Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
10.7. Ερμής - Δίας - Αθηνά
Το έπος της Οδύσσειας όμως δεν τερματίζεται εδώ, όπως το θέλησαν κάποιοι αλεξανδρινοί γραμματικοί αλλά και νεότεροι ομηρολόγοι. Ο ποιητής αποκρούει την εύκολη αυτή λύση, που ακούγεται λίγο πολύ ρομαντική, επιφυλάσσοντας ένα τέλος διφορούμενο και προβληματικό. Ήδη ο Οδυσσέας έχει ανακοινώσει στην Πηνελόπη τον χρησμό του Τειρεσία, που του επιβάλλει σύντομα μια δεύτερη αποδημία. Τώρα αποφασίζει ο ποιητής να δραματοποιήσει τα παρεπόμενα και τις συνέπειες της μνηστηροφονίας. Σ᾽ αυτό το πρόγραμμα ανταποκρίνονται τα δρώμενα της τελευταίας ραψωδίας του έπους, που μοιράζονται στον κάτω και στον πάνω κόσμο.
Προτάσσεται ο κάτω κόσμος, που ονομάστηκε «Μικρή Νέκυια», για να διακρίνεται από τη «Μεγάλη Νέκυια» της ενδέκατης ραψωδίας. Η κάθοδος στον Άδη πραγματοποιείται με τη συνδρομή του Ερμή, ο οποίος, ως ψυχοπομπός, οδηγεί τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων στον ασφοδελό λειμώνα, όπου κατοικούν και κυκλοφορούν τα είδωλα των νεκρών. Καθ᾽ οδόν οι ψυχές των μνηστήρων τρίζουν σαν νυχτερίδες που πετούν στο βάθος μιας μεγάλης σπηλιάς.
Στον κάτω κόσμο συναντούν οι ψυχές τους σκιές ιλιαδικών ηρώων: του Αχιλλέα, του Πατρόκλου, του Αντίλοχου, του Αίαντα, αλλά και του οδυσσειακού Αγαμέμνονα. Με τον οποίο ο Αχιλλέας ανοίγει όψιμο διάλογο, υπογραμμίζοντας το άδοξο τέλος του άλλοτε ένδοξου Αγαμέμνονα. Εκείνος ανταποκρίνεται, διηγούμενος διεξοδικά το μεταθανάτιο κλέος του μεγάλου ιλιαδικού ήρωα: τον αγώνα των Αχαιών γύρω από το νεκρό σώμα του και τη μεταφορά του στα πλοία· τον πάνδημο θρήνο, στον οποίο πήραν μέρος η Θέτις, με τις θυγατέρες του Νηρέα, και οι Μούσες· την πυρά και την περισυλλογή των λευκών οστών, που έσμιξαν με τα οστά του Πατρόκλου στον ίδιο χρυσό αμφορέα· τα επιτάφια άθλα και έπαθλα· τον επιφανή τύμβο πάνω στον κάβο, αντίκρυ στον Ελλήσποντο, για να τον βλέπουν όσοι παραπλέουν.
Η διήγηση μετά διπλασιάζεται, καθώς ο Αγαμέμνων ρωτά την ψυχή του Αμφιμέδοντα γιατί και πώς οι μνηστήρες βρέθηκαν στον κάτω κόσμο. Κι εκείνος εξιστορεί τα διαδοχικά κεφάλαια της περιπέτειάς τους, πριν και μετά την άφιξη του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ακούγοντας ο Αγαμέμνων, μακαρίζει τον Οδυσσέα, συγκρίνοντας την πιστή Πηνελόπη με την άπιστη Κλυταιμνήστρα. Εδώ κλείνει η «Μικρή Νέκυια», και η αφήγηση μεταφέρεται τώρα στον πάνω κόσμο, μοιρασμένη πάλι στα δύο.
