Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
11.15. Θέμις και δίκη
Στον κόσμο που αναπαριστάνεται στα ομηρικά έπη δεν υπάρχουν γραπτοί κανόνες δικαίου. Η συμπεριφορά των θνητών ελέγχεται με βάση κυρίως εθιμικούς κανόνες. Είναι επομένως εύλογο η έννοια της δικαιοσύνης να μη χρησιμοποιείται ακριβώς με τη σημερινή σημασία που δίνουν τα λεξικά: ως ίση και ορθή εφαρμογή των γραπτών νόμων και ως σεβασμό των άγραφων. Το δίκαιο στα ομηρικά έπη είναι εμπειρικό κυρίως ζήτημα των θνητών· ακόμη και όταν εμφανίζεται σε πολεμικά συμφραζόμενα αποβλέπει στη συντήρηση του ειρηνικού και πολιτισμένου βίου των θνητών, και δηλώνεται με δύο χαρακτηριστικές λέξεις, που συχνά έχουν την ίδια σχεδόν σημασία. Η πρώτη είναι η θέμις (γενική, θέμιστος) και η δεύτερη η δίκη.
Η θέμις αναφέρεται κατ᾽ αρχάς στις πατροπαράδοτες συνήθειες, οι οποίες θεωρούνται απαραβίαστες μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Για παράδειγμα, είναι δίκαιο (θέμις ἐστιν) οι γυναίκες να θρηνούν τον χαμό των αντρών τους, να υπάρχουν φιλικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, να συνευρίσκονται ερωτικά ο άντρας με τη γυναίκα, να προσφέρεται στους επισκέπτες φιλοξενία, να κάνουν σπονδές ή να ορκίζονται στους θεούς οι θνητοί. Οι παραδειγματικές αυτές περιπτώσεις θεωρούνται δεσμευτικές, που δεν μπορούν να τροποποιηθούν, και είτε αποτελούν, όπως η ερωτική σχέση, ένα είδος φυσικού νόμου, είτε ανήκουν σε ηθικούς κώδικες, όπως η ξενία.
Η συμμόρφωση σ᾽ αυτούς τους άγραφους, όπως λέμε σήμερα, κανόνες δικαίου διακρίνει, έμμεσα έστω, τον άνθρωπο που αρκείται στα αγαθά της ειρήνης από τον ἀθέμιστον, τον εκτός νόμου, που ρίχνεται στη συμφορά του πολέμου. Στην Ιλιάδα ο γέροντας Νέστορας λέει ότι, όποιος επιθυμεί τον πόλεμο, είναι «άσογος, ανέστιος και άνομος» (ἀφρήτωρ ἀθέριστος ἀνέστιος, I 63).
Η παρουσία γενικότερα της θέμιστος διακρίνει την «πολιτισμένη» κοινότητα από την «απολίτιστη». Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσει ο Οδυσσέας τη χώρα που κατοικούν οι Κύκλωπες (ι 105-108, 112-115):
Σε λίγο ξανοιχτήκαμε, πιο πέρα πλέοντας με την καρδιά βαριά,
ωσότου φτάσαμε στη γη των αλαζονικών δίχως θεσμούς [ἀθεμίστων] Κυκλώπων.
Που αφήνοντας την τύχη τους στους αθανάτους,
μήτε φυτεύουν με τα χέρια τους μήτε κι οργώνουν.
[…]
Αυτοί δεν ξέρουν και δεν έχουν αγορές, να παίρνουν αποφάσεις
και να βγάζουν νόμους [θέμιστες]· ζούνε σ᾽ απότομες κορφές,
επάνω σε ψηλά βουνά, μέσα σε θολωτές σπηλιές,
ορίζοντας καθένας μόνος του τα παιδιά, γυναίκες - καμιά δεν έχουν
φροντίδα για τους άλλους.
