Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
6.8. Εγώ είμαι η βασίλισσα του κόσμου
Δίπλα στη λατρεία των μοναρχών που εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες και ικανοποιούσε ταυτόχρονα την απαίτηση των μαζών για απτή φανέρωση του θείου, αναπτύχθηκαν και ορισμένες νέες λατρείες, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Σάραπη (ή Σέραπη) στην Αλεξάνδρεια. Ο θεός αυτός, που τον επινόησαν ως προστάτη της νέας αιγυπτιακής πόλης, ήταν -όπως φαινόταν και από το όνομά του- ένα ιδιότυπο αμάλγαμα του Όσιρη, θεού του θανάτου και της αναγέννησης, και του ιερού ταύρου Άπη, που λατρευόταν στη Μέμφιδα. Υποτίθεται ότι ένας Αιγύπτιος ιερέας και ένας Αθηναίος γνώστης των Ελευσίνιων μυστηρίων προέτρεψαν τον Πτολεμαίο Α' να ιδρύσει τη λατρεία του. Εικονογραφικά και λειτουργικά, ο Σάραπις έμοιαζε με τον ελληνικό Πλούτωνα, θεό του κάτω κόσμου, αλλά διέθετε επίσης, με σύμβολο τον αετό, την κοσμοκρατορική δύναμη του Δία και τις θεραπευτικές ιδιότητες του Ασκληπιού. Η λατρεία του διαδόθηκε γρήγορα εκτός των ορίων της Αιγύπτου και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Ο ναός του στην Αλεξάνδρεια, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, κατόρθωσε να προσελκύει πολλούς προσκυνητές από διάφορα σημεία της οικουμένης. Η απήχηση της λατρείας αφορούσε περισσότερο τους εξελληνισμένους πληθυσμούς της Μεσογείου παρά τους γηγενείς Αιγυπτίους. Ο Σάραπις αποτελεί καλό δείκτη των νέων ωσμωτικών εξελίξεων στον χώρο της θρησκείας.
Η κυρίαρχη έννοια στις μυστηριακές λατρείες που αναπτύχθηκαν ταχύρρυθμα κατά την ελληνιστική εποχή ήταν αυτή της σωτηρίας. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η επιδιωκόμενη σωτηρία μπορούσε να σημαίνει γιατρειά από κάποια ασθένεια του σώματος, απελευθέρωση από ένα τυραννικό πάθος, αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας ύστερα από μακρά περίοδο έντονης κρίσης, ανακούφιση από τη συσσωρευμένη ένταση του βίου, ακόμη και λύτρωση από τον φόβο του θανάτου. Ανεξάρτητα από το είδος του προβλήματος, προϋπόθεση της μύησης ήταν η ατομική επιλογή. Το γεγονός αυτό, γνωστό ήδη στις μυστηριακές λατρείες της αρχαϊκής εποχής, δημιουργούσε μια προσωπική σχέση ανάμεσα στον μύστη και τη θεότητα, η οποία γινόταν όλο και πιο στενή και έντονη όσο η μύηση απέδιδε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα με τις πολιτικές θρησκευτικές τελετουργίες που τόνιζαν τις σχέσεις της κοινότητας συνολικά με τους θεούς, οι μυστηριακές τελετές αποτελούσαν μορφές προσωπικής θρησκευτικότητας.
Οι λατρείες της αιγυπτιακής Ίσιδας και της φρυγικής Κυβέλης ή Μεγάλης Μητέρας των Θεών αποτελούν δύο εξέχουσες περιπτώσεις μυστηριακών θεοτήτων, οι οποίες απέκτησαν τεράστια διάδοση κατά την ελληνιστική εποχή και ιερά σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, έως τη συντηρητική Ρώμη. Ωστόσο, δεν ήταν οι μόνες. Υπήρχαν και άλλες μυστηριακές λατρείες με μικρότερη εμβέλεια και περισσότερο τοπικό χαρακτήρα.
