Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

6.7. Να εξηγείς τον Όμηρο με βάση τον Όμηρο

Από την Αθήνα, όπου βρισκόταν κατά την κλασική εποχή, η επιστημονική και καλλιτεχνική πρωτοπορία μεταφέρθηκε σταδιακά στην Αλεξάνδρεια. Η πολιτική των τριών πρώτων Πτολεμαίων μοναρχών συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτή τη ραγδαία ανάπτυξη της νεοσύστατης πόλης. Ένα ανταγωνιστικό προς την Αλεξάνδρεια κέντρο πολιτισμού δημιουργήθηκε, ιδίως τον 2ο αιώνα, στο Πέργαμο της Μικράς Ασίας, στο βασίλειο των Ατταλιδών. Άλλες περιφερειακές πόλεις, όπως η Ρόδος και η Κως, ανέπτυσσαν, παράλληλα με την οικονομική πρόοδο, και σπουδαία πολιτιστική ζωή. Καμία όμως πόλη δεν έφτασε στο ύψος ακμής που βρέθηκε η Αλεξάνδρεια κατά τον 3ο και 2ο αιώνα. Η ελληνιστική εποχή ονομάζεται μάλιστα και «αλεξανδρινή», για να υπογραμμιστεί η σημασία αυτής της πραγματικής κοιτίδας του μεσογειακού κοσμοπολιτισμού.

Στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β' ένα μεγάλο ερευνητικό κέντρο, το μεγαλύτερο που γνώρισε ποτέ η αρχαιότητα, με στόχο να συγκεντρωθεί και να συστηματοποιηθεί όλη η διαθέσιμη γνώση της ανθρωπότητας. Το ερευνητικό αυτό κέντρο ονομάστηκε Μουσείον, δηλαδή ιερό των Μουσών, και περιελάμβανε μια βιβλιοθήκη, που κατόρθωσε να αποκτήσει σχεδόν μισό εκατομμύριο παπυρικούς κυλίνδρους. Οι επιστήμες των μαθηματικών (αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία), της γεωγραφίας και εθνογραφίας καθώς και της φιλολογίας προόδευσαν. Ειδικά η τελευταία αποτελούσε μια νέα επιστήμη ευρυμάθειας και κριτικής στον χώρο της ποίησης, που ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τις δραστηριότητες του Μουσείου.

Στόχος της νεοσύστατης φιλολογίας ήταν ο υπομνηματισμός των λογοτεχνικών έργων του παρελθόντος (για να γίνονται κατανοητά στο αναγνωστικό κοινό της εποχής) και η αξιολόγησή τους. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, έπρεπε πρώτα να καθαρθούν τα κείμενα από τις (ηθελημένες ή αθέλητες) αλλοιώσεις και προσμείξεις που συνεπάγεται η συνεχής διά χειρός αντιγραφή τους. Οι Αλεξανδρινοί λόγιοι εφάρμοσαν στον χώρο των γραπτών κειμένων το κριτικό πνεύμα της προσεκτικής παρατήρησης και της σύγκρισης που είχε ήδη αναπτυχθεί στους τομείς της ιατρικής και της ζωολογίας. Ιδιαίτερα τα έπη του Ομήρου προσέλκυσαν την προσοχή τους τόσο λόγω της αρχαϊκής μορφή τους όσο και επειδή κάθε αρχαία πόλη διέθετε τη δική της εκδοχή. Στις νέες οικουμενικές συνθήκες η ελληνική «Βίβλος», όπως μπορούμε να τα αποκαλέσουμε, έπρεπε να είναι ενιαία.

