Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
2.2. Ένας μεγάλος βράχος έπεσε πάνω στους άρχοντες
Γύρω στο 500 οι Σπαρτιάτες κάλεσαν τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους σε σύσκεψη. Είχαν κάνει ένα σοβαρό λάθος στην εξωτερική πολιτική και επιθυμούσαν να επανορθώσουν το ταχύτερο. Ισχυρίστηκαν ότι, παραπλανημένοι από χαλκευμένους χρησμούς, ανέτρεψαν τον τύραννο της Αθήνας, τον Ιππία, μολονότι ήταν φιλικός προς αυτούς, και παρέδωσαν την πόλη σε έναν αχάριστο δήμο. Οι Αθηναίοι ωστόσο, παρά την ευεργεσία, σήκωσαν κεφάλι και τους έδιωξαν από την πόλη (αντί να ενταχθούν, όπως αναμενόταν, στη συμμαχία τους). Ελεύθεροι πλέον και ανεξάρτητοι, γίνονταν καθημερινά ισχυρότεροι. Επιθυμούσαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες, με τη βοήθεια των συμμάχων τους, να αποδώσουν την εξουσία και πάλι στον τύραννο.
Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, εμφανίζει τον αντιπρόσωπο των Κορίνθιων στη σύσκεψη να εξανίσταται και βάζει στο στόμα του τα ακόλουθα λόγια:
Ο ουρανός θα βρεθεί κάτω από τη γη και η γη θα βρεθεί μετέωρη πάνω από τον ουρανό και οι άνθρωποι θα ζουν με θαλασσινό νερό και τα ψάρια στη στεριά, όταν εσείς, Λακεδαιμόνιοι, ετοιμάζεστε να καταργήσετε στις διάφορες πόλεις την ἰσοκρατίαν και να επιβάλετε τυραννίες, που απ᾽ αυτές δεν υπάρχει πιο άδικο και σκληρό καθεστώς. Αν νομίζετε ότι είναι σωστό να υπάρχουν τυραννίες στις πόλεις, τότε εσείς πρώτοι διαλέξτε έναν τύραννο και τότε μόνο προσπαθήστε να επιβάλετε και στους άλλους τυραννία. Αλλά εσείς δεν έχετε δοκιμάσει την τυραννία και προφυλάσσετε με όλα τα μέσα τη Σπάρτη για να την αποφύγει, ενώ θέλετε να την επιβάλετε στους συμμάχους σας.
(μτφρ. Ά. Βλάχος)
Την εποχή που έγινε η σύσκεψη, η τυραννία ήταν πολίτευμα μισητό στον ελληνικό κόσμο. Πολλές ελληνικές πόλεις είχαν διακυβερνηθεί από τυράννους τους οποίους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατάφεραν να ανατρέψουν - συχνά με τη βοήθεια της Σπάρτης. Ο αντιπρόσωπος των Κορίνθιων, οι οποίοι διέθεταν μεγάλο κύρος στη συμμαχία, θεώρησε χρήσιμο να αφηγηθεί τη δική τους εμπειρία. Την πόλη τους διοικούσαν κάποτε οι Βακχιάδες, μια ομάδα ευγενών που παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Μια από τις κόρες τους, ωστόσο, επειδή ήταν κουτσή και δεν βρήκε γαμπρό στον κύκλο της, παντρεύτηκε κάποιον από άλλο γένος. Μαζί του απέκτησε έναν γιο, τον Κύψελο. Με την ενθάρρυνση του μαντείου των Δελφών, ο Κύψελος ανέτρεψε τους Βακχιάδες και έγινε τύραννος. Έδιωξε αρκετούς Κορίνθιους από την πόλη, κατέσχεσε τις περιουσίες πολλών και σκότωσε ακόμη περισσότερους. Στην εξουσία παρέμεινε ευτυχής για τριάντα χρόνια και, όταν πέθανε, τον διαδέχθηκε ο γιος του Περίανδρος. Ο Περίανδρος ήταν στην αρχή ηπιότερος από τον πατέρα του, αλλά στη συνέχεια έγινε πολύ χειρότερος. Ασκώντας βία, θεώρησε επιπλέον σωστό να προσβάλει τις γυναίκες των Κορίνθιων για να τιμήσει τη δική του νεκρή σύζυγο.
