήμα, τον κλήρο, το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον, όπως είναι τα λάφυρα και η τροφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ενέργεια της μοιρασιάς και της μετοχής εντάσσεται και η τιμή. Εξάλλου, τρεις ολύμπιοι θεοί (ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης) μοίρασαν τον κόσμο σε τρεις «μοίρες», σε τρία δηλαδή τμήματα: ο πρώτος πήρε τον ουρανό, ο δεύτερος τη θάλασσα και ο τρίτος τον κάτω κόσμο, ενώ η γη ανήκει από κοινού σε όλους τους θεούς. Γι᾽ αυτό και ο Ποσειδώνας στην Ιλιάδα αρνείται να υπακούσει στην εντολή του Δία να αποσύρει την υποστήριξη που παρέχει στους Αχαιούς, διακηρύσσοντας ότι, αφού του έλαχε ίσο μερίδιο με του Δία, είναι «ισόμοιρος» και, κατ᾽ επέκταση, «ομότιμος» (Ο 189-193):

Τρεις αδερφοί είμαστε από τον Κρόνο, αυτοί που τους γέννησε η Ρέα, ο Δίας κι εγώ κι ο τρίτος ο Άδης, που βασιλεύει στους νεκρούς. Κι όλα είναι μοιρασμένα στα τρία και καθένας μας πήρε το μερδικό του· και από μια τιμητική εξουσία [ἔμμορε τιμῆς]. Βάλαμε κλήρο και σε μένα έλαχε να ζω πάντοτε στη σταχτιά θάλασσα, στον Άδη έλαχε το μαύρο σκοτάδι και στο Δία ο πλατύς ουρανός στον αιθέρα και στα σύννεφα. Η γη ως τώρα ήταν κοινή ολωνών μας, το ίδιο και ο ψηλός Όλυμπος.

Όλοι πρέπει να μετέχουν στο τμήμα που τους αναλογεί, αλλά και να συμπεριφέρονται με βάση το μερίδιο που τους έχει μοιραστεί. Γι᾽ αυτό, όταν κάποιος πράττει ή εκφράζεται σύμφωνα με το μερίδιο που του αναλογεί (κατὰ μοῖραν ή κατ᾽ αἶσαν), τότε ενεργεί με τάξη, ορθά. Στην αντίθετη περίπτωση ενεργεί λανθασμένα, δίχως τάξη, αταίριαστα και ανάρμοστα (οὐ/οὐδὲ κατὰ μοῖραν, ὑπὲρ μοῖραν ήπαρὰ μοῖραν). Δύο σχετικά παραδείγματα:

Στην Οδύσσεια ανώνυμος ο Οδυσσέας, απολαμβάνοντας τη γενναιόδωρη φιλοξενία των Φαιάκων, παραγγέλλει στον αοιδό Δημόδοκο να του τραγουδήσει την ένδοξη ιστορία με τον δούρειο ίππο· αν, λέει, ο αοιδός διηγηθεί τη σχετική ιστορία βάζοντας τα γεγονότα «στη σωστή σειρά» (κατὰ μοῖραν, θ 496), τότε θα τον ονομάζει θεόπνευστο αοιδό. Στην Ιλιάδα οι Αχαιοί, καθώς ο Πάτροκλος έχει ντυθεί τα όπλα του Αχιλλέα, νικούν τους Τρώες, που απομακρύνονται πανικοβλημένοι από τα πλοία των αντιπάλων τους «άτακτα» (οὐδὲ κατὰ μοῖραν, Π 367).

Οι καταφατικές ή αρνητικές, εμπρόθετες εκφράσεις της μοίρας, παραπέμποντας στο ορθό και στο λάθος με όρους τάξης και αταξίας, λειτουργούν στα ομηρικά έπη ως σήματα συντήρησης και κατοχύρωσης της δεδομένης κατάστασης πραγμάτων. Κατά προέκταση, η μοίρα στον Όμηρο συνδέεται και με το αναγκαίο, το αναπόφευκτο, το μοιραίο, τον θάνατο, οπότε μπορεί να εμφανίζεται και ως δαιμονική ύπαρξη (Μοῖρα), που μεθοδεύει το τέλος των θνητών (Τ 87, Ω 209).

Ο θάνατος εξάλλου εκφράζεται και με τη συνώνυμη προς τη μοῖραν λέξη μόρος. Εφόσον ο άνθρωπος θα ζήσει μόνο κάποιο μέρος της ζωής του, υπόκειται δηλαδή στη μοίρα του θανάτου, είναι μόρσιμος (θνητός). Ο Αχιλλέας χαρακτηρίζεται από τη μητέρα του δυστυχισμένος και ὠκύμορος («βραχύβιος», Α 417), ενώ ο αγνοούμενος Οδυσσέας αποκαλείται από την προστάτιδά του θεά Αθηνά γενναίος αλλά και δύσμορος («δύσμοιρος», α 49), που περιπλανιέται μακριά από φίλους και δικούς.

