Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
6.3. Μέσα σε πενήντα τρία χρόνια
Για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, καθώς και για αυτά που ακολούθησαν, τις συστηματικότερες πληροφορίες τις δίνει ο ιστορικός Πολύβιος από τη Μεγαλόπολη. Τα παλαιότερα τα γνώριζε από αυτόπτες μάρτυρες, ενώ τα υστερότερα τα είχε ζήσει ο ίδιος, σε πολλές περιπτώσεις από κοντά. (Είχε γεννηθεί στην αρχή του 2ου αιώνα και πέθανε το 120.) Καθώς μάλιστα παρέμεινε για μεγάλο μέρος της ζωής του στη Ρώμη, στην αρχή ως όμηρος και στη συνέχεια ως προστατευόμενος επιφανών Ρωμαίων, είχε άφθονο χρόνο να διαβάσει τα σημαντικότερα ιστορικά συγγράμματα και να επισκεφθεί πολλούς τόπους όπου είχαν διεξαχθεί μεγάλες μάχες. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, με το εκτενέστατο σύγγραμμά του ανέλαβε να συνεχίσει την αφήγηση του Τίμαιου. Το κυριότερο ωστόσο χαρακτηριστικό του, αυτό που τον ξεχώρισε από όλους τους προγενέστερους ιστορικούς, ήταν ο συσχετισμός γεγονότων που εξελίσσονταν παράλληλα σε ολόκληρη σχεδόν τη Μεσόγειο. Για τον λόγο αυτό χαρακτήρισε την ιστορία του κοινήν, δηλαδή οικουμενική. Ως πρόδρομο στην οικουμενική θεώρηση του κόσμου αναγνώριζε μόνο τον Έφορο.
Εφαρμόζοντας τη μέθοδό του, ο Πολύβιος διαπίστωσε ότι τρεις μεγάλοι πόλεμοι, στην Ελλάδα, την Ασία και την Ιταλία, που είχαν ξεκινήσει ξεχωριστά και ανεξάρτητα, συσχετίστηκαν στην πορεία μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε μαζί οδήγησαν την ιστορία σε ένα ενιαίο αποτέλεσμα, ένα τέλος, όπως το χαρακτήρισε: μέσα σε 53 χρόνια από την έναρξη των πολέμων αυτών η Ρώμη επέβαλε την παγκόσμια κυριαρχία της, εξουσίαζε δηλαδή ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Στον πρώτο πόλεμο, που ονομάστηκε Συμμαχικός, αναμετρήθηκαν οι Μακεδόνες και οι Αχαιοί με τους Αιτωλούς, στον δεύτερο, που ονομάστηκε Δ' Συριακός, αναμετρήθηκαν ο Αντίοχος Γ' με τον Πτολεμαίο Δ', και στον τρίτο, που ονομάστηκε Αννιβαϊκός ή Β' Καρχηδονιακός, αναμετρήθηκαν οι Ρωμαίοι με τους Καρχηδόνιους. Ο Πολύβιος έκρινε ότι από ένα σημείο και πέρα η εξιστόρηση όλων των πολέμων έπρεπε να γίνεται συνδυασμένα.
Στον Συμμαχικό Πόλεμο που ξέσπασε το 220, ο νεαρός βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Ε', επικεφαλής της ελληνικής συμμαχίας, στράφηκε με αποφασιστικότητα εναντίον των Αιτωλών, που κατηγορούνταν για συνεχείς προκλήσεις στην Πελοπόννησο. Η αναμέτρηση σύντομα γενικεύτηκε στον ελληνικό χώρο. Οι Σπαρτιάτες, όσο καιρό ο Κλεομένης ζούσε ακόμη εξόριστος στην Αίγυπτο, είχαν αφήσει τη θέση του κενή. Όταν όμως πληροφορήθηκαν τον θάνατό του, μέσα σε συνθήκες αναταραχής και εσωτερικής σύγκρουσης, επέλεξαν δύο νέους βασιλείς και αποφάσισαν, με τις δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, να συνεργαστούν με τους Αιτωλούς εναντίον των Μακεδόνων και των Αχαιών. Με τους Αιτωλούς συντάχθηκαν οι Ηλείοι και οι Κνώσιοι, που ήλπιζαν στη συνδρομή τους για να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Κρήτη.