Μέσα σε τρεις γενιές οι λόγιοι της Αλεξάνδρειας, που συγκεντρώθηκαν από όλα τα σημεία του ελληνισμού για να επιδοθούν με πάθος στην επιστημονική επιμέλεια των κλασικών πλέον κειμένων, συστηματοποίησαν τις αρχές της κριτικής φιλολογίας. Τότε τέθηκε για πρώτη φορά ανοιχτά και το ομηρικό ζήτημα, το ερώτημα δηλαδή αν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούν έργα του ίδιου ή διαφορετικών ποιητών, χωρίς να δοθεί οριστική απάντηση. Ο Ζηνόδοτος από την Έφεσο (3ος αιώνας), ο Αριστοφάνης από το Βυζάντιο (περ. 257-180) και ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη (216-144), όλοι τους διευθυντές της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, έμειναν γνωστοί για τη μεθοδική φιλοπονία τους και για τις κριτικές εκδόσεις των μεγάλων Ελλήνων ποιητών, από τον Όμηρο και τον Ησίοδο μέχρι τον Πίνδαρο και τον Αριστοφάνη. Αυτοί έφτιαξαν και τους κανόνας, δηλαδή τους καταλόγους των σημαντικών ποιητών και ρητόρων που θα έμεναν στην ιστορία ως «κλασικοί» συγγραφείς.

Ορισμένοι από εκείνους που εργάστηκαν στη βιβλιοθήκη δοκίμασαν και οι ίδιοι τη δημιουργική γραφή, συνθέτοντας έπη, ύμνους και άλλα ποιήματα σε καινοφανή γραμματειακά είδη. Εξαιτίας της τεράστιας λόγιας γνώσης που διέθεταν οι ίδιοι, οι συνθέσεις τους είναι ιδιαίτερα εξεζητημένες, πολυποίκιλες και επιδεικτικές. Από τη μεγάλη δεξαμενή των ποιημάτων του 3ου αιώνα έχουν διασωθεί ορισμένα από τα έργα του Καλλίμαχου από την Κυρήνη και στην ολότητά τους τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου, ενώ έχουν χαθεί τα έργα του πολυμαθούς Ερατοσθένη (περ. 285-194), που υπήρξε, εκτός από ποιητής, επίσης γεωγράφος, σημαντικός αστρονόμος και φιλόσοφος (Κακριδής 4.4.Β-4.4.Γ [σ. 192-199], 4.5.Δ [σ. 224-226]).

Θα μπορούσαν ίσως να βρεθούν αναλογίες ανάμεσα στην ηθελημένη εκζήτηση της λόγιας αυτής ποίησης και τα περίτεχνα τελετουργικά πρωτόκολλα των μοναρχικών αυλών. Πάντως, νέα πνοή στην ποίηση έδωσε ο Θεόκριτος, ένας ποιητής του 3ου αιώνα με καταγωγή από τις Συρακούσες που έζησε στην Αλεξάνδρεια, συνέθεσε ειδύλλια στη μητρική του δωρική διάλεκτο και συνέστησε έτσι το βουκολικό είδος ποίησης (Κακριδής 4.4.Γ [σ. 200-202]).

Το κριτικό πνεύμα των Αλεξανδρινών λογίων οδηγήθηκε ορισμένες φορές σε ακρότητες. Η αντίδραση στην υπερκριτική στάση των φιλολόγων της Αλεξάνδρειας προήλθε από τους κύκλους των στωικών, που ήταν συνηθισμένοι να διαβάζουν με αλληγορικό τρόπο τους παραδοσιακούς μύθους και τις παλαιές ποιητικές συνθέσεις. Ο άμεσος διάδοχος του Ζήνωνα στην ηγεσία της Σχολής, ο Κλεάνθης (331-232), είχε ερμηνεύσει σε έναν σωζόμενο ύμνο τον Δία ως Λόγο του σύμπαντος, και ο Χρύσιππος (περ. 280-207), που τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Στοάς, κατέβαλε μεγάλο μόχθο στην εξήγηση των ποιητών με πνεύμα σύμφωνο προς τις στωικές θεωρίες. Η κατεύθυνση των εξεζητημένων αλληγορικών ερμηνειών άνθισε ιδιαίτερα στο Πέργαμο, όταν η πόλη απέκτησε τη δική της βιβλιοθήκη, η οποία, αν και δεν έφτασε ποτέ τους αριθμούς βιβλίων που διέθετε η Αλεξάνδρεια, μπορούσε ωστόσο να την ανταγωνίζεται στο επίπεδο της ερμηνείας.

Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ακολουθώντας την αρχή της αναλογίας στα γλωσσικά φαινόμενα, υπήρξαν ιδιαίτερα επεμβατικοί στην αντιμετώπιση των κειμένων: πρότειναν νέες γραφές και υιοθετούσαν διορθώσεις με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή ομοιογένεια. Η βασική αρχή της αλεξανδρινής φιλολογίας ήταν η άποψη ότι ο ερμηνευτής οφείλει να εξηγεί τον Όμηρο με βάση το κείμενο του ίδιου του Ομήρου (Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν) - και το ίδιο φυσικά ίσχυε για όλους τους άλλους ποιητές και ρήτορες. Οι φιλόλογοι του Περγάμου, αντίθετα, αποδέχονταν την αρχή της φυσικής πολυμορφίας στη γλώσσα (ἀνωμαλίαν) και έβρισκαν ή επινοούσαν λόγους που δικαιολογούσαν τις αντιφάσεις των κειμένων τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Παράλληλα, θεώρησαν ότι στόχος της ποίησης είναι να εκθέτει φιλοσοφικές αλήθειες με τρόπο εικονικό ή συμβολικό. Κατά την άποψή τους, οι μεγάλοι ποιητές κατόρθωναν να αποτρέπουν τη βεβήλωση της γνώσης -αφού ένα κείμενο μπορούσε να καταλήξει σε αμύητα αφτιά- και να διδάσκουν όσους ήταν ήδη επαρκώς έτοιμοι για εσωτερική και απόρρητη γνώση. Η στάση αυτή οδήγησε σε ιδιαίτερα ευφάνταστες ερμηνείες.

Ενώ η αλεξανδρινή σχολή εκλάμβανε τα ποιητικά κείμενα στην κυριολεξία τους, ως διηγήσεις πράξεων και παθών του παρελθόντος, η σχολή του Περγάμου τα εξηγούσε ως συμβολικές αλληγορίες αιώνιων αληθειών. Η διάσταση αυτή εξηγεί και τη μεγάλη προσοχή που έδωσαν οι Αλεξανδρινοί στη γραμματική μορφή, έναντι της προσήλωσης στο βαθύτερο νόημα που χαρακτήριζε τους λογίους του Περγάμου. Η αντιπαράθεση ήταν τόσο οξεία, ώστε η Αλεξάνδρεια, για να περιορίσει τον αριθμό βιβλίων της ανταγωνιστικής πόλης, απαγόρευσε την εξαγωγή παπύρου προς το βασίλειο των Ατταλιδών. Το Πέργαμο αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί, αντί παπύρων, επεξεργασμένα δέρματα - γεγονός που έδωσε στο συγκεκριμένο υλικό γραφής το χαρακτηριστικό όνομα περγαμηνή.

 

