Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.1. Όπως οι ηθοποιοί της τραγωδίας

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια μεσογειακή αυτοκρατορία. Με κέντρο τη Ρώμη, εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ωκεανό στη δύση έως τον Εύξεινο Πόντο και τον Ευφράτη ποταμό στην ανατολή, και από τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη στον βορρά (για ένα διάστημα περιέλαβε και τη νότιο Αγγλία) έως τη Σαχάρα στον νότο. Κάθε προσπάθεια να ξεπεραστούν αυτά τα όρια απέβη άκαρπη ή βραχύβια. Στα χρόνια του Αυγούστου, ύστερα από δεκαετίες πολέμων, ο συνολικός της πληθυσμός δεν πρέπει να ξεπερνούσε κατά πολύ τα 45.000.000 (που μπορεί να αντιπροσώπευε το 15% του πληθυσμού της γης). Από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη διέθεταν λιγότεροι από 5.000.000 άνθρωποι (αν συμπεριληφθούν οι γυναίκες των πολιτών), οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούσαν στην Ιταλία. Ενάμιση αιώνα αργότερα, ο συνολικός πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξήθηκε και μπορεί να ξεπέρασε τα 60.000.000.

Τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού την αποτελούσαν αγρότες, διασπαρμένοι σε πλήθος χωριά. Στις 1.000 περίπου πόλεις ήταν συγκεντρωμένο λιγότερο από το 20% του συνολικού πληθυσμού, και από αυτό ένα μεγάλο τμήμα απασχολούνταν επίσης με την καλλιέργεια της γης. Όπως όλες οι άλλες κοινωνίες της αρχαιότητας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καθαρά αγροτικό χαρακτήρα. Στην παραγωγική εργασία των αγροτών, ελεύθερων και δούλων, στηριζόταν ο πλούτος των ανώτερων τάξεων, η διοίκηση και ο στρατός.

Οι περισσότερες πόλεις ήταν σχετικά μικρές, με πληθυσμούς από 2.000 έως 20.000 κατοίκους. Πραγματικά μεγάλες πόλεις υπήρχαν μόνο στην Ανατολή. Το Πέργαμο μπορεί να είχε 50.000-100.000 κατοίκους, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια εκατοντάδες χιλιάδες. Μόνο ο πληθυσμός της Ρώμης ενδέχεται να έφτασε το 1.000.000. Γύρω στο 15% των κατοίκων της αυτοκρατορίας, δηλαδή κοντά 7.000.000 άνθρωποι, θα πρέπει να ήταν δούλοι· πολλοί από αυτούς βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην Ιταλία, όπου το ποσοστό τους ενδέχεται να ξεπερνούσε το 30%. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα κατοικούσαν, όπως έχει υπολογιστεί, λιγότεροι από 3.000.000 άνθρωποι· πολλοί Έλληνες ωστόσο βρίσκονταν διασπαρμένοι σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, κυρίως στο ανατολικό της τμήμα αλλά και στη Ρώμη.

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Αυγούστου, στη Σύγκλητο συμμετείχαν 600 άνδρες, ενώ στην τάξη των πλούσιων ιππέων, από την οποία στελεχώνονταν πλήθος κρατικές υπηρεσίες και πολλές ανώτερες θέσεις στον στρατό, περιλαμβάνονταν πάνω από 20.000 άτομα. Στις περισσότερες πόλεις τα ζητήματα της αυτοδιοίκησης και της συγκέντρωσης των φόρων είχαν ανατεθεί σε τοπικές βουλές, που αποτελούνταν συνήθως από τους 100 επιφανέστερους και ευπορότερους κατοίκους. Οι ανώτερες τάξεις, δηλαδή οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι τοπικοί βουλευτές δεν ξεπερνούσαν έτσι τις 150.000, αντιπροσωπεύοντας μαζί με τις οικογένειες τους το 1% του συνολικού πληθυσμού. Στην κορυφή της πυραμίδας βρισκόταν ο αυτοκράτορας.