Ο πόλεμος αυτός είχε πολλές εναλλαγές και πολλά μέτωπα. Οι Αιτωλοί εισέβαλαν στη Μακεδονία και κυρίευσαν την ιερή της πόλη, το Δίον. Κατέσκαψαν τα τείχη, τα σπίτια και το γυμναστήριο, έκαψαν τις στοές γύρω από τον ναό, κατέστρεψαν τα ιερά αναθήματα και ανέτρεψαν όλα τα αγάλματα των βασιλέων. Αργότερα εισέβαλαν στην Ήπειρο και φέρθηκαν με τον ίδιο ιερόσυλο τρόπο στο ιερό της Δωδώνης. Σε αντεκδίκηση, οι Μακεδόνες κατέλαβαν το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο τους, το Θέρμο, και το λεηλάτησαν, άρπαξαν τα πολυτιμότερα σκεύη, κατακαίγοντας όσα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν. Με την ίδια βαναυσότητα κατέστρεψαν τα ιερά αφιερώματα, ισοπέδωσαν τις στοές του ναού και γκρέμισαν πάνω από 2.000 αγάλματα. Ο Φίλιππος ταπείνωσε για μια ακόμη φορά τη Σπάρτη, χωρίς ωστόσο να εισβάλει στους κεντρικούς οικισμούς της. Στη συνέχεια κατάλαβε τη Θήβα, πούλησε όλους τους κατοίκους της και εγκατέστησε στη θέση τους Μακεδόνες.
Η σκληρή αναμέτρηση έληξε το 217 με συνθήκη που συμφωνήθηκε στη Ναύπακτο. Οι Αιτωλοί δεν έβλεπαν καμία προοπτική νίκης, και ο Φίλιππος, έχοντας δείξει τη δύναμη και την αποφασιστικότητά του, επειγόταν να αποδεσμεύσει τις δυνάμεις του από τα μέτωπα της Ελλάδας. Κάθε πλευρά έπρεπε να αρκεστεί σε αυτά που κατείχε. Στις διαπραγματεύσεις σημαντικό ρόλο έπαιξε από την πλευρά των Αιτωλών ο Ναυπάκτιος Αγέλαος. Ανάμεσα σε πολλά άλλα που βάζει στο στόμα του ο Πολύβιος, ισχυρίστηκε ότι οι Έλληνες δεν έπρεπε να πολεμούν μεταξύ τους. Αν όμως αυτό ήταν αδύνατο, ειδικά σε εκείνη την περίπτωση έπρεπε να συμφωνήσουν και να φυλάγονται, στρέφοντας την προσοχή τους στους ισχυρούς στρατούς και τον μεγάλο πόλεμο που διεξαγόταν στη Δύση. Διότι ήταν φανερό ότι είτε νικούσαν οι Καρχηδόνιοι (όπως έδειχναν οι πληροφορίες που κατέφθαναν) είτε οι Ρωμαίοι, δεν επρόκειτο να περιοριστούν στην κυριαρχία της Ιταλίας και της Σικελίας. Οι νικητές θα προσπαθούσαν να επεκτείνουν την εξουσία τους πέρα από το κανονικό: να αναμειχθούν δηλαδή στις υποθέσεις των Ελλήνων. Ο Αγέλαος συμβούλευε μάλιστα τον Φίλιππο, εάν ορεγόταν κατορθώματα, να περιμένει την έκβαση του πολέμου στη Δύση και να διεκδικήσει παγκόσμια κυριαρχία. Ο Φίλιππος, καθώς φαίνεται, είχε πράγματι αρχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά όσα συντελούνταν στη Δόση.
Ο Φίλιππος αντιλήφθηκε ότι η μεγαλύτερη απειλή για το βασίλειό του προερχόταν από τους Ρωμαίους, που από καιρό είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στην Ιλλυρία. Ήδη οι Κερκυραίοι τούς είχαν δεχτεί ως απελευθερωτές, οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί και οι Αθηναίοι συνομιλούσαν κατά καιρούς φιλικά μαζί τους, ενώ από το 228 οι Κορίνθιοι τους είχαν επιτρέψει να συμμετέχουν στα Ίσθμια. Εκτιμώντας την κατάσταση, ο Φίλιππος επέλεξε να προχωρήσει σε συμμαχία με τους Καρχηδόνιους. Αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεψαν στους συμμάχους να υλοποιήσουν κανένα κοινό σχέδιο. Απεναντίας, παρά τα σοβαρότατα προβλήματα τους με τους Καρχηδόνιους, οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν το 215 στρατιωτικές αναμετρήσεις με τους Μακεδόνες που κράτησαν 10 χρόνια και έμειναν γνωστές ως Α' Μακεδονικός Πόλεμος. Στο μεταξύ το 213 ο Φίλιππος έχασε τις υπηρεσίες του Άρατου, που ήταν ένας από τους ικανότερους συμβούλους του.