Στην περιγραφή αυτή του Οδυσσέα, η οποία εκφέρεται μετά την ανθρωποφαγική δοκιμασία που πέρασε ο ήρωας στη σπηλιά του Πολύφημου, είναι σαφής η πρόθεσή του να τοποθετήσει τους Κύκλωπες στο εντελώς αντίθετο άκρο από αυτό που βρίσκονται οι συγγενείς τους, οι υπερπολιτισμένοι και ειρηνικοί Φαίακες, για τους οποίους προορίζεται και η όλη διήγηση των «Απολόγων». Απομόνωση και πλήρης παράδοση στη φύση· αεργία, και αδιαφορία για τις τύχες των άλλων, σημαδεύουν τον τρόπο ζωής των Κυκλώπων, οι οποίοι υποβιβάζονται έτσι στο κατώτερο επίπεδο πολιτισμού, σχεδόν στο μη ανθρώπινο. Εύλογα λοιπόν χαρακτηρίζονται «αλαζονικοί» (ὑπερφίαλοι), επειδή προφανώς ως άγριοι είναι ικανοί για κάθε είδους πράξεις υπερβολής (λόγου χάρη την ανθρωποφαγία), αλλά και ἀθέμιστοι, καθώς δεν υπακούουν σε κανενός είδους ρυθμιστική αρχή, με βάση την οποία να ορίζουν τη συμπεριφορά τους. Ο Πολύφημος, που για τον Οδυσσέα είναι κατά κάποιον τρόπο ἀθέμιστος (που δεν ξέρει τι θα πει νόμος, ι 189), αγνοεί ολότελα τον κώδικα της φιλοξενίας.
Αν η συμπεριφορά του Πολύφημου απέναντι στον Οδυσσέα και στους συντρόφους του θα μπορούσε να δικαιολογηθεί -ο τερατόμορφος γίγαντας δεν ξέρει από αρχές δικαίου, άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί και εγκληματίας- δεν ισχύει το ίδιο για τον όμιλο των «πολιτισμένων» μνηστήρων. Χαρακτηρίζονται εξάλλου και αυτοί ὑπερφίαλοι (δ 790, ψ 356) και ἀθέμιστοι (ρ 363, υ 287), επειδή λεηλατούν την περιουσία του Οδυσσέα και παραβιάζουν τον κώδικα της ξενίας. Η θεά Αθηνά σπρώχνει τον μεταμορφωμένο Οδυσσέα να ζητιανέψει από τους μνηστήρες μέσα στο παλάτι της Ιθάκης, προκειμένου ο ήρωας να ελέγξει ποιοι συμπεριφέρονται με άμετρο και ποιοι με δίκαιο τρόπο (ρ 361-363):
την ώρα που οι μνηστήρες θορυβούσαν, ήλθε και στάθηκε η Αθηνά
στον Οδυσσέα πλάι, γιο του Λαέρτη, και τον ξεσήκωσε
για να μαζέψει τ᾽ αποφάγια των μνηστήρων, να μάθει ποιοι
το μέτρο σέβονται [ἐναίσιμοι] και ποιοι το δίκιο καταργούν [ἀθέμιστοι].
Στην προτροπή της η θεά κατηγοριοποιεί τους μνηστήρες με δύο επίθετα. Το πρώτο, ο ἐναίσιμος -σε άλλες περιπτώσεις αἴσιμος-, προσδιορίζει εκείνον που πράττει όπως το επιβάλλουν οι περιστάσεις, με ταιριαστό και αρμόζοντα τρόπο, άρα έμμετρο και δίκαιο. Το δεύτερο, ο ἀθέμιστος, αναφέρεται στον υπερφίαλο, που ενεργεί δίχως μέτρο, τον άδικο και υβριστή.
Για τον πολιτισμένο Οδυσσέα οι Κύκλωπες είναι ἀθέμιστοι για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στην άγρια χώρα τους δεν υπάρχει και ο κατάλληλος τόπος, η ἀγορά, όπου σε μια οργανωμένη κοινότητα τα μέλη της μαζεύονται, προκειμένου να αποφασίσουν για κρίσιμα θέματα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που σχετίζονται με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους (θέμιστες). Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει η απονομή του δικαίου στις συναθροίσεις των θνητών τονίζεται τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Εξάλλου, η παραδοσιακή θεά της δικαιοσύνης, η Θέμις, εμφανίζεται να συγκαλεί και να προστατεύει εξ ονόματος του Δία τις συνελεύσεις των θεών (Υ 4) και των θνητών (β 68).