Η ιστορία αυτή είναι διαφωτιστική, καθώς υπογραμμίζει βασικά χαρακτηριστικά της τυραννίας. Αφήνει ωστόσο κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες αδιευκρίνιστες. Δεν είναι σαφές πώς κατάφερε ο Κύψελος να κερδίσει την εύνοια του μαντείου, να ανατρέψει τους ευγενείς και να παραμείνει στην εξουσία για πολύ μεγάλο διάστημα, μεταβιβάζοντάς την μάλιστα στον γιο του.
Για την τυραννία στην Κόρινθο συγκέντρωσε πληροφορίες και ένας μεταγενέστερος ιστορικός, ο Νικόλαος Δαμασκηνός, από το έργο του οποίου έχουν σωθεί αποσπάσματα. Σύμφωνα με τον Νικόλαο, ο Κύψελος δεν έγινε τύραννος αλλά βασιλιάς. Πριν ανατρέψει τους ευγενείς, κέρδισε την εμπιστοσύνη των πολιτών της Κορίνθου, επειδή, σε αντίθεση με τους Βακχιάδες που ήταν υβριστές και βίαιοι, αυτός είχε θεωρηθεί ανδρείος και σώφρων. Επιπλέον, διακρίθηκε ως πολέμαρχος, ασκώντας με ηπιότητα τα δικαστικά καθήκοντα που του αναλογούσαν. Διαπιστώνοντας ότι οι πολίτες της Κορίνθου εχθρεύονταν τους Βακχιάδες, έγινε αρχηγός τους. Είχε άλλωστε με το μέρος του και χρησμό από το μαντείο. Σκότωσε αυτόν που ασκούσε εκείνη τη χρονιά την εξουσία και αναγορεύτηκε από τον δήμο βασιλιάς στη θέση του. Δήμευσε τις περιουσίες ευγενών και τους έδιωξε από την πόλη. Επανέφερε όμως όσους είχαν εξοριστεί από τους Βακχιάδες και απέδωσε πολιτικά δικαιώματα σε εκείνους που τα είχαν στερηθεί.
Όσα χρόνια παρέμεινε στην εξουσία ο Κύψελος ήταν πράος και δεν χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει σωματοφύλακες (δορυφόρους), όπως συνήθιζαν οι τύραννοι. Όταν πέθανε, άφησε την εξουσία στον γιο του Περίανδρο, ο οποίος όμως υπήρξε ωμός και βίαιος. Αυτός χρειαζόταν τριακόσιους σωματοφύλακες για την προστασία του. Δεν άφηνε τους πολίτες να αγοράζουν δούλους και τους κρατούσε διαρκώς απασχολημένους. Ούτε τους επέτρεπε να κάθονται στην αγορά, από φόβο μήπως συνωμοτήσουν εναντίον του. Βρισκόταν σε διαρκείς πολέμους και ναυπηγούσε πολεμικές τριήρεις. Στον ερωτικό του βίο υπήρξε ανόσιος. Ο Περίανδρος, με δυο λόγια, εξέτρεψε τη βασιλεία σε τυραννία.
Οι δύο αφηγήσεις δεν είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα έχει πάντα σημασία η οπτική γωνία του αφηγητή. Ακόμη και όταν επιθυμεί να είναι αντικειμενικός, ο ιστορικός προσέχει διαφορετικές πλευρές των ίδιων φαινομένων και αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στις ίδιες πράξεις. Σε βασικά ζητήματα, πάντως, οι δύο εκδοχές συμφωνούν. Πρώτον, ο Κύψελος πήρε την εξουσία με βία, ανατρέποντας το παλαιό πολιτικό σύστημα. Δεύτερον, κυβέρνησε με αυθαιρεσία, εξορίζοντας, δημεύοντας περιουσίες και θανατώνοντας. Τρίτον, προσπάθησε να καταστήσει την εξουσία του κληρονομική. Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν επίσης ότι ο Περίανδρος, είτε από την αρχή είτε αργότερα, έγινε πολύ χειρότερος και, επιπλέον, δεν σεβόταν τα χρηστά ήθη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συμπληρωματικές διευκρινίσεις της δεύτερης εκδοχής. Απέναντι στους Βακχιάδες ο Κύψελος ήταν σκληρός και αδίστακτος, αλλά μόνο ο Νικόλαος εξηγεί ότι εξέφραζε το γενικό αίσθημα του δήμου και ότι η επιτυχία του οφειλόταν στη διαφθορά του παλαιού καθεστώτος. Η μακρά παραμονή του στην εξουσία δείχνει άλλωστε ότι υπήρξε δημοφιλής. Η αυθαιρεσία του μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, στρεφόταν ωστόσο εναντίον μιας ολιγομελούς κλειστής ομάδας, όχι εναντίον των μαζών.
