Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
10.6. Αθηνά - Μνηστήρες
Στους αντίποδες του εξωραϊσμού τοποθετείται η εφιαλτική παραμόρφωση των μνηστήρων από την Αθηνά στην έξοδο της εικοστής ραψωδίας (υ 345-357), η οποία δηλώνεται μάλιστα δύο φορές: περιγραφικά από τον ποιητή, οραματικά από τον θεόπνευστο Θεοκλύμενο, ως εξής (υ 351-357):
Άθλιοι, άθλιο πάθος υποφέρετε! Νύχτα σας τύλιξε,
κεφάλια, πρόσωπα, τα γόνατά σας.
Η οιμωγή σας φλέγεται, τα μάγουλά σας μούσκεψαν στο δάκρυ,
αίμα οι τοίχοι στάζουν, αίμα της στέγης τα καλά δοκάρια,
είδωλα γέμισε το πρόθυρο, είδωλα η αυλή,
που βιάζονται να κατεβούν στο Έρεβος, να βυθιστούν στο σκότος·
στον ουρανό αμαυρώθηκε ο ήλιος, μια καταχνιά θολή
απλώνεται τώρα παντού.
Η εξαιρετική τόλμη αυτής της παραμόρφωσης (ηπιότερη μορφή της αναγνωρίζεται στο τέλος της δεύτερης ραψωδίας, β 393-398) επαυξάνεται από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι μνηστήρες δεν αισθάνονται τη φριχτή τους αλλοίωση και αντιδρούν χαρακτηρίζοντας ξεμωραμένο τον μάντη, τον οποίο απειλούν και εκδιώκουν βάναυσα.
Ανάλογα διχάζονται και οι άλλες εκτελεστικές κινήσεις της Αθηνάς, καθώς το έπος προοδεύει προς το τέλος του: επικουρεί η θεά τους φίλους (τον Οδυσσέα προπάντων, αλλά και την Πηνελόπη, τον Τηλέμαχο, τον Λαέρτη), και αντιμάχεται τους εχθρούς (τους μνηστήρες και όσους τους συμπαραστέκονται). Η διπλή αυτή παρέμβαση της Αθηνάς προφαίνεται παραστατικότερα στην εικοστή δεύτερη ραψωδία, όπου εξελίσσεται και διεκπεραιώνεται η πράξη της μνηστηροφονίας.
Έχουν προηγηθεί οι φονικές βολές του τοξότη Οδυσσέα, με τις οποίες εξοντώνονται πρώτος ο Αντίνοος και μετά ο Ευρύμαχος, ενώ τον Αμφίνομο τον εξουδετερώνει με το δόρυ του ο Τηλέμαχος. Η σύγκρουση ύστερα γενικεύεται, καθώς ο Μελάνθιος μεταφέρει στην αίθουσα όπλα για τους μνηστήρες. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή επέρχεται η Αθηνά, με τη μορφή του Μέντορα. Ο Οδυσσέας την αναγνωρίζει και ενθαρρύνεται. Η μεταμορφωμένη ωστόσο θεά ερεθίζει το αγωνιστικό του μένος, καθιστώντας προσώρας την αναμέτρηση ισόπαλη. Στο μεταξύ, μεταμορφωμένη η Αθηνά σε χελιδόνα, παρακολουθεί από το καπνισμένο δοκάρι της στέγης την έκβαση του αγώνα. Οι μνηστήρες τώρα ανταποκρίνονται στις αλλεπάλληλες βολές του Οδυσσέα και του Τηλεμάχου, αλλά τα περισσότερα δόρατά τους η θεά τα καθιστά άστοχα - ένα μόνο, του Κτήσιππου, γδέρνει στον καρπό το χέρι του Τηλεμάχου. Όταν ο ανταγωνισμός παροξύνεται, η Αθηνά σηκώνει από ψηλά τη φονική ασπίδα της, σαλεύοντας τις φρένες των μνηστήρων, οι οποίοι σκορπίζουν σαν ένα κοπάδι βόδια, που τα παραζαλίζει την εποχή της άνοιξης, πετώντας γύρω τους, μια μύγα. Καθώς η μνηστηροφονία βαίνει προς το τέλος της, ακούγονται κάποια επιλογικά επεισόδια: η ικεσία του μνηστήρα Ληώδη δεν λυγίζει τον Οδυσσέα, που τον σκοτώνει· με την παρέμβαση του Τηλεμάχου σώζονται μόνον ο αοιδός Φήμιος και ο κήρυκας Μέδων, που είχε περίτρομος κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα. Ενδιαμέσως η Αθηνά αποσύρεται.
Επανέρχεται στην επόμενη ραψωδία, παρατείνοντας τη νύχτα και καθυστερώντας τον ερχομό της αυγής. Ο αναγνωρισμός των συζύγων έχει συντελεστεί: η Ευρυνόμη τους οδηγεί στο αμετακίνητο συζυγικό κρεβάτι· μετά από είκοσι χρόνια χωρισμού, αγαπιούνται· μετακενώνουν ο ένας στον άλλον την εμπειρία του χωρισμού· ο Οδυσσέας συνοψίζει τις περιπέτειές του στους «Μικρούς Απολόγους» · φτάνοντας στην προπομπή των Φαιάκων, χαλαρώνουν τα μέλη του και κλείνουν τα μάτια του. Όταν η γλύκα του ύπνου περισσεύει, η Αθηνά δίνει το σύνθημα να αναδυθεί η Αυγή από τα βάθη του Ωκεανού, φέρνοντας φως στη γη και στους ανθρώπους.
Δ. Ν. Μαρωνίτης