Ένα κοινό μοτίβο διατρέχει τη μυθική φυσιογνωμία και τον τύπο σωτηρίας που υπόσχονταν τα μυστήρια της Ίσιδας και της Κυβέλης: δίπλα σε μια μεγάλη θεά ένας αρσενικός πάρεδρος, που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση αλλά συνδέεται μαζί της ως συγγενής ή εραστής, υποφέρει σωματικά και τελικά πεθαίνει. (Στην περίπτωση της Ίσιδας πάρεδρος είναι ο αδελφός της Όσιρις, στην περίπτωση της Κυβέλης ο Άττις, ένας νεαρός βοσκός από την Ίδη.) Όμως, η μεγάλη θεά κινεί γη και ουρανό, παρακαλεί τους άλλους θεούς, και τελικά κατορθώνει να αναστήσει τον αγαπημένο της.
Απέναντι στην αμεριμνησία των ουράνιων θεών, με τους οποίους ο θνητός μπορούσε να ταυτιστεί μόνο στο απόγειο της ψυχοσωματικής ακμής του, ο πάσχων και τελικά θνήσκων αγαπημένος της θεάς αποτελεί αρχετυπική εικόνα πάθους και αδυναμίας. Ο μύστης περνούσε από αντίστοιχες δοκιμασίες ταυτιζόμενος με τον Όσιρη ή τον Άττη και πέθαινε συμβολικά μαζί του, για να αναστηθεί καθαρμένος και απαλλαγμένος από το βάρος. Ορισμένες φορές οι τελετουργίες ήταν ιδιαίτερα επαχθείς και ψυχικά επώδυνες. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ταυροβολίου, της βασικής τελετουργίας μύησης στα μυστήρια της Κυβέλης. Ο μυούμενος, τοποθετημένος σε βαθιά τάφρο, κυριολεκτικά λουζόταν με το αίμα ταύρου που ο ιερέας θυσίαζε ακριβώς από πάνω του.
Στόχος των μυστηριακών τελετών ήταν η πρόκληση μιας έντονης ψυχικής ρωγμής που να επιτρέπει τη διείσδυση της θείας διάστασης στη ζωή του μύστη και να τον λυτρώνει από την αίσθηση εγκατάλειψης. Τα γνωστά μυστηριακά κέντρα της Ελλάδας, ιδίως στην Ελευσίνα και τη Σαμοθράκη, αλλά και τα διάσημα ιερά που θεράπευαν με τη μέθοδο της εγκοίμησης, όπως ήταν το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή.
Η επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών έθεσε εκ νέου, και σε μεγάλη πλέον κλίμακα, το πρόβλημα της σχέσης των θεών μεταξύ τους. Παρά τα διακριτά ονόματά τους, οι εθνικοί θεοί θεωρήθηκαν διαφορετικές εκφάνσεις των ίδιων δυνάμεων που διέπουν τη φύση και το σύμπαν. Ο αναπτυσσόμενος θρησκευτικός συγκρητισμός ξεκινούσε από την τάση να βρεθούν κοινές λειτουργίες μεταξύ των εθνικών θεών, προχωρούσε στην αναγνώριση των τύπων τους και μπορούσε να φτάσει μέχρι του σημείου της ολοσχερούς ταύτισής τους. Σε αυτή την περίπτωση, η συγκεκριμένη μορφή με την οποία τιμούσε κάποιος τη θεότητα μπορούσε να εξυψωθεί ως άριστη. Ένας Αιγύπτιος ιερέας έγραφε τα εξής για να υμνήσει την Ίσιδα:
Οι Σύριοι σε ονομάζουν Αστάρτη, Άρτεμη, Αναία, και οι φυλές των Λυκίων σε αποκαλούν βασίλισσα Λητώ. Βέβαια, Μητέρα των Θεών σε λένε οι άνθρωποι της Θράκης, ενώ οι Έλληνες Ήρα μεγαλόθρονη και Αφροδίτη και αγαθή Εστία και Ρέα και Δήμητρα. Όμως οι Αιγύπτιοι σε λένε Θιούν [το αιγυπτιακό όνομα της Ίσιδας], επειδή μόνο εσύ είσαι πραγματικά όλες μαζί οι διάφορες θεές που προσφωνούν τα έθνη.