Το ενδιαφέρον των Ρωμαίων για τις ελληνικές υποθέσεις το εκμεταλλεύτηκαν και οι Αιτωλοί, οι οποίοι έσπευσαν να συμμαχήσουν μαζί τους. Στη συμμαχία προστέθηκε, μεταξύ άλλων, ο Άτταλος Α', βασιλιάς του Πέργαμου. Σε αντιστάθμισμα ο Φίλιππος εξασφάλισε τη συμμαχία του βασιλιά της Βιθυνίας. Παρά τα πολλά μέτωπα στα οποία ήταν υποχρεωμένος να μάχεται, ο Φίλιππος κατέβαλε για μία ακόμη φορά τους Αιτωλούς. Οι Ρωμαίοι πάλι, που αντιμετώπιζαν εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις στην Ιταλία, συνθηκολόγησαν το 205 με τη λεγόμενη Ειρήνη της Φοινίκης. Δεν είχαν πετύχει καμιά σπουδαία νίκη, αλλά τουλάχιστον εμπόδισαν τον Φίλιππο να ενισχύσει τους Καρχηδόνιους.
Ο Αντίοχος Γ' (223-187) είχε αναλάβει το βασίλειο των Σελευκιδών σε ηλικία 18 ετών κάτω από δύσκολες συνθήκες. Οι επαρχίες στην Ανατολή δεν ελέγχονταν, ενώ ένας σφετεριστής διεκδικούσε τη Μικρά Ασία. Παρ᾽ όλα αυτά, επέλεξε να ξεκινήσει το 219 μια νέα προσπάθεια για την ανάκτηση της Κοίλης Συρίας. Στην αρχή σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες, αλλά δεν υπολόγισε ότι ο αντίπαλός του, ο Πτολεμαίος Δ', θα εκπαίδευε και θα αξιοποιούσε για πρώτη φορά πολυάριθμους Αιγύπτιους στρατιώτες. Έτσι, το 217, στην κρίσιμη μάχη της Ραφίας που έκρινε τον Δ' Συριακό Πόλεμο, ηττήθηκε χωρίς να πετύχει τον στόχο του. Ήταν τουλάχιστο ελεύθερος να ασχοληθεί με άλλες σοβαρές υποθέσεις του βασιλείου του. Εξόντωσε τον σφετεριστή στη Μικρά Ασία και σύντομα άρχισε μια ἀνάβασιν στις ανατολικές επαρχίες που είχαν, σε μεγάλο βαθμό, αυτονομηθεί. Για τις επιτυχίες του αυτές αποκλήθηκε Μέγας.
Μετά από την πρώτη μακροχρόνια αναμέτρησή τους με τους Ρωμαίους, οι Καρχηδόνιοι απώλεσαν τόσο τη Σικελία όσο και τη Σαρδηνία. Για να εξασφαλίσουν εφοδιασμό σε ανθρώπινο δυναμικό και αποθέματα στράφηκαν συστηματικά προς την Ισπανία, όπου ίδρυσαν ως βάση τους τη Νέα Καρχηδόνα. Εκεί το 221 τη διοίκηση των στρατευμάτων τους ανέλαβε ο Αννίβας. Όταν το 218 οι Ρωμαίοι έστειλαν στρατό ταυτοχρόνως στην Ισπανία και τη Σικελία, για να περάσει από εκεί στην Καρχηδόνα, ο Αννίβας συγκέντρωσε 50.000 πεζούς, 9.000 ιππείς (όλοι μισθοφόροι που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες) και 37 ελέφαντες για να ξεκινήσει τον Β' Καρχηδονιακό Πόλεμο εναντίον της Ρώμης από την ξηρά. Διέσχισε αργά τη Γαλατία και ύστερα, μέσα σε δύο εβδομάδες, πέρασε τις χιονισμένες Άλπεις, πολεμώντας με τα στοιχεία της φύσης και τους τοπικούς πληθυσμούς. Στη διάβαση, που θεωρήθηκε μέγιστο επίτευγμα, έχασε περίπου τον μισό του στρατό, αλλά ενισχύθηκε αρκετά από Γαλάτες, με τους οποίους βρισκόταν ήδη σε συνεννόηση.