Το πρώτο μέρος της αφιερώνεται στην έξοδο του Οδυσσέα προς τους αγρούς, όπου βρίσκει τον πατέρα του να σκαλίζει μόνος ένα δεντράκι, βρώμικος, με κακοραμμένο χιτώνα και γιδίσιο σκούφο στο κεφάλι. Ο επόμενος αναγνωρισμός διαβαθμίζεται: προηγείται πλαστή διήγηση του γιου, ακολουθεί ο θρήνος του πατέρα, τέλος φανερώνονται τα αναγνωριστικά σήματα· η ουλή στο πόδι, τα κληροδοτημένα δέντρα κι αμπέλια. Πατέρας και γιος εναγκαλίζονται και προχωρούν στο παραπλήσιο υποστατικό, όπου δούλοι πιστοί ετοιμάζουν δείπνο, μια σικελιώτισσα γυναίκα λούζει τον Λαέρτη, η Αθηνά τον εξωραΐζει.
Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της αφήγησης, σε έντονη αντίστιξη, απειλείται εμφύλιος πόλεμος. Δικοί και γονείς των σκοτωμένων μνηστήρων, συναθροισμένοι στην αγορά, διαβουλεύονται την εκδίκησή τους. Ο μάντης Αλιθέρσης δεν κατορθώνει να τους κατευνάσει, μιλώντας για δίκαιη τιμωρία. Επιβάλλει ο Ευπείθης, πατέρας του Αντίνοου, τη δική του εκδικητική λύση, μ᾽ ένα προκλητικό και όχι εντελώς ασύστατο επιχείρημα, που ο ποιητής το αφήνει ασχολίαστο (ω 426-429).
Η σύγκρουση πάει να αρχίσει. Αλλά σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο, παρεμβαίνει η Αθηνά ρυθμιστικά, εκμαιεύοντας τη συμφιλιωτική πρόταση του Δία. Λέει (ω 473-476):
Πατέρα μας Κρονίδη, ο πρώτος όλων των θεών, δώσε μου
τώρα απόκριση σε μιαν ερώτηση: στο βάθος τι να κρύβει πάλι ο νους σου;
θ᾽ ανοίξεις πόλεμο φριχτό, άγρια σφαγή ανάμεσό τους; ή μήπως
σκέφτεσαι να επιβάλεις μεταξύ τους συμφιλίωση;
Ο Δίας όμως της επιστρέφει την ερώτηση: αφού το θέλησε η ίδια, γυρίζοντας ο Οδυσσέας πίσω, να πάρει εκδίκηση από τους μνηστήρες, δικό της είναι τώρα και το πρόβλημα· ας κάνει ό,τι θέλει. Εκείνος πάντως προτείνει λήθη των παθών, αποκατάσταση της τάξης και ένορκη ειρήνη. Η Αθηνά με ανακούφιση αφήνει τον Όλυμπο, και φτάνοντας ορμητική στην αγορά αντιμετωπίζει την εμφύλια σύρραξη. Στο μεταξύ, ο Οδυσσέας εξάπτει το αγωνιστικό μένος του Τηλεμάχου, η θεά αφήνει τον Λαέρτη να ακοντίσει τον Ευπείθη, χτυπούν σπαθιά, σμίγουν δόρατα. Αλλά η Αθηνά τώρα βγάζει φωνή μεγάλη (ω 531-532):
Τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε, καιρός με δίχως αίματα,
φίλοι να χωριστείτε.
Οι αντίπαλοι, πράσινοι από τρόμο, παραιτούνται. Ο Οδυσσέας μόνον κινείται ακάθεκτος. Όμως, στην ώρα του, του Δία ο κεραυνός πέφτει στα πόδια της θεάς, οπότε εκείνη αποτρέπει τον προστατευόμενό της ήρωα μ᾽ αυτά τα λόγια (ω 542-544):
Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Οδυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου, μήπως
του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, εξοργιστεί μαζί σου.