Οι Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να προσφωνούν τον αυτοκράτορα βασιλιά, αλλά στην ίδια τη Ρώμη, ο τίτλος αυτός (rex) ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Από την εποχή του Αυγούστου, ένας άνδρας αποκτούσε τον τίτλο του αὐτοκράτορος (imperator) και θεωρούνταν ἡγεμών (princeps), δηλαδή πρώτος πολίτης. Αυτός συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την υπέρτατη στρατιωτική, πολιτική, δικαστική αλλά και θρησκευτική εξουσία, εφόσον αναγορευόταν μέγας ἀρχιερεύς (pontifex maximus, δηλαδή «μέγιστος γεφυροποιός», για να δηλωθεί η επαφή που η παρουσία του αποκαθιστούσε με τον θεϊκό κόσμο). Μετά τον θάνατό του, η αναγόρευση νέου αυτοκράτορα γινόταν τυπικώς από τη Σύγκλητο, αλλά πολλές φορές η διαδοχή ήταν ήδη προεξοφλημένη, είτε κληρονομικά είτε με υιοθεσία. Σε αρκετές περιστάσεις, όπως συνέβαινε μετά τη δολοφονία ενός αυτοκράτορα ή τον θάνατό του στον πόλεμο, ιδιαίτερο ρόλο στη διαδοχή είχε ο στρατός, και μάλιστα η επίλεκτη αυτοκρατορική σωματοφυλακή, που ονομαζόταν πραιτοριανή φρουρά. Μετά τον Οκταβιανό, όλοι οι αυτοκράτορες αποκαλούνταν τιμητικά αύγουστοι (augusti, δηλαδή «σεβαστοί»), ενώ αυτοί που προορίζονταν για τη διαδοχή έπαιρναν συχνά τον τίτλο του καίσαρα.

Ο αυτοκράτορας στήριζε τη δύναμή του κυρίως στον έλεγχο του στρατού. Στο ξεκίνημα της μοναρχίας ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις 350.000 άνδρες, οργανωμένους σε λεγεώνες και βοηθητικά σώματα, και ήταν διασπαρμένος σε πολλές επαρχίες. Δύο αιώνες αργότερα είχε φτάσει τις 400.000 άνδρες. Για τη διοίκηση των 40 περίπου επαρχιών διορίζονταν διοικητές, άλλοι από τη Σύγκλητο και άλλοι από τον αυτοκράτορα, κυρίως σε περιοχές όπου η στρατιωτική παρουσία ήταν εντονότερη. Αυτοί είχαν τη γενική ευθύνη για την τάξη, την προστασία από επιδρομείς και την απονομή της δικαιοσύνης. Η θανατική καταδίκη ήταν συνήθως δική τους αρμοδιότητα. Για να ασκήσει την εξουσία του, ο αυτοκράτορας αξιοποιούσε συγκλητικούς και ιππείς, διέθετε ωστόσο και μια προσωπική διοικητική υπηρεσία που στελεχωνόταν από τον οίκο του (familia Caesaris), που περιλάμβανε τους δούλους του και τους απελεύθερούς του, αρκετοί από τους οποίους αποκτούσαν πολύ μεγάλη εξουσία.

Η κεντρική διοίκηση και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποσπούσαν με τη φορολογία, με τα ενοίκια, τις έκτατες εισφορές και τις καταναγκαστικές εργασίες που επέβαλλαν (ἀγγαρείας) μεγάλο μέρος του παραγωγικού πλεονάσματος. Όταν η ρωμαϊκή εξουσία σταθεροποιήθηκε, η επίσημη φορολογία δεν ήταν υψηλότερη από ό,τι σε άλλες εποχές, και έτσι η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Η ένταξη στην ίδια πολιτική επικράτεια πολυάριθμων πόλεων και ολόκληρων βασιλείων, που βρίσκονταν για αιώνες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και συχνά σε ανοιχτούς πολέμους, διευκόλυνε τις μετακινήσεις και το εμπόριο· επίσης, την αύξηση της παραγωγής και την ανάπτυξη των τεχνών. Για μεγάλες περιόδους η πειρατεία σχεδόν εξέλιπε. Παρά τους πολύνεκρους πολέμους που συνεχίζονταν στα σύνορα της αυτοκρατορίας, η Ιταλία και οι περισσότερες επαρχίες ζούσαν με ασφάλεια - μολονότι, εκτός από τις ιουδαϊκές εξεγέρσεις, δεν έλειπαν και εμφύλιοι πόλεμοι, κυρίως τον 3ο αιώνα, για την επιβολή αυτοκρατόρων. Ένα ενιαίο ρωμαϊκό νόμισμα αναγνωριζόταν επίσημα παντού, ενώ το φορολογικό σύστημα προωθούσε την κυκλοφορία του χρήματος και συνέβαλλε στον εκχρηματισμό της οικονομίας έως τις πιο απόμακρες περιοχές. Από αυτά που εισέπραττε η κεντρική διοίκηση ένα μικρό μέρος επέστρεφε στις επαρχίες για τη μισθοδοσία του στρατού, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών σε περιόδους λιμών και σεισμών καθώς και για την κατασκευή ναών, δημόσιων κτιρίων, υδραγωγείων και άλλων μεγάλων έργων ως ευεργεσίες.