Μετά τους πυθαγόρειους, η ανάπτυξη των μαθηματικών έγινε υπόθεση της πλατωνικής σχολής. Πολλοί μαθητές και ακόλουθοι του Πλάτωνα εργάστηκαν για την προώθηση της μαθηματικής έρευνας. Τα έργα τους έχουν χαθεί. Το πρώτο αμιγώς μαθηματικό σύγγραμμα που μας διέσωσε η αρχαιότητα είναι τα Στοιχεῖα του Ευκλείδη (περ. 325-250), ο οποίος φαίνεται ότι έζησε και εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το εγχειρίδιό του περιλαμβάνει 13 βιβλία και αποτελεί την αρχαιότερη ολοκληρωμένη εφαρμογή του αξιωματικού και παραγωγικού τρόπου συστηματοποίησης μιας επιστήμης που είχε εισηγηθεί θεωρητικά ο Αριστοτέλης. Αναμφίβολα ο Ευκλείδης στηρίχτηκε σε εργασίες προγενεστέρων του. Το επίτευγμά του όμως υπήρξε θεμελιώδες για την περαιτέρω διάδοση της μαθηματικής σκέψης. Μέσα από αξιωματικές προτάσεις, ορισμούς και λογικές αρχές συμπερασμού, ο Ευκλείδης κατόρθωσε να συναγάγει όλα τα έως τότε αποδεδειγμένα θεωρήματα της γεωμετρίας, της αριθμητικής και της στερεομετρίας και να τα εντάξει σε ενιαίο μαθηματικό σύστημα. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία - και όχι μόνο στην αρχαιότητα: ήταν, για παράδειγμα, το σχολικό εγχειρίδιο των μαθηματικών στην Αγγλία του 19ου αιώνα.

Την ίδια περίοδο ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, ένας άλλος μαθηματικός και αστρονόμος που βρέθηκε τόσο στην παλαιά ελλαδική όσο και στην αναπτυσσόμενη αιγυπτιακή πόλη της γνώσης, πρότεινε την επιστημονική υπόθεση ότι ο Ήλιος και όχι η Γη βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Η θεωρία αυτή εισηγήθηκε δύο κινήσεις της σφαιρικής Γης, μία περιστροφική γύρω από τον άξονά της και μία κυκλική γύρω από τον Ήλιο, αλλά δεν κατόρθωσε να επικρατήσει. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, η ηλιοκεντρική θεωρία του Αριστάρχου ήταν κατά βάση σωστή. Δεν ήταν όμως ικανή να ανατρέψει παραδεδομένες πεποιθήσεις αιώνων. Οι περισσότεροι αστρονόμοι της αρχαιότητας την αγνόησαν και συνέχισαν να υποστηρίζουν το γεωκεντρικό σύστημα. Πρότειναν μάλιστα όλο και πιο πολύπλοκες θεωρίες επικύκλων και έκκεντρων κύκλων που στόχο είχαν να δικαιολογούν τα δεδομένα της εμπειρικής παρατήρησης (σῴζειν τὰ φαινόμενα), δίχως να προσβάλλουν το φυσικό αίσθημα του μέσου ανθρώπου. Λέγεται ότι ο Στωικός Κλεάνθης κατηγόρησε τον Αρίσταρχο για ασέβεια προς τους θεούς - όπως είχε συμβεί παλαιότερα με τον Αναξαγόρα και τον Σωκράτη.

 

Καμία εφεύρεση δεν θα μπορούσε να συγκριθεί, από την άποψη της πρωτοτυπίας και της αποτελεσματικότητας, με τις πολεμικές επινοήσεις του Αρχιμήδη, ο οποίος συνέγραψε τα επιστημονικά του έργα στη δωρική διάλεκτο και όχι στην κοινή - προφανώς για να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, τις Συρακούσες. Ωστόσο, αξίζει να μνημονευτεί η τελειοποίηση ενός συστήματος τηλεπικοινωνίας που αναφέρει ο Πολύβιος.

Η χρήση φρυκτωριῶν, δηλαδή πυρκαγιών ή μεγάλων πυρσών για τη μετάδοση μηνυμάτων σε αποστάσεις τριών ή τεσσάρων ημερών πορείας, ήταν παλαιά και διαδεδομένη - ιδίως στις πολεμικές επιχειρήσεις. Το βασικό μειονέκτημα της μεθόδου όμως ήταν ο περιορισμένος αριθμός προσυμφωνημένων μηνυμάτων που μπορούσαν να μεταδοθούν κωδικοποιημένα. Ειδικά αν προέκυπτε κάτι όντως απρόβλεπτο κατά την εξέλιξη μιας πολεμικής επιχείρησης, η είδηση ήταν αδύνατο να μεταδοθεί. Όμως, το πραγματικό προβάδισμα αιφνιδιασμού θα το έδινε η δυνατότητα μετάδοσης αυτής ακριβώς της απρόσμενης εξέλιξης στην πλευρά που θα είχε οργανώσει το δίκτυο επικοινωνίας.