Όταν κάποιος πράττει κάτι πέρα από το γραφτό του, έξω από αυτό που του ταιριάζει ως θνητού, τότε τον βρίσκει ο θάνατος ὑπὲρ μόρον (πριν από την καθορισμένη ώρα του). Στην αρχή της Οδύσσειας ο Δίας δυο φορές λέει ότι οι θνητοί υποφέρουν ὑπὲρ μόρον και από τις δικές τους ατασθαλίες (α 33-37):

κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,

και πάνω απ᾽ το γραφτό τους [ὑπὲρ μόρον].

Έτσι και τώρα ο Αίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας [ὑπὲρ μόρον],

πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Ατρείδη,

κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώρα,

γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει.

Ο παντοδύναμος θεός δεν εννοεί φυσικά ότι οι θνητοί θα μπορούσαν με τις πράξεις τους να αποφύγουν τη μοίρα τους. Υπονοεί μάλλον τη γενική ιδέα ότι σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους οι θνητοί δεν ενεργούν κατάλληλα, όπως θα ήταν λογικά αναμενόμενο και σωστό να πράξουν. Επομένως, η διπλή επανάληψη του ὑπὲρ μόρον στον λόγο του Δία παραπέμπει σ᾽ ένα είδος υπέρβασης του επιτρεπτού ορίου δράσης από την πλευρά των θνητών και του Αιγίσθου. Η παρουσία της μοίρας δεν μειώνει την ελευθερία δράσης των θνητών, αλλά ορίζει το ευρύτερο πλαίσιο της έκτασής της. Οι θνητοί επιλέγουν να πράττουν είτε μέσα είτε έξω από τα επιτρεπόμενα όρια που τους αναλογούν. Έτσι, ο Δίας μπορεί να ισχυρίζεται ότι οι θνητοί υποφέρουν «κι από φταίξιμο δικό τους» όταν τα υπερβαίνουν (ὑπὲρ μόρον).

Οι θνητοί εύκολα και εύλογα αποδίδουν στη μοίρα και στους θεούς (στον Δία κυρίως) τα κρίσιμα περιστατικά της ζωής τους. Στην Οδύσσεια ο Νέστορας υποστηρίζει, σε αντίθεση μάλλον προς τον Δία, ότι την Κλυταιμνήστρα τη δάμασε μοῖρα θεῶν και πρόδωσε τον άντρα της σμίγοντας με τον Αίγισθο (γ 269). Το ίδιο πιστεύει και ο Οδυσσέας για την τιμωρία των «άτιμων» μνηστήρων (χ 413). Η σχεδόν ισότιμη θέση που παίρνουν η μοίρα και οι αθάνατοι στα βάσανα των θνητών ισχύει στον βαθμό που και οι ίδιοι οι θεοί τελικά ακολουθούν, δίχως να μπορούν να αποτρέψουν, γεγονότα που εμφανίζονται ως αναπόφευκτα και αναγκαία να συμβούν. Έτσι η άλωση της Τροίας είναι υποχρεωτικό και προδιαγεγραμμένο σχέδιο, με το οποίο συντάσσονται, όπως συντάσσονται, τόσο ο Δίας με τη βουλή του όσο και οι υπόλοιποι θεοί παίρνοντας το μέρος Αχαιών και Τρώων. Στην Οδύσσεια η οργή του Ποσειδώνα εναντίον του Οδυσσέα, επειδή του τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο (α 68-71), συνδυάζεται με την προφητεία του μάντη Αλιθέρση ότι ο πανούργος ήρωας θα γυρίσει σπίτι του μόνος και αγνώριστος τον εικοστό χρόνο, αφότου έφυγαν οι Αχαιοί για το Ίλιο (β 175-176). Όταν αποφασίζεται από τους υπόλοιπους θεούς η απελευθέρωση του Οδυσσέα από τα δεσμά της Καλυψώς, ο Δίας συνδέει την ώρα του νόστου του με τη μοίρα του (ε 41-42):

Είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,

να φτάσει στο ψηλό παλάτι, το χώμα

να πατήσει της πατρίδας του.

Η τήρηση από τους ολυμπίους του αναπόφευκτου σχεδίου που εξυφαίνει η μοίρα στους θνητούς εξηγεί ακόμη και μερικά τραγικά ή και «άδικα» περιστατικά που συμβαίνουν στη γη. Ο Απόλλωνας στην Ιλιάδα οργίζεται με τον Πάτροκλο που επιχειρεί να περάσει μέσα στο τείχος των Τρώων, επειδή, όπως του λέει, «δεν είναι γραφτό» του να κυριεύσει αυτός την Τροία (Π 708). Στη συνέχεια ο θεός τον ρίχνει στα χέρια του Εύφορβου και ύστερα του Έκτορα. Στο τέλος όμως, ετοιμοθάνατος ο Πάτροκλος, θέλοντας να μειώσει τη νίκη του Έκτορα, αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή που έπαιξαν στον θάνατό του η μοίρα και ο Απόλλωνας, προλέγοντας μάλιστα την ακαταμάχητη μοίρα που περιμένει τον αντίπαλό του (Π 849-854):

Εμένα όμως με σκότωσε η ολέθρια μοίρα και ο γιος της Λητώς, και από τους ανθρώπους ο Εύφορβος. Εσύ είσαι ο τρίτος, που γυρεύεις να μου πάρεις τα όπλα. Κάτι άλλο θα σου πω, και συ βάλε το στο μυαλό σου. Ούτε και συ θα ζήσεις για πολύ, γιατί ο θάνατος και η δυνατή μοίρα σε παραμονεύουν κιόλας και θα σκοτωθείς από το χέρι του Αχιλλέα, του αψεγάδιαστου εγγονού του Αιακού.