Στην Ιλιάδα τον πρώτο λόγο στην απονομή της δικαιοσύνης κατέχει ο βασιλιάς Αγαμέμνονας. Όπως η ανώτερη εξουσία του, που συμβολοποιείται με το σκήπτρο του, έτσι και οι θέμιστες τού έχουν παραχωρηθεί από τον Δία. Η θέμις ωστόσο στην αγορά έχει και ευρύτερη, πολιτική κατά κάποιον τρόπο, σημασία. Ένα παράδειγμα: στην αρχή της ένατης ραψωδίας της Ιλιάδας ο Αγαμέμνονας, βλέποντας ότι οι Αχαιοί απειλούνται με όλεθρο από τους Τρώες και τον Έκτορα, προτείνει έντρομος στην αγορά των Αχαιών την επιστροφή του στρατεύματος στην Ελλάδα. Όμως, ο Διομήδης αντιδρά στην υποχωρητική πρόταση του βασιλιά, διεκδικώντας το δικαίωμα της έκφρασης της γνώμης του (I 32-33):
Γιε του Ατρέα, με σένα πρώτα θα διαφωνήσω, όπως έχω το δικαίωμα [θέμις ἐστίν], βασιλιά, μέσα στη συνέλευση, γιατί λες ανοησίες· και συ να μη θυμώσεις καθόλου.
Διεκδικώντας δημόσια το δικαίωμα έκφρασης μιας αντίθετης άποψης από αυτήν του Αγαμέμνονα, ο Διομήδης δείχνει με την αντίδρασή του ότι η θέμις δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του βασιλιά, όταν μάλιστα οι αποφάσεις του δεν υπολογίζουν τη γνώμη των άλλων και το συνολικό όφελος της κοινότητας. Η ελευθερία του λόγου στην αγορά είναι επομένως μια μορφή δικαίου, που υπάγεται στην κατηγορία της θέμιστος. Ήδη στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας ο Αχιλλέας θεωρεί ότι ο Αγαμέμνονας του στέρησε το τιμητικό του λάφυρο, που του είχαν δώσει οι Αχαιοί, επειδή τόλμησε να του φέρει αντίρρηση. Γι᾽ αυτό ο Αγαμέμνονας χαρακτηρίζεται από τον Αχιλλέα δημοβόρος βασιλεύς (που καταβροχθίζει την περιουσία των υπηκόων του, Α 231). Ένας δίκαιος βασιλιάς, θεματοφύλακας των θεϊκών νόμων, είναι επιφορτισμένος με το δημόσιο καθήκον να προστατεύει τα δικαιώματα των άλλων. Ο γέροντας Νέστορας υπενθυμίζει αυτό το πολιτικό καθήκον στον Αγαμέμνονα στο συμβούλιο των επίλεκτων αρχηγών (βουλή), που θα οδηγήσει με τη συγκατάθεση του βασιλιά των Αχαιών στην αποστολή της πρεσβείας στον Αχιλλέα (I 96-102):
Πολυδοξασμένε Ατρείδη, Αγαμέμνονα που κυβερνάς το στρατό, με σένα θα τελειώσω, κι από σένα θα αρχίσω, γιατί κυβερνάς πολλούς λαούς και ο Δίας σού έδωσε το σκήπτρο και τους άλλους νόμους [θέμιστας], για να φροντίζεις γι᾽ αυτούς. Γι᾽ αυτό εσύ πάνω απ᾽ όλους πρέπει και να λες γνώμη και να ακούς, και ακόμα να ακολουθείς κι αλλουνού τη συμβουλή, αν τυχόν κανένα τον σπρώξει η ψυχή του να μιλήσει για καλό. Από σένα θα εξαρτηθεί να γίνει ό,τι προτείνει εκείνος.
Οι ηγεμόνες στην Ιλιάδα χαρακτηρίζονται δικάσπολοι («δικαστές», I 238). Τηρούν τους θεόδοτους κανόνες δικαίου, τις θέμιστες, με τις φρόνιμες κρίσεις και αποφάσεις τους, που ονομάζονται δίκαι. Πρότυπο παράδειγμα ενός τέτοιου δίκαιου ηγεμόνα ήταν ο Σαρπηδόνας. Με την παλληκαριά του, το σθένος του, υπεράσπιζε την πατρίδα του από τις επιθέσεις των εχθρών, ενώ με τις δίκαιες κρίσεις του, που αναφέρονται ως δίκαι, απέτρεπε τις εμφύλιες διαμάχες (Π 542). Στον χώρο επομένως της πολιτικής εξουσίας η εφαρμογή των εθιμικών κανόνων δικαιοσύνης καλύπτεται με τον όρο δίκη.