Για να αυξήσει τον αριθμό των μηνυμάτων που θα μπορούσαν να αποσταλούν από μια κορυφή βουνού σε μια άλλη, ο Αινείας, συγγραφέας έργου με τον σημαίνοντα τίτλο Πολιορκητικά, επινόησε έναν νέο τρόπο. Οι δύο διαβιβαστές είχαν από ένα πανομοιότυπο, μεγάλων διαστάσεων, αγγείο γεμάτο με νερό. Πάνω του επέπλεε ένας επίπεδος φελλός με διάμετρο ίση με την εσωτερική διάμετρο του αγγείου και έναν κάθετο άξονα με γραμμένα μηνύματα. Μόλις λαμβανόταν από τη μια πλευρά το σήμα ετοιμότητας που έστελνε με πυρσό η άλλη, οι δύο πλευρές ελευθέρωναν ταυτόχρονα το πώμα στο κάτω μέρος του αγγείου: το νερό άρχιζε να τρέχει και ο φελλός να κατεβαίνει με την ίδια ακριβώς ταχύτητα στα δύο αγγεία, λόγω του ίσου μεγέθους τους. Ο αποστολέας σήκωνε πυρσό την κατάλληλη στιγμή και ο παραλήπτης σταματούσε τη ροή αμέσως και διάβαζε το μήνυμα που βρισκόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή στο χείλος του αγγείου. Με σωστό συγχρονισμό και εξάσκηση, οι δύο άνδρες μπορούσαν να επιτύχουν καλή επικοινωνία με αρκετά αυξημένο αριθμό δυνατών μηνυμάτων. Όμως και εδώ οι περιορισμοί ήταν έκδηλοι: το εντελώς απρόβλεπτο, και πάλι, δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί.

Η νέα επινόηση, που τελειοποιήθηκε από τον ίδιο τον Πολύβιο, περιλάμβανε ένα σύστημα επικοινωνίας ίσων, θεωρητικά και πρακτικά, δυνατοτήτων με τον γραπτό λόγο - δηλαδή απεριόριστων. Όλα τα γράμματα χωρίστηκαν, με βάση τη σειρά τους στο αλφάβητο, σε πέντε κατηγορίες. Η καθεμία περιλάμβανε πέντε γράμματα, εκτός από την τελευταία που είχε τέσσερα (4x5=20+4=24). Οι κατηγορίες αυτές τοποθετήθηκαν η μία κάτω από την άλλη σε στοιχισμένες σειρές. Με τον τρόπο αυτό κάθε γράμμα μπορούσε μονοσήμαντα να δηλωθεί με δύο αριθμούς: έναν για τον οριζόντιο στίχο και έναν για την κάθετη στήλη. Ανάλογα με τον αριθμό επαναλαμβανόμενης εμφάνισης του πυρσού μέσα από το όρυγμα που βρισκόταν, ο αποστολέας του μηνύματος θα έδειχνε πρώτα τον αριθμό του στίχου στα αριστερά του, και έπειτα τον αριθμό της στήλης στα δεξιά του. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο παρατηρητής ήταν να σημειώνει τα γράμματα ένα προς ένα και στη συνέχεια να διαβάζει το τηλεγραφικό μήνυμα σε κανονικό λόγο. Για να αποφευχθεί μάλιστα η σύγχυση, ο παρατηρητής ήταν εφοδιασμένος με μια διπλή διόπτρα, ώστε να διακρίνει καθαρά ποιος αριθμός προέρχεται από την αριστερή και ποιος από τη δεξιά πλευρά του αποστολέα, που έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους περίπου τρία μέτρα.

Σπύρος I. Ράγκος