Η αρχαιολογία και διάσπαρτες ιστορικές μαρτυρίες βοηθούν να φανταστούμε κάπως τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κόρινθο πριν από την επικράτηση του Κύψελου. Για έναν περίπου αιώνα, την εποχή δηλαδή που κυβερνούσαν οι Βακχιάδες, η πόλη ευημερούσε. Αξιοποιούσε με επιτυχία τη γεωγραφική της θέση στον Ισθμό για τις χερσαίες μετακινήσεις μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου και τα δύο λιμάνια της για τις θαλάσσιες μετακινήσεις προς το Αιγαίο πέλαγος ανατολικά και το Ιόνιο δυτικά. Διακρίθηκε έτσι τόσο στο εμπόριο όσο και στην ίδρυση αποικιών, από τις οποίες ξεχώρισαν η Κέρκυρα και οι Συρακούσες. Στην ίδια την πόλη, τεχνίτες και έμποροι ήταν διαρκώς απασχολημένοι, κατασκευάζοντας και διακινώντας εμπορεύματα υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Ο πλούτος που άρχισε να συσσωρεύεται διαμοιράστηκε σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και, σε μεγάλο βαθμό, επενδύθηκε στη γη, δημιουργώντας μια σημαντική τάξη εύπορων αγροτών.
Τα συμφέροντα και οι ανάγκες της Κορίνθου, μετά από έναν αιώνα ανάπτυξης, συγκρούονταν πλέον ευθέως με τα συμφέροντα και τις ανάγκες μιας κλειστής ομάδας ευγενών που δεν ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν την εξουσία με νέους άνδρες. Επιπλέον, ισχυροί και επικίνδυνοι γείτονες, όπως το Άργος και τα Μέγαρα, δεν αντιμετωπίζονταν πλέον αποτελεσματικά από την παλαιά αριστοκρατία. Η λύση βρέθηκε, καθώς φαίνεται, στο πρόσωπο του Κύψελου. Ως απόλυτος άρχοντας μπορούσε να αναδείξει και να κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις. Όταν εδραίωσε την εξουσία του, θα πρόβαλε ασφαλώς στο πλήθος ως αγαθός βασιλιάς και στους ευγενείς ως σφετεριστής δυνάστης, δηλαδή τύραννος.
Οι διαφορετικοί τίτλοι που αποδίδονται στον Κύψελο δεν δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα: βασιλεύς και τύραννος ήταν αρχικά λέξεις συνώνυμες. Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται αρκετοί βασιλείς με μεγάλη εξουσία, αλλά ο τίτλος δίνεται κάποτε και σε άλλους ευγενείς. Στον Ησίοδο βασιλείς αποκαλούνται γενικά οι ευγενείς. Για «τυραννία» έγινε πρώτη φορά λόγος, όσο ξέρουμε, από τον ποιητή Αρχίλοχο, στο μέσον του 7ου αιώνα, ίσως για να δηλωθεί η απόλυτη εξουσία που δεν είχε μεταβιβαστεί κληρονομικά. Για άνδρες που επιβάλλονταν μόνοι τους, έξω από το αριστοκρατικό πλαίσιο, εξοντώνοντας ή εκτοπίζοντας άλλους ευγενείς, θεωρήθηκε χρήσιμο να χρησιμοποιηθεί ένας νέος όρος, δάνειο, μάλλον, από κάποιον ανατολικό πολιτισμό - ίσως από τη Λυδία, όπου κυβερνούσε εκείνη την εποχή ο σφετεριστής Γύγης. Το μαντείο των Δελφών πάντως, ακόμη και στην εκδοχή του Ηροδότου, προανήγγειλε τον Κύψελο ως βασιλιά.