Στην Οδύσσεια το ξέσπασμα της οργής του Ποσειδώνα εναντίον των Φαιάκων, που μεταφέρουν ενύπνιο τον εχθρό του θεού στην πατρίδα του (ν 172-174), συμπορεύεται με την προφητεία που δέχτηκαν κάποτε οι άριστοι ναυτικοί, σύμφωνα με την οποία ο συγγενής τους Ποσειδώνας θα συντρίψει οργισμένος το καράβι τους και την πόλη τους θα τη σκεπάσει μέγα βουνό (θ 564-570, ν 172-178).

Το συμπέρασμα είναι ότι οι θεοί συμμετέχουν στην κοσμική τάξη, όπως αυτή έχει διευθετηθεί από τη μοίρα· μπορούν να την καθυστερήσουν προσωρινά με την εμπλοκή τους, όχι όμως και να την αποτρέψουν. Στον κανόνα αυτό υποτάσσεται ακόμη και ο Δίας, η κυρίαρχη βουλή του οποίου ταυτίζεται συχνά με τη μοίρα. Οι δύο αγαπημένοι του θνητοί, ο γιος του Σαρπηδόνας και ο φίλος του Έκτορας, είναι γραφτό τους να πεθάνουν - του λέει πρώτα η Ήρα και ύστερα η Αθηνά (Π 441-443 = Χ 179-181). Έτσι ο παντοδύναμος θεός υποχρεώνεται να δεχτεί το αναπόφευκτο τέλος των δύο ηρώων στο πεδίο της μάχης. Η μοίρα τους είναι αντίθετη ακριβώς από τη βουλή του Δία και συνδέεται με τη θνητότητά τους. Επομένως, όπως η μοίρα των θνητών ελέγχεται από τους θεούς, έτσι και η δύναμη των θεών ελέγχεται από τη μοίρα. Μοίρα και θεοί βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας εξάρτησης.

Μοίρα εξάλλου των θνητών είναι ο θάνατος και των θεών η αθανασία. Οι ολύμπιοι, ενώ μπορούν να τροποποιήσουν (θετικά ή αρνητικά) το μερίδιο των θνητών στις τιμές, είναι αδύνατο με τις παρεμβάσεις τους να αλλάξουν το μοιραίο τέλος τους. Μόνο να τους σώσουν προσωρινά μπορούν, λέει στην Οδύσσεια η Αθηνά στον νεαρό Τηλέμαχο (γ 236-238):

Μόνο που τον κοινό θάνατο των θνητών, αυτόν δεν τον μπορούν

μήτε οι θεοί, ακόμη και σ᾽ εκείνον που αγαπούν, για πάντα ν᾽ αποτρέψουν,

όταν η ώρα φτάνει να γκρεμίσει κάποιον η ολέθρια μοίρα

με το ανελέητο τέλος του θανάτου.

Οι επιφανείς ήρωες στην Ιλιάδα (λ.χ. ο Σαρπηδόνας, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας) γνωρίζουν ότι θα τους βρει η μοίρα του θανάτου. Κύριο ωστόσο μέλημά τους είναι το κλέος, ο ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης, ώστε να μείνει αλησμόνητη η φήμη τους στις επόμενες γενιές (βλ. και κεφ. 12.2.1 [σ. 248 κ.ε.]). Με την επίγνωση της διάκρισης ανάμεσα στον «θάνατο του σώματος» και «στην αθανασία του ονόματος» ο Έκτορας, εγκαταλελειμμένος από τον Δία και τον Απόλλωνα, δίνει την τελευταία μάχη του με τον Αχιλλέα, αν και θεωρεί βέβαιη τη συνάντησή του με τη μοίρα του θανάτου (Χ 300-305):

Τώρα πια με πλησίασε ο κακός θάνατος, δεν είναι μακριά, και δεν υπάρχει σωτηρία. Αλήθεια, έτσι άρεσε από καιρό στο Δία και στο γιο του Δία το μακροσαϊτευτή, που πρωτύτερα με προστάτευαν πρόθυμα· τώρα όμως με βρίσκει η Μοίρα. Τουλάχιστο να μην πεθάνω δίχως πόλεμο και δίχως δόξα, μόνο αφού κάνω κάτι μεγάλο, για να το μάθουν και οι κατοπινοί άνθρωποι.

Λ. Πόλκας