Η ετυμολογία της λέξης δίκη συνδέεται με το ρήμα δείκνυμι, που σημαίνει «δείχνω» προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Γι᾽ αυτό, η σωστή και φρόνιμη κρίση σε ζητήματα που επιβάλλουν τη διαιτησία χαρακτηρίζεται «ίσια» (ἰθεῖα), ενώ η λανθασμένη και άδικη κρίση «λοξή» (σκολιή). Έμμεσα λοιπόν στις περιπτώσεις όπου παίρνονται δικαστικές κρίσεις στο πλαίσιο της αγοράς κυκλοφορεί η διάκριση ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο. Χαρακτηριστική είναι η επόμενη σκηνή λαϊκού δικαστηρίου, που περιγράφει ο ποιητής στην περίφημη Ασπίδα του Αχιλλέα (Σ 497-508):
Οι άντρες όμως ήταν στην αγορά μαζεμένοι όλοι. Εκεί είχε σηκωθεί καβγάς· δυο άντρες μάλωναν για την ξαγορά κάποιου σκοτωμένου. Ο ένας υποστήριζε και βεβαίωνε τον κόσμο πως τα έχει ξεπληρώσει όλα, ο άλλος πάλι αρνιόταν κι έλεγε πως δεν επήρε τίποτε· και θέλαν και οι δυο να πάνε στο δικαστή να βγάλει απόφαση. Οι άνθρωποι φώναζαν επιδοκιμαστικά και για τους δυο, μισοί με το μέρος του ενός, μισοί με του άλλου. Οι κράχτες πάλι προσπαθούσαν να κρατήσουν τον κόσμο. Και οι γέροντες κάθονταν πάνω σε λαξεμένες πέτρες, μέσα στον ιερό κύκλο, και κρατούσαν στα χέρια τους τα ραβδιά των κηρύκων, που η φωνή τους έφτανε ως τον αιθέρα· σ᾽ αυτά ακουμπισμένοι ύστερα σηκώνονταν και δίκαζαν, καθένας με τη σειρά του. Στη μέση ήταν ακουμπισμένα δυο τάλαντα χρυσάφι, για να δοθούν σ᾽ αυτόν που ανάμεσά τους θα έβγαζε την πιο δίκαια κρίση [δίκην ἰθύντατα].
Όσο και να παραξενεύει η περιγραφή αυτή με τις αποστάσεις που τηρεί από τον ηρωικό κόσμο του έπους -εδώ δικάζουν δυο γέροντες και όχι βασιλιάδες- δεν μπορεί παρά να αναπαριστάνει σκηνές που ζωντανεύει στη μνήμη και στη φαντασία των ακροατών του ο ποιητής. Το κεντρικό περιεχόμενο της σκηνής αναφέρεται στην ειρηνική διευθέτηση μιας διαφωνίας σχετικά με τον φόνο ενός άντρα από τους δικαστικούς θεσμούς της πόλης στο πλαίσιο της αγοράς. Ενδιαφέρει κυρίως στην παραστατική αυτή περιγραφή η αμοιβή που περιμένει τον γέροντα κριτή που θα δικάσει την υπόθεση, τη δίκην, με «τον πιο ευθύ» ή «με τον πιο δίκαιο τρόπο» (ἰθύντατα).
Βέβαια στον ηρωικό κόσμο του έπους οι αποφάσεις που παίρνονται από τους άρχοντες σε αμφισβητούμενα ζητήματα εκφράζονται συχνά με τρόπο που δείχνει ότι δεν τους ενδιαφέρει τόσο η «ευθεία» δίκη όσο η διαφύλαξη, μέσω της απόφασης, της ενότητας και της ειρήνης στο εσωτερικό της κοινότητας· καταστάσεις που διατηρούνται, όταν δεν κλονίζονται τα αριστοκρατικά πρότυπα ζωής. Με τα μέτρα του σύγχρονου αναγνώστη μια τέτοια δίκη μπορεί να θεωρηθεί και «λοξή» και άδικη. Έτσι, σε σχέση με τις γενικές αρχές δικαίου, τις θέμιστες, που θεωρούνται απαραβίαστες, οι κρίσεις και αποφάσεις που εντάσσονται στην κατηγορία της δίκης είναι ευμετάβλητες.