Οι Ρωμαίοι αιφνιδιάστηκαν και εντυπωσιάστηκαν. Εναντίον του εχθρού έστελναν και έχαναν τον έναν στρατό μετά τον άλλο, αφήνοντας στα πεδία των μαχών δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Στη μεγαλύτερη σύγκρουση, που έγινε το 216 στις Κάννες, ο στρατός του Αννίβα εξολόθρευσε τους αντιπάλους του, παρά τη μεγάλη τους αριθμητική υπεροχή, σκοτώνοντας περισσότερους από 50.000 άνδρες, ίσως και 70.000, τον Ρωμαίο στρατηγό και τους μισούς αξιωματικούς καθώς και δεκάδες συγκλητικούς. Επρόκειτο για μια από τις φονικότερες μάχες όλων των εποχών. Υπερέχοντας πολύ στη δύναμη του ιππικού, ο στρατός του Αννίβα έφτασε κάποια στιγμή έξω από τις πύλες της Ρώμης, προκαλώντας φοβερή ταραχή. Οι άνδρες έτρεχαν στα τείχη, ενώ οι γυναίκες ικέτευαν τους θεούς και έπλεναν το δάπεδο των ναών με τα μαλλιά τους. Οι Ρωμαίοι ωστόσο αντέταξαν τους νεοστρατολογημένους άνδρες και το ακαταμάχητο πείσμα τους. Με τους λιγοστούς ελέφαντες που του είχαν απομείνει, χωρίς πολιορκητικές μηχανές και χωρίς ανεφοδιασμό, ο Αννίβας δεν είχε ελπίδα να καταλάβει τη Ρώμη με έφοδο. Το σχέδιό του ήταν να προσεταιριστεί τους συμμάχους των Ρωμαίων.
Οι Ρωμαίοι υπέστησαν και άλλες ήττες, χάνοντας στις μάχες πολλούς άνδρες και ικανούς στρατηγούς. Σε αντίθεση με τους Καρχηδόνιους, ωστόσο, διέθεταν μεγάλες εφεδρείες. Επιπλέον, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές δεν έχασαν την υποστήριξη των περισσότερων συμμάχων τους. Η συνοχή αυτή αποδείχθηκε η μεγαλύτερή τους δύναμη. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπισαν μόνο με τις Συρακούσες. Όσο ζούσε ο Ιέρων Β' οι Συρακούσιοι τίμησαν τη συμμαχία μαζί τους. Αλλά με τον θάνατό του το 215 μεταστράφηκαν και συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους. Οι Ρωμαίοι κινδύνευαν έτσι να χάσουν τον έλεγχο της Σικελίας. Έπρεπε να κατακτήσουν τη μεγάλη και ισχυρή αυτή ελληνική πόλη καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια.