Μια τάση πνευματική, αυτή που θέλει να βρει κοινά στοιχεία ανάμεσα στους εθνικούς θεούς, είναι τόσο παλαιά όσο και ο Ηρόδοτος - αν όχι παλαιότερη. Διαφορετική όμως είναι η διάθεση να εξυψωθεί ένας θεός τόσο πάνω από τις άλλες θεότητες του ίδιου πανθέου, ώστε ο πολυθεϊσμός να μετατραπεί σε πυραμιδωτή ιεραρχία - σαν της μοναρχικής κοινωνίας. Και τούτη η τάση είναι παλαιά. Φαίνεται όμως ότι βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στα νέα περιβάλλοντα. Την ονομάζουμε «ενοθεϊσμό», για να τη διακρίνουμε τόσο από τον πολυκεντρικό πολυθεϊσμό όσο και από τον μονοθεϊσμό, που αναγνωρίζει αποκλειστικά έναν θεό. Η ενοθεϊστική ροπή συνδέθηκε συχνά με μια μυστηριακή θεότητα, όπως με την Ίσιδα στο παρακάτω απόσπασμα, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια των μυστηριακών τελετών:
Εγώ, η Ίσις, η μόνη είμαι βασίλισσα της ζωής και του κόσμου,
και της θαλάσσης και της γης τα όρια επιβλέπω,
και τα επιβλέπω έχοντας σκήπτρο και όντας μία.
Οι πάντες με ονομάζουν ύψιστη θεά,
απ᾽ όλους τους ουράνιους θεούς τη μεγαλύτερη.
Και δεν συμβαίνει τίποτε ποτέ δίχως εμένα:
ούτε τ᾽ αστέρια βαίνουν στην πορεία τους τη γνωστή,
αν πριν δεν λάβουν εντολή από μένα,
ούτε η γη θα φέρει την άνοιξη καρπούς,
εγώ αν δεν συμφωνήσω, τα πάντα αυξάνοντας σωστά.
Ποιος θα μπορούσε να καταστείλει την ισχύ μου,
ή ποιος ν᾽ αντισταθεί στων έργων μου τη δύναμη;
Στις εξελίξεις της θρησκευτικότητας κατά την ελληνιστική εποχή πρέπει να αναφερθεί και η διάδοση που γνώρισε η θεά Τύχη. Άλλοτε προσωποποιώντας τη θεϊκή διοίκηση του κόσμου και άλλοτε εκφράζοντας απλώς την ανθρώπινη άγνοια έναντι του μέλλοντος και της συγκυρίας, η Τύχη τιμήθηκε με ναούς και ιερά, αγάλματα και θυσίες, τόσο από πόλεις όσο και από ιδιώτες. Τη δυνατότητα θεοποίησης αφηρημένων εννοιών την είχε αξιοποιήσει ποιητικά ήδη ο Ησίοδος. Παρόμοιες λατρείες αφηρημένων θεών ανθούσαν κατά τόπους στην αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα. Η αίγλη της Τύχης, όμως, αυξήθηκε θεαματικά. Στο σημείο αυτό, όπως και σε τόσα άλλα, η ελληνιστική εποχή αποτελούσε τροποποιημένη συνέχεια ενός παλαιού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων.
Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμειξης των πολιτισμών, όσον αφορά την έλλογη κατανόηση του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, είναι η περίπτωση του Ιουδαίου Φίλωνα, που έζησε στην Αλεξάνδρεια ανάμεσα στον 1ο π.Χ. και τον 1ο μ.Χ. αιώνα.
Ο Φίλων μάλλον δεν γνώριζε εβραϊκά. Την Πεντάτευχο τη διάβαζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αλλά η γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας που διέθετε ήταν αξιοθαύμαστη. Ακολουθώντας το παράδειγμα των στωικών, που είχαν διαπρέψει στις αλληγορικές ερμηνείες των μύθων, ο Φίλων ερμήνευσε την Πεντάτευχο με τρόπο αλληγορικό. Κάποιες αλληγορίες αφορούσαν τον εξωτερικό κόσμο, άλλες τον εσωτερικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής. Στόχος του ήταν να δείξει ότι ανάμεσα στη διήγηση της Γενέσεως για τη δημιουργία του κόσμου και την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, αφενός, και τα κοσμολογικά και ανθρωπολογικά διδάγματα της ελληνικής φιλοσοφίας, αφετέρου, υπήρχε ουσιώδης συμφωνία. Κατά τη γνώμη του Φίλωνα, η γνώση που διέθετε ο Μωυσής, ο κατά παράδοση αποδεκτός συγγραφέας της Πεντατεύχου, ήταν πλήρης, αλλά σταδιακά παρήκμασε, όταν μεταβιβάστηκε στην Ελλάδα και μεθερμηνεύτηκε από τους φιλοσόφους με τρόπο μερικό και αποσπασματικό.