Σ᾽ ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο της Ιλιάδας, τους επικήδειους αγώνες προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου, το πρώτο αγώνισμα είναι η αρματοδρομία. Ο ἄριστος Εύμηλος, ο πιο ικανός Αχαιός στην τέχνη της ιπποσύνης, αν και τερματίζει τελευταίος από ατύχημα, δέχεται από τον αγωνοθέτη Αχιλλέα, που τον λυπήθηκε, το δεύτερο βραβείο. Η διορθωτική αυτή χειρονομία του Αχιλλέα αποκαθιστά την ανισορροπία που προέκυψε ανάμεσα στην απώλεια της κοινωνικής αναγνώρισης του Εύμηλου και στο προσωπικό του γόητρο. Ωστόσο, μόνος από όλους τους παριστάμενους Αχαιούς διαφωνεί με την απόφαση αυτή ο Αντίλοχος, ο οποίος υποστηρίζει «με το δίκιο του» (δίκῃ, Ψ 542) ότι έτσι ο ίδιος στερείται το δεύτερο βραβείο. Στη συνέχεια όμως ο δεύτερος νικητής στην αρματοδρομία από θύμα της άδικης κρίσης του Αχιλλέα αποδεικνύεται θύτης. Ο Μενέλαος καταγγέλλει στους παριστάμενους Αχαιούς τον δόλο που χρησιμοποίησε σε βάρος του ο Αντίλοχος στη διάρκεια του αγώνα, ανακοινώνοντας στο τέλος ότι «θα δικάσει» ο ίδιος την υπόθεση και ότι η κρίση του θα είναι «ευθεία» (ἰθεῖα, Ψ 580). Βάζει έτσι τον νεαρό ήρωα να παραδεχτεί με όρκο, όπως το επιβάλλει η θέμις (Ψ 581), ότι εμπόδισε με δόλο το άρμα του Μενελάου. Ο Αντίλοχος παραδέχεται τη νεανική του απερισκεψία, και ο γενναιόδωρος Μενέλαος όχι μόνο δεν προτείνει την τιμωρία του Αντιλόχου, κρίνοντας σύμφωνα με τη λογική μιας «ευθείας» δίκης, αλλά υποχωρεί, χωρίς μάλιστα να δεχτεί καμιά αποζημίωση, για να μη φανεί, όπως ο ίδιος λέει, σκληρός ή ὑπερφίαλος (Ψ 611). Πρόκειται, και στην περίπτωση αυτή, για πολιτική και όχι δικαστική διαχείριση της δίκης από την πλευρά του ήπιου Μενελάου, ο οποίος, παρακάμπτοντας την προσωπική τιμωρία, φαίνεται να υπολογίζει στο συνολικό όφελος της κοινότητας των Αχαιών.
Στις γενικότερες χρήσεις της η εφαρμοσμένη δικαιοσύνη με τη μορφή της δίκης δεν υποδεικνύει ακριβώς ένα ιδανικό πρότυπο συμπεριφοράς, το οποίο πρέπει να τηρούν οι θνητοί και οι θεοί, αλλά συνδέεται με την τυπική συμπεριφορά· τη συνήθεια θνητών και θεών να ενεργούν μ᾽ έναν συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος δεν σημαίνει ότι είναι και δίκαιος. Η Πηνελόπη, για παράδειγμα, αντιδιαστέλλει την άψογη συμπεριφορά του Οδυσσέα σε σχέση με ό,τι θεωρούσαν ως «δίκαιο», επομένως συνήθιζαν να πράττουν, οι άλλοι ισόθεοι άρχοντες (δ 690-692):
Κανένα στον λαό του δεν αδίκησε, λόγο κακό δεν είπε σε κανένα·
όπως το κάνουν [ἐστὶ δίκη] άλλοι ισόθεοι βασιλείς, στον ένα δείχνοντας
την έχθρα τους, στον άλλο αγάπη.
Η επαναληπτική εμφάνιση των καταστάσεων που εντάσσονται στην έννοια της δίκης, τις καθιστά αναπόφευκτες, με αποτέλεσμα η έκφραση «είναι δίκαιο» (δίκη ἐστίν) να σημαίνει «είναι μοιραίο» (μοῖρα ἐστίν). Ο Οδυσσέας ρωτά τη νεκρή μητέρα του Αντίκλεια να του εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο δεν μπορεί να αγκαλιάσει την ψυχή της στον Άδη και δέχεται την εξής απάντηση (λ 218-222):
Αυτή είναι η μοίρα [δίκη ἐστίν] των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά -
μόνο η ψυχή πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Τα προηγούμενα παραδείγματα δεν σημαίνουν ότι παντού και πάντοτε στα ομηρικά έπη απουσιάζουν από την έννοια της δίκης οι ηθικές της αποχρώσεις και ότι ο ποιητής δεν ξεχωρίζει το δίκαιο από το άδικο. Όποιοι παραβιάζουν με τις πράξεις τους τις κοινωνικές συμβάσεις, όπως οι μνηστήρες τον κώδικα της φιλοξενίας (β 282), ή ασεβούν απέναντι στους θεούς, όπως οι Αχαιοί (γ 133), χαρακτηρίζονται ως μὴ δίκαιοι. Επίσης, θεωρούνται αγνώμονες, που βρίσκονται έξω από τα όρια του πολιτισμού, υβριστές και άγριοι. Παράδειγμα ο Πολύφημος, που για τον Οδυσσέα δεν ξέρει ούτε τι σημαίνει δίκη ούτε τι είναι οι θέμιστες (ι 215). Αντίθετα, δίκαιος ή ἐναίσιμος μπορεί να θεωρηθεί όποιος, χάρη στη θησαυρισμένη εμπειρία του και στη φρόνιμη σκέψη του, τηρεί τους κοινωνικούς κανόνες και ξέρει πώς πρέπει να αντιδρά κάθε φορά στις καταστάσεις. Παράδειγμα ο γέροντας Νέστορας στην Οδύσσεια (γ 244-245).