Ο Κύψελος ήταν ένας από τους παλαιότερους Έλληνες τυράννους. Πήρε την εξουσία στο μέσον περίπου του 7ου αιώνα ή λίγο αργότερα. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν σε πολλές άλλες πόλεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι τύραννοι επικράτησαν ύστερα από αναταραχή ή σφοδρή σύγκρουση, ενώ σε ορισμένες με πόλεμο. Συχνά είχαν ισχυρή υποστήριξη από τον δήμο. Ορκισμένοι τους εχθροί ήταν οι ευγενείς, που έχαναν την εξουσία και κάποτε τις περιουσίες ή τη ζωή τους. Συνέβαινε ωστόσο να τους υποστηρίζουν και ορισμένοι ευγενείς που αισθάνονταν αποκλεισμένοι από την πολιτική εξουσία.
Ο κυριότερος λόγος που καθιστούσε την εγκαθίδρυση μιας τυραννίας επιθυμητή από τον δήμο, ή πάντως από μια μεγάλη μερίδα του, ήταν ο πόλεμος. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις βρίσκονταν σε αυξανόμενη ένταση με γειτονικές κοινότητες για τον έλεγχο της γης, αλλά και με μακρινές για τον έλεγχο περιοχών κατάλληλων προς αποικισμό, επομένως πάλι για τον έλεγχο καλλιεργήσιμων εδαφών. Οι ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν ικανούς στρατηγούς, όχι κληρονομικούς άρχοντες. Ο Κύψελος και ο Περίανδρος, μεταξύ άλλων, ήταν αποτελεσματικοί οργανωτές του στρατού και πρόθυμοι να στηριχτούν στη δύναμη και τη βούληση των οπλιτών. Για να επέλθει μια αλλαγή που θα περιόριζε την εξουσία και την αυθαιρεσία των ευγενών, χρειαζόταν μια επίσης αυθαίρετη και αποφασιστική παρέμβαση.
Προκειμένου να εξασφαλίσουν στρατιωτικές επιτυχίες, οι τύραννοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τον δήμο, από τον οποίο προέρχονταν οι οπλίτες. Σε αντίθεση με τους ευγενείς, που προτιμούσαν να επιδεικνύουν τη δόξα των προγόνων τους, αυτοί είχαν κάθε λόγο να αναδείξουν τη δόξα της πόλης και των πολιτών. Επέβλεψαν την κατασκευή λαμπρών ναών και την εκτέλεση άλλων δημόσιων έργων, δίνοντας στους αντιπάλους τους την εντύπωση ότι επιθυμούσαν απλώς να κρατούν τον λαό απασχολημένο. Επιπλέον, προσπάθησαν να καταστήσουν τις εορτές υπόθεση όλου του δήμου, τονώνοντας το ηθικό του και το αίσθημα ενότητας που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ο Περίανδρος μπορεί να απαγόρευσε την αγορά πολλών δούλων, για να περιορίσει την επίδειξη των ευγενών, ή να κατέσχεσε τα κοσμήματα που φορούσαν οι ευγενείς δέσποινες, αλλά αξιοποίησε πολυάριθμους δούλους και έκανε μεγάλες δαπάνες για έργα της πόλης. Ως πολιτικοί άνδρες, οι τύραννοι έθεσαν τον πολιτισμό στην υπηρεσία της πόλης και του πολέμου.
Οι πρώτοι τύραννοι είχαν αρκετούς εχθρούς αλλά πολύ περισσότερους φίλους. Το μαντείο ήξερε τι έκανε όταν τους ενθάρρυνε και τους στήριζε. Οι μύθοι που πλάστηκαν για τα παιδικά χρόνια του Κύψελου και τη διάσωσή του μέσα σε μια κυψέλη από τις επιβουλές των ευγενών φανερώνουν ότι κάποιοι τον φαντάστηκαν να επιβιώνει με σκοπό να επιτελέσει ηρωικά κατορθώματα. Η Πυθία, καθώς λεγόταν, το είχε πει καθαρά πριν γεννηθεί: «Ένας μεγάλος βράχος θα πέσει πάνω στους άνδρες που κατέχουν την εξουσία και θα αποδώσει στην Κόρινθο τη θέση που δικαιούται.» (μτφρ. Ά. Βλάχος) Άλλωστε, παρά τα όσα είχαν να προσάψουν πολλοί στον Περίανδρο, στην ιστορία παρέμεινε περισσότερο ως ένας από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς και λιγότερο ως δυνάστης.