Ο Οδυσσέας, αναγνωρίζοντας τη φωνή της θεάς, υπακούει στην προσταγή της. Οπότε η Αθηνά βάζει τους δυο στρατούς να ορκιστούν τη συμφιλίωσή τους για το παρόν και για το μέλλον, κυκλοφορώντας με τη μορφή του Μέντορα. Εδώ πέφτει η αυλαία του έπους.
Συγκρίνοντας πέρας και αρχή της Οδύσσειας, εύκολα αναγνωρίζεται η συμμετρική τους ανταπόκριση σε όλα τα βασικά σημεία τους. Στην αφετηρία του έπους ζητούμενο ήταν το πέρασμα από την αδράνεια στη δράση, από την καθήλωση στην κίνηση, από τον ασυντέλεστο στον συντελεσμένο νόστο. Πλαίσιο για το ξεκίνημα ορίστηκε εκεί η θεών αγορά, όπου συνάπτεται ο κρίσιμος διάλογος Δία και Αθηνάς. Στον οποίο η θεά, με τη διπλή της πρόταση, αναλαμβάνει ρόλο προγραμματικό και ρυθμιστικό. Ο Δίας συγκατανεύει και ο ποιητής εμπιστεύεται την εκκίνηση και την εξέλιξη του έπους του στην κόρη του Διός, η οποία καθ᾽ οδόν επιλέγει ως συνεργάτη της τον Οδυσσέα. Έτσι τα ασύνδετα συνδέονται, τα ασύμπτωτα συμπίπτουν: ο γιος με τον πατέρα, ο νόστος με τη μνηστηροφονία, η διήγηση με τη δράση, η αλήθεια με το ψέμα, η ειλικρίνεια με τον δόλο.
Για να περατωθεί το έπος επαναλαμβάνεται η σκηνοθεσία της αρχής του: διάλογος Δία και Αθηνάς· παραχώρηση από τον Δία (και ανάθεση από τον ποιητή) στη θεά να αναλάβει τον τελικό της ρόλο· εκείνη που άνοιξε το ποίημα, εκείνη τώρα και να το σφραγίσει. Οριστικά τώρα τα ασύνδετα συνδέονται και τα ασύμπτωτα συμπίπτουν: η διασάλευση με τη σταθερότητα· η έχθρα με τη συμφιλίωση· ο εμφύλιος με την ένορκη ειρήνη· ο κεραυνός με την τελική ηρεμία του πλήθους, όπου η θεά κυκλοφορεί μεταμορφωμένη.
Στην Ιλιάδα κυρίαρχος ρυθμιστής του έπους είναι ο Δίας. Στην Οδύσσεια ο Δίας υποχωρεί προς όφελος της κόρης του, της Αθηνάς. Παραιτείται κατά κάποιον τρόπο από τον ποιητικό του ρόλο για δική της χάρη. Αυτή η απόφαση του ποιητή καθιστά την Οδύσσεια οικειότερο έπος από την Ιλιάδα, στον βαθμό που η θεά συχνά πυκνά κατεβαίνει από τον Όλυμπο και ανακατεύεται με τους ανθρώπους, παίρνοντας μάλιστα και τη μορφή τους. Από την άποψη αυτή η Οδύσσεια, λιγότερο ηρωική από την Ιλιάδα, μοιάζει ανθρωπινότερη: συμμερίζεται περισσότερο τα πάθη των ανθρώπων και φαίνεται να προτείνει μια διαχείρισή τους λίγο πολύ πολιτική, που την εκπροσωπούν μέσα στο έπος συνεργατικά η Αθηνά και ο Οδυσσέας. Σ᾽ αυτούς ο νους (λέξη που προβάλλεται και στο προοίμιο του έπους: νόον ἔγνω), η εφευρετική δηλαδή και πολύτροπη σκέψη, έχει το πάνω χέρι.
Δ. Ν. Μαρωνίτης