Ποια είναι η σχέση των θεών ή του Δία με τις δύο όψεις δικαιοσύνης (τη θεωρητική και την πρακτική) στα ομηρικά έπη; Σε μια πολυσυζητημένη παρομοίωση της Ιλιάδας η άτακτη φυγή των Τρώων και ο θόρυβος που ξεσηκώνουν τα άλογά τους, καθώς δέχονται την ορμητική επίθεση του Πατρόκλου, συγκρίνεται με την αναστάτωση της φύσης που προκαλεί με την καταιγίδα του ο Δίας, οργισμένος με τους θνητούς που παραβιάζουν τόσο τις γενικές αρχές δικαίου όσο και την εφαρμοσμένη δικαιοσύνη (Π 384-393):
Όπως η καταιγίδα πλακώνει ολόκληρη τη μαύρη γη μια μέρα φθινοπωριάτικη, όταν ο Δίας ρίχνει πάρα πολύ νερό, όταν θυμώσει και τα βάλει με τους ανθρώπους, που μαζεύονται και κρίνουν στραβά το δίκιο [θέμιστας] με το έτσι θέλω, και διώχνουν τη δικαιοσύνη [δίκην], γιατί δε λογαριάζουν τους θεούς που τους επιβλέπουν· όλοι τους οι ποταμοί τότε ξεχειλούν τρέχοντας, και τα ξεροπόταμα πλημμυρίζοντας κόβουν πολλές πλαγιές και μουγκρίζουν δυνατά, καθώς χύνονται ορμητικά από τα βουνά στη σκοτεινή θάλασσα και ρημάζοντας ό,τι έχουν φτιάσει οι άνθρωποι· έτσι και τα τρωαδίτικα άλογα, καθώς έτρεχαν, μούγκριζαν δυνατά.
Η ιλιαδική παρομοίωση κρίθηκε κατά καιρούς είτε ως μη γνήσια, που προστέθηκε αργότερα, επειδή συγγενεύει με φράσεις που απαντούν στον μεταγενέστερο ποιητή Ησίοδο, είτε ως περιφερειακής σημασίας, επειδή ο Δίας στην Ιλιάδα δεν διαδραματίζει με συνέπεια τον ρόλο του επιτηρητή της θέμιστος και της δίκης, με την ιδιότητα μάλιστα του τιμωρού. Τίποτε ωστόσο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο ποιητής σ᾽ αυτό το σημείο της Ιλιάδας να εκφράζει στο έργο του παραδοσιακές αντιλήψεις που ήταν διαδεδομένες στην εποχή του. Η πίστη των θνητών, ειδικότερα των αδυνάτων, ότι οι ολύμπιοι υπερασπίζονται τους δίκαιους και τιμωρούν τους άδικους ήταν και είναι αναγκαία συνθήκη για να δώσουν νόημα στην πολυτάραχη ζωή τους. Ανεξάρτητα από το αν τα πιστεύω τους στο τέλος δικαιώνονται, όταν μάλιστα τους το επιτρέπει η πιο ηθικοδιδακτική Οδύσσεια. Παράδειγμα τα όσα λέει ο χοιροβοσκός Εύμαιος στον μεταμορφωμένο επισκέπτη κύριό του για τους υπερφίαλους μνηστήρες (ξ 83-84):
Κι όμως οι μάκαρες θεοί δεν συναινούν σ᾽ άδικα έργα·
τιμούν το δίκιο [δίκην], κι ανταμείβουν μόνο τις καλές μας πράξεις.
Λ. Πόλκας