Η πρόθεση των τυράννων να καταστήσουν την εξουσία τους κληρονομική ήρθε πάντως σε σύγκρουση με τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες του δήμου που τους είχε στηρίξει. Η πολυετής διακυβέρνηση μιας πόλης χωρίς ουσιαστικό έλεγχο καθιστούσε πολλούς από αυτούς άπληστους και μισαλλόδοξους. Κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η εξουσία τους αντιμετωπιζόταν με μεγάλη σκληρότητα. Εκτός από την παλαιά αριστοκρατία, που παρέμενε σταθερά εχθρική απέναντί τους, εναντίον τους στράφηκε τελικά και ο δήμος. Αρκετοί τύραννοι κατάφεραν να μεταβιβάσουν την εξουσία στα παιδιά τους, αλλά μόνο στην Κόρινθο η τυραννία πέρασε στην τρίτη γενιά - και αυτό για λίγα μόνο χρόνια. Στο τέλος ανατράπηκαν όλοι σε συνθήκες αναταραχών ή εξωτερικών επεμβάσεων, εξάπτοντας νέα πάθη. Η λέξη «τύραννος» κατέληξε να σημαίνει τον καταπιεστή και τον δυνάστη. Μόνο στην ποίηση, που επιθυμούσε να χρησιμοποιεί αρχαϊκό λεξιλόγιο, ο τύραννος μπορούσε να παραμένει αγαθός και καλοπροαίρετος άρχοντας. Ο Σοφοκλής προτίμησε να αποκαλέσει έτσι τον Οιδίποδα.
Στη Μυτιλήνη του ύστερου 7ου αιώνα επικρατούσαν συνθήκες που θύμιζαν πολύ την Κόρινθο. Η πόλη, την οποία κυβερνούσε το αριστοκρατικό γένος των Πενθιλιδών, ευημερούσε και είχε συμμετάσχει στην ίδρυση πολλών αποικιών. Αλλά οι Πενθιλίδες βασιλείς φέρονταν με υπεροψία. Λέγεται ότι περιδιάβαιναν τους δρόμους της πόλης και χτυπούσαν τους κατοίκους με ρόπαλα, χωρίς να δίνουν λογαριασμό. Στο μεταξύ οι αριστοκρατικές οικογένειες που δεν συμμετείχαν στην εξουσία διαμαρτύρονταν. Το πολίτευμα ανατράπηκε, και στη θέση των ευγενών κυβέρνησαν διαδοχικά διάφοροι τύραννοι. Η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη, με διαρκείς συνωμοσίες και πολιτικές δολοφονίες.
Κάποια στιγμή δόθηκε απόλυτη εξουσία στον Πιττακό που, όπως ο Κύψελος, είχε αριστοκρατική καταγωγή μόνο από τη μητέρα του. Ο αριστοκράτης ποιητής Αλκαίος τον αποκαλούσε τύραννο και είχε πολλά να του προσάψει, αλλά ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι ήταν αἰσυμνήτης, δηλαδή, όπως εξηγεί, ένας «αιρετός τύραννος». Σε άλλες πηγές ο Πιττακός αποκαλείται βασιλιάς. Άσκησε τα καθήκοντά του για δέκα χρόνια, όπως προβλεπόταν, και, όταν παραιτήθηκε, ιδιώτευσε για άλλα δέκα. Ένα από τα βασικά του καθήκοντα ήταν να αποτρέψει την επάνοδο των εξόριστων ευγενών στην πόλη και την εξουσία. Ο Πιττακός κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας.
Η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση τυράννων σε πολλές ελληνικές πόλεις είναι εντυπωσιακή. Υπήρχαν δύο λόγοι που συνέβαλαν στη γρήγορη διάδοση του φαινομένου. Ο ένας ήταν ο μιμητισμός: οι επιτυχίες των τυράννων στην Κόρινθο έδωσαν την ιδέα σε άλλους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Ο άλλος λόγος ήταν η βοήθεια που έσπευδαν να προσφέρουν ο ένας στον άλλο. Ο Περίανδρος, για παράδειγμα, μπορούσε να γεφυρώσει τις παλαιές διαφορές της πόλης του με τη Μίλητο και να συνεργαστεί με τον τύραννό της, τον Θρασύβουλο.