Ο Φίλων ήταν ένας εκλεκτικός συγγραφέας. Μπορούσε να επιλέγει από την ελληνική φιλοσοφική παρακαταθήκη και να χρησιμοποιεί οτιδήποτε συμφωνούσε με τις δικές του προτάσεις ερμηνείας βιβλικών χωρίων. Από την προσπάθειά του όμως δεν έλειπε ούτε ο γνήσιος στοχασμός ούτε η συνέπεια, ούτε η ιστορική συνείδηση των διαφορών. Με βασικά όργανα τον Πλάτωνα (ιδίως τον κοσμογονικό μύθο του Τίμαιου) και τη στωική θεωρία για τον Λόγο, ο Φίλων κατανοούσε τα ιερά κείμενα του ιουδαϊσμού σύμφωνα με τον ορθό λόγο - ή τουλάχιστον με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις επιταγές της λογικής. Η επιθυμία αυτή, άγνωστη στον παραδοσιακό ιουδαϊσμό που δεν ενδιαφερόταν για τη λογική κατανόηση, αλλά εστίαζε την προσοχή του στην τήρηση των ιερών κανόνων, δείχνει τον βαθμό εξελληνισμού διαφόρων ανθρώπων από την επαφή τους με τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Δείχνει, όμως, και την πλαστικότητα που διέθετε ο ελληνικός ορθολογισμός.
Ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το πεζό μυθιστόρημα που πρωτοεμφανίστηκε κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο και ήκμασε κατά τη ρωμαϊκή, αποτυπώνει καθαρά, αν και εξωραϊσμένα, τη νέα αντίληψη που διαμορφώθηκε αυτή την περίοδο για τη σχέση ανδρών και γυναικών.
Τα μυθιστορήματα αποτέλεσαν ίσως τα πρώτα λαϊκά αναγνώσματα της αρχαιότητας. Θεματικός πυρήνας τους ήταν οι φανταστικές περιπέτειες ενός ζεύγους ερωτευμένων νέων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις αντιξοότητες της τύχης και του κοινωνικού περιβάλλοντος προκειμένου να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου (Κακριδής 5.5.Ε [σ. 268-271]). Το μυθικό μοτίβο του ήρωα που αγωνίζεται να αποδείξει την αξία του μέσα από την επιτυχή υπέρβαση εμποδίων απέκτησε εδώ τη μορφή ενός αγώνα που κινητοποιείται από προσωπικό έρωτα για μια όμορφη κόρη. Αλλά αντίθετα από την παλαιά αντίληψη που ήθελε τον άνδρα να παίρνει τη γυναίκα ως έπαθλο, στην πλοκή των μυθιστορημάτων η κινητοποίηση συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. Η κόρη παρουσιαζόταν συχνά τόσο ηρωική όσο και ο αγαπημένος της. Κάποιας μορφής ισοδυναμία των φύλων, τουλάχιστον ως προς τον αγώνα συνύπαρξης, άρχιζε να διαφαίνεται.
Παράλληλα, διαγραφόταν προβληματισμός σχετικά με τη θέση και τη νομιμότητα του έρωτα ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Σχέσεις τέτοιου τύπου ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ασκώντας όμως κριτική στην ηθική της κοινωνίας, κάποιοι συγγραφείς άρχισαν να καταδικάζουν τις σχέσεις αυτές ως αφύσικες παρεκτροπές ή ως αποτέλεσμα υπερβολικής λαγνείας - άποψη που είχε ήδη προεξαγγείλει ο Πλάτων.
Σπύρος I. Ράγκος