Στην αυτοκρατορία κατοικούσαν πολλά έθνη, καθένα με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τις θρησκευτικές του συνήθειες. Όλες οι μορφές λατρείας γίνονταν γενικά αποδεκτές, εκτός αν παραβίαζαν τον νόμο ή τα χρηστά ήθη. Η διοίκηση δεν απασχολούσε πολλούς υπαλλήλους και βασιζόταν πολύ σε γραπτά τεκμήρια. Οι νόμοι και τα διατάγματα διατυπώνονταν πάντα γραπτώς, και μια διαρκής αλληλογραφία συνέδεε την πρωτεύουσα με τις επαρχίες. Για τον υπολογισμό και την είσπραξη των φόρων γίνονταν περιοδικώς απογραφές του πληθυσμού σε διάφορες επαρχίες, συντάσσονταν κατάλογοι και εκδίδονταν πιστοποιητικά. Ωστόσο, το γενικό ποσοστό των αναλφάβητων στην αυτοκρατορία παρέμενε πάντα πολύ υψηλό. Μόλις το 10% του πληθυσμού ενδέχεται να χειριζόταν τη γραφή με κάποια επάρκεια. Ακόμη και στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα δεν θα πρέπει να ήταν υψηλότερο από 20-30%. Υπήρχαν ωστόσο επαγγελματίες γραφείς διαθέσιμοι για όλες τις δουλειές, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε πολλά χωριά.

Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, ιδίως στις επαρχίες, άρχισαν να αποδίδουν στον αυτοκράτορα θεϊκές τιμές και δέχονταν με ευκολία τη λατρεία του, την οποία προωθούσαν οι αρχές για λόγους συνοχής και υποταγής. Στην Ανατολή ήταν άλλωστε εξοικειωμένες με την απόδοση θεϊκής λατρείας στους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Το 212 ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (198-217) παραχώρησε με τη λεγόμενη Constitutio Antoniniana δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στο σύνολο σχεδόν των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Το μέτρο ενδέχεται να υπηρετούσε διάφορους σκοπούς, ακόμη και καθαρά φορολογικούς (όπως υποστηρίζει ο Δίων Κάσσιος), συνέβαλε πάντως στο αίσθημα ενότητας που είχε ανάγκη η αυτοκρατορία. Σε όποιο μέρος και αν κατοικούσε ένας ελεύθερος άνθρωπος, σε όποιο λαό και αν ανήκε, σε όποια κοινωνική θέση και αν ήταν ενταγμένος, μπορούσε και όφειλε να αισθάνεται Ρωμαίος. Ο Καρακάλλας άλλωστε ήταν μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάνδρου. Είχε μάλιστα οργανώσει ολόκληρη φάλαγγα αποκλειστικώς με Μακεδόνες.

Μέσα στις οικουμενικές συνθήκες που δημιούργησε η αυτοκρατορία, πολλές παραδοσιακές γλώσσες μετασχηματίστηκαν και εξελίχθηκαν. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία ένδειξη ότι κάποια από αυτές που μιλήθηκαν, ιδίως στην Ανατολή, πριν από την επιβολή των Ρωμαίων κινδύνεψε να εξαφανιστεί. Σε κοινωνίες του προφορικού λόγου ακόμη και μια αριθμητικά μικρή ομάδα μπορεί να διατηρήσει το ιδίωμά της, έστω και αν δεν διαθέτει γραφή. Το σημαντικό είναι ότι, παράλληλα με τις τοπικές γλώσσες, σε ολόκληρη την επικράτεια κυριάρχησαν, ως γλώσσες της διοίκησης, τα λατινικά στο δυτικό τμήμα και τα ελληνικά στο ανατολικό, με μεγαλύτερη μάλιστα ορμή από ό,τι την εποχή των Διαδόχων. Μεγάλα πλήθη τοπικών πληθυσμών εξοικειώνονταν είτε με τα λατινικά είτε με τα ελληνικά, ανάλογα με την περιοχή που ζούσαν, και τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερη γλώσσα. Από τον Ατλαντικό ωκεανό ως τη Ρώμη ένας ταξιδιώτης μπορούσε να συνεννοηθεί επαρκώς μιλώντας λατινικά, και από τη Ρώμη ως τον Ευφράτη μιλώντας ελληνικά.