Ισχυροί τύραννοι αναδείχθηκαν ορισμένες φορές μπροστά στον κίνδυνο μιας σοβαρής εξωτερικής απειλής. Ο Πολυκράτης της Σάμου οικοδόμησε μια ισχυρή συμμαχία ικανή να αντισταθεί, για ένα διάστημα, στην περσική επέκταση. Προκειμένου να επιβληθεί στην εξουσία, δέχτηκε τη βοήθεια του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη και έγινε γρήγορα τόσο ισχυρός, ώστε έθεσε κάτω από τον έλεγχό του πολλά άλλα νησιά, όπως τη Ρόδο. Είχε στη διάθεσή του 100 πολεμικά πλοία και 1.000 τοξότες. Για τα κατορθώματά του κατέστη ο θρυλικότερος και ενδοξότερος τύραννος, με φιλίες που περιλάμβαναν τον φαραώ της Αιγύπτου. Τα δημόσια έργα που προώθησε ήταν για την εποχή του αξεπέραστα σε μεγαλείο και τεχνική αρτιότητα. Στην αυλή του συγκεντρώθηκαν ποιητές όπως ο Ανακρέων και ο Ίβυκος, που τον δόξασε και τον ύμνησε (Κακριδής 2.4.Β.i, 2.4.Β.ii.β [σ. 58, 67]). Το καθεστώς του πάντως δεν το ανέχτηκε ο σοφός Πυθαγόρας, που προτίμησε να εγκατασταθεί στη νότια Ιταλία για να ιδρύσει τη σχολή του.
Η αυξανόμενη δύναμη του Πολυκράτη φόβισε πολλούς Έλληνες. Παρακινημένοι από εξόριστους Σάμιους, οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους προσπάθησαν να τον ανατρέψουν. Η επιχείρηση απέτυχε, αλλά ο Πολυκράτης δεν άργησε να βρει τον θάνατο στα χέρια των Περσών, που τον συνέλαβαν με δόλο. Στη συνέχεια οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να ανατρέψουν τον Λύγδαμη της Νάξου και αργότερα τον Ιππία της Αθήνας. Προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μια δική τους μεγάλη συμμαχία, ικανή να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Στη συμμαχία αυτή οι φιλόδοξοι τύραννοι δεν είχαν θέση. Αλλά τα σχέδια των Σπαρτιατών σκόνταψαν στον αθηναϊκό δήμο, που αποδείχθηκε ακόμη πιο φιλόδοξος από τους τυράννους.
Προς το τέλος του 6ου αιώνα, όταν πολλές ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τους τυράννους τους, οι Πέρσες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα μικρασιατικά παράλια. Για τη διοίκηση των ελληνικών πόλεων που εξουσίαζαν, οι Πέρσες θεώρησαν ότι το καταλληλότερο σύστημα διακυβέρνησης ήταν η τυραννία. Με τυράννους της δικής τους επιλογής μπορούσαν να ασκούν τον έλεγχο που επιθυμούσαν και να εξασφαλίζουν τους φόρους που απαιτούσαν. Με αυτή την εξέλιξη, στις συνειδήσεις των Ελλήνων οι τύραννοι έγιναν επιπλέον μισητοί εκπρόσωποι μιας ξένης δύναμης. Ακόμη και για την αντιμετώπιση επικίνδυνων εχθρών, οι περισσότεροι Έλληνες πίστευαν πλέον ότι καταλληλότερα ήταν άλλα πολιτεύματα με πολύ ευρύτερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Παρόμοιες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες δημιουργήθηκαν και στις δυτικές αποικίες. Εκτός από τις συγκρούσεις των ευγενών με τον δήμο, οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, τους Ετρούσκους από τη βόρεια και τη δυτική Ιταλία και τους Καρχηδόνιους από τη βόρεια Αφρική. Στον Ακράγαντα, τη Γέλα, τις Συρακούσες και άλλες πόλεις επιβλήθηκαν τυραννίες. Όπως και αλλού, οι τυραννίες αυτές αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους από συμμετοχικότερα πολιτεύματα, αλλά νέοι εξωτερικοί κίνδυνοι και εσωτερικές αναταραχές επέτρεψαν και πάλι την επιβολή τυράννων στις Συρακούσες, που παρέμεινε για πολλούς αιώνες η ισχυρότερη ελληνική πόλη στη Σικελία.
Δημήτρης I. Κυρτάτας