Οι Συρακούσιοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, διότι οι νέοι τους σύμμαχοι δεν μπορούσαν να τους ενισχύσουν. Η άμυνα της πόλης στηρίχτηκε στις μηχανές του Αρχιμήδη, ενός από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς της αρχαιότητας, που είχε σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια. Αξιολογώντας τη συμβολή του, ο Πολύβιος σημειώνει ότι σε κάποιες εποχές μια ψυχή είναι αποτελεσματικότερη από όλο το πλήθος των ανδρών. Ο Αρχιμήδης, που έγινε θρύλος για την επινοητικότητά του, υπολόγιζε με μαθηματικούς τύπους την εμβέλεια των εκτοξευτήρων και κατέστρεφε τα πλοία των Ρωμαίων. Μάλιστα, όσα από αυτά πλησίαζαν στα τείχη, τα άρπαζε με γάντζους και τα ανύψωνε με τις περίφημες τροχαλίες του, προκαλώντας το δέος και τον τρόμο. Επινοώντας πλήθος αμυντικές τεχνικές, κατάφερε έτσι να κρατήσει τους πολιορκητές μακριά για δύο χρόνια. Όταν τελικά η πόλη έπεσε, έχασε και αυτός τη ζωή του, επιλύοντας έως την τελευταία στιγμή μαθηματικά προβλήματα. Κατά τη γνώμη του, που απηχούσε τη στάση των περισσότερων μαθηματικών της αρχαιότητας, η θεωρητική γνώση και η αφαιρετική κατανόηση είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία για έναν ελεύθερο άνθρωπο από τις πρακτικές εφαρμογές, οι οποίες απλώς διευκολύνουν τη ζωή ή βρίσκονται στην υπηρεσία της ανάγκης. Λέγεται ωστόσο ότι, όταν συνειδητοποίησε τις απεριόριστες δυνατότητες εφαρμογών που η θεωρητική γνώση της μηχανικής μπορούσε να παράσχει, αναφώνησε ενθουσιασμένος: «Δώσε μου σημείο να σταθώ και τη γη την ίδια θα μετακινήσω.» Τέτοιο σημείο φυσικά δεν βρέθηκε, και ο μεγάλος πλούτος των Συρακουσών λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους.
Οι Ρωμαίοι πέτυχαν και άλλες νίκες στον μεγάλο πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων, αλλά οι ήττες τους εξακολουθούσαν να είναι καταστροφικές. Αποφασιστική τροπή στην αναμέτρηση έδωσε ο νεαρός στρατηγός τους Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων, ο οποίος κατέλαβε τη Νέα Καρχηδόνα, γεγονός που έκρινε τον πόλεμο στην Ισπανία. Πολεμούσε εναντίον του Αννίβα από 17 ετών και διέθετε τεράστια πείρα. Μετά τη μεγάλη αυτή νίκη οι Ρωμαίοι εξουδετέρωσαν και τις μοναδικές ουσιαστικές ενισχύσεις που ο Αννίβας ανέμενε στην Ιταλία. Τέλος, ο Σκιπίων αποβιβάστηκε στην Αφρική και κατέστρεψε τις δυνάμεις των Καρχηδονίων, υποχρεώνοντάς τους να ανακαλέσουν τον Αννίβα.
Ο Αννίβας επέστρεψε στην Καρχηδόνα το 202 σε ηλικία 45 ετών. Είχε φύγει με τον πατέρα του για την Ισπανία όταν ήταν μόλις εννέα ετών, είχε αναλάβει στρατηγός στα 26 του και είχε περάσει 16 χρόνια στην Ιταλία πολεμώντας με τους Ρωμαίους. Πίσω στην πατρίδα του έδωσε την αποφασιστική μάχη της ζωής του στη Ζάμα και έχασε. Αποτιμώντας τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, ο Πολύβιος θυμήθηκε τον ομηρικό στίχο: «Ήταν καλός μα βρήκε τον καλύτερό του.» Οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν ολοκληρωτική ήττα. Παραδόθηκαν για δεύτερη φορά με όρους ταπεινωτικότερους από την πρώτη. Διατήρησαν τις πόλεις που κατείχαν πριν από τον πόλεμο στην Αφρική, τα ήθη και τους νόμους τους. Απέδωσαν ωστόσο όλους τους αιχμαλώτους και παρέδωσαν όλα σχεδόν τα μεγάλα πλοία τους και όλους τους ελέφαντες. Κατέβαλαν υπέρογκες αποζημιώσεις και δεσμεύτηκαν να μη διεξάγουν στο εξής πολέμους χωρίς την άδεια της Ρώμης. Ο ιστορικός της Ρώμης Τίτος Λίβιος ισχυρίστηκε ότι 500 πλοία παραδόθηκαν στις φλόγες. Ήταν σαν να καίγεται η ίδια η Καρχηδόνα. Για τον θρίαμβό του ο Σκιπίων ξεπέρασε σε δόξα κάθε Ρωμαίο στρατηγό πριν από αυτόν και επονομάστηκε Αφρικανός. Χάρη στις νίκες του η Ρώμη κυριαρχούσε πλέον σε ολόκληρη τη δυτική Μεσόγειο.
Δημήτρης I. Κυρτάτας