Οι δύο αυτές κυρίαρχες γλώσσες, που χρησιμοποιήθηκαν από τη διοίκηση, το εμπόριο, την υψηλή διανόηση αλλά και τους απλούς ανθρώπους, επηρεάστηκαν αμοιβαία και επηρέασαν, σε διάφορους βαθμούς, τις τοπικές διαλέκτους. Η λατινική των αυτοκρατορικών χρόνων δανείστηκε πολλές λέξεις και όρους από την ελληνική φιλοσοφία και τη λογοτεχνία για να εμπλουτιστεί σε τομείς που υστερούσε. Ο ποιητής Λουκρήτιος εξηγούσε με παρρησία ότι ήταν δύσκολο να εξηγήσει σε λατινικούς στίχους τις σκοτεινές έρευνες των Ελλήνων, και μάλιστα αφού ήταν ανάγκη να βρει καινούργια λόγια, εφόσον επρόκειτο για νέες έννοιες, ενώ η γλώσσα του παρέμενε φτωχή. Η ελληνική γλώσσα της εποχής δανείστηκε με τη σειρά της λατινικούς στρατιωτικούς και διοικητικούς όρους (Παπαγγελής κεφ. 15 [σ. 206-217]).

Από την εποχή που η Ρώμη κυριάρχησε στη Μεσόγειο, για δύο περίπου αιώνες, η ρητορική, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία και η ποίηση σημείωσαν μεγάλη πρόοδο στη λατινική γλώσσα. Ωστόσο, η ελληνική παράδοση στα γράμματα αποτελούσε πάντα αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού στη Ρώμη. Κάθε μορφωμένος άνδρας όφειλε να γνωρίζει ελληνικά. Πολλοί Ρωμαίοι, ακόμη και στρατιωτικοί, εκφράζονταν στα ελληνικά με άνεση. Αντίθετα, λιγοστοί Έλληνες μάθαιναν λατινικά, και αυτό το έκαναν περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο για να παρακολουθήσουν την πρόοδο των λατινικών γραμμάτων.

Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, που πλησίασε πολύ το πρότυπο του βασιλιά-φιλοσόφου, σε ώρες ανάπαυλας από τους πολέμους του εναντίον Γερμανών εισβολέων κατέγραψε τους προσωπικούς του στοχασμούς στα ελληνικά. Είχε διδαχτεί πολλά από την ελληνική φιλοσοφία, μολονότι αρνήθηκε να διδαχτεί από την ελληνική πολιτική ιστορία. Όπως εξηγεί στις σημειώσεις του, πρότυπο για έναν ηγεμόνα δεν έπρεπε να είναι ούτε ο Αλέξανδρος ούτε ο Φίλιππος. Οι ηγεμόνες έπρεπε να φέρονται σύμφωνα με αυτά που απαιτούσε η φύση, όχι οι προσωπικές τους φιλοδοξίες. Κανείς δεν μπορούσε να τον υποχρεώσει να μιμηθεί άνδρες που είχαν φερθεί όπως οι ηθοποιοί μιας τραγωδίας. Η ειρωνεία ήταν βεβαίως ότι, όπως ο ίδιος γνώριζε καλά, ως ηθοποιοί τραγωδίας είχαν φερθεί πολλοί προκάτοχοί του Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ορισμένοι μάλιστα, όπως ο Νέρων, θύμιζαν περισσότερο ηθοποιούς κωμωδίας - τουλάχιστον στα μάτια πολλών Ελλήνων. Ο Μάρκος Αυρήλιος επισκέφθηκε την Αθήνα και, όπως πολλοί άλλοι επιφανείς Ρωμαίοι, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια και χρηματοδότησε τους δασκάλους στις φιλοσοφικές σχολές.

Δημήτρης I. Κυρτάτας