Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
1.9. Πάντα πλήρη θεῶν
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν λέξη για τη θρησκεία. Τόσο πολύ ήταν οι θρησκευτικές πρακτικές συνυφασμένες με άλλους τομείς της ανθρώπινης δράσης που δεν σκέφτηκαν να αυτονομήσουν τη θρησκευτικότητα. Οι Έλληνες, επίσης, δεν είχαν ιερά βιβλία (όπως είναι η Βίβλος ή το Κοράνι) ούτε ξεχωριστή τάξη ιερέων, όπως υπήρχε σε πολλά μέρη της Εγγύς Ανατολής. Τη θρησκεία τους τη μάθαιναν στην πράξη, μέσα από συμμετοχή σε ιερές τελετουργίες και εορτές. Τις περισσότερες φορές ιερείς ήταν αξιοσέβαστοι πολίτες που επιλέγονταν με συγκεκριμένη θητεία - όπως και οι άλλοι αξιωματούχοι της πόλης. Κάθε ιερέας ή ιέρεια είχε τη φροντίδα ενός συγκεκριμένου ναού ή λατρείας για περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτός από εκείνους που εκλέγονταν διά βίου (όπως η Πυθία στους Δελφούς) ή προέρχονταν από τις ελάχιστες ιερατικές οικογένειες της Ελλάδας (όπως ήταν οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες στην Ελευσίνα).
Όσον αφορά τη γέννηση και τη δράση των θεών, υπήρχαν πάντοτε οι ποιητές για να υμνούν τους θεούς και να διδάσκουν συγχρόνους και μεταγενέστερους. Τόση ήταν μάλιστα η αίγλη των ποιητών σε θέματα θεολογικά, ώστε ο Ηρόδοτος θεώρησε ότι τη μυθολογία των Ελλήνων τη δημιούργησαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος.
Ο Ηρόδοτος είχε και δίκιο και άδικο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν ανακάλυψαν τους μύθους των θεών. Οι μύθοι υπήρχαν από πολύ παλιά και μετασχηματίζονταν με την προφορική μετάδοση στο μήκος πολλών γενεών. Οι ποιητές αυτοί όμως, και άλλοι λιγότερο ή περισσότερο ένδοξοι, πήραν τις λαϊκές διηγήσεις, τις αφηγήθηκαν ξανά και ξανά και τις συστηματοποίησαν τόσο υποδειγματικά, ώστε οι Έλληνες κατέφευγαν τελικά σε αυτούς για να μάθουν τι έκανε σε μια δεδομένη περίσταση η Ήρα ή ο Απόλλων.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν ήταν ζήτημα προσωπικών πεποιθήσεων και πίστης. Ήταν πρωτίστως λατρεία, δηλαδή ενεργητική συμμετοχή σε εορτές και πανηγύρεις, πομπές και τελετουργίες. Οι λατρευτικές αυτές πρακτικές διάνοιγαν ή ανανέωναν τους διαύλους επικοινωνίας των ανθρώπων με την αθάνατη φύση. Η κατεξοχήν και σχεδόν πανταχού παρούσα πράξη λατρευτικής επαφής με τους θεούς ήταν η θυσία.
Θυσία είναι γενικά μια αποστέρηση αγαθών και η προσφορά τους στους θεούς, δηλαδή η αφ-ιέρωση. Οτιδήποτε οι άνθρωποι θεωρούσαν πολύτιμο για τη ζωή τους, από τα πρώτα δείγματα σοδειάς του χωραφιού τους (ἀπαρχάς) έως και τον έφηβο γιο ή τη μονάκριβη κόρη τους, μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο θυσίας, πραγματικής ή φαντασιακής. Στην αρχαία Ελλάδα οι ανθρωποθυσίες, τις οποίες γνωρίζει ο Όμηρος, περιορίστηκαν στον μύθο και αντικαταστάθηκαν στην πραγματική λατρεία από συμβολικές θανατώσεις ανθρώπων - μάλλον επειδή θεωρήθηκαν ιδιαίτερα βάρβαρες για μια πολιτισμένη κοινωνία. Το αίμα από τις θυσίες των ζώων, όμως, έρεε άφθονο σε κάθε εκδήλωση θρησκευτικότητας.
Το πιο αγαπημένο θύμα ήταν το βόδι, λόγω της μεγάλης αξίας του και του εντυπωσιακού του όγκου. Μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε άλλο κατοικίδιο ζώο - ακόμη και το άλογο ή ο σκύλος, κάποτε μάλιστα και άγρια ζώα πιασμένα ειδικά για την περίσταση. Πριν από την έναρξη της μάχης και για να ευοδωθεί η έκβασή της, θυσιάζονταν κατσίκες στην Άρτεμη. Οι Έλληνες, και κυρίως οι ιδιαίτερα θεοφοβούμενοι Σπαρτιάτες, μετέφεραν στις εκστρατείες τους ολόκληρα κοπάδια ζώων για τις απαραίτητες θυσίες.
Η επιλογή του θύματος σχετιζόταν με τη θεότητα στην οποία απευθυνόταν η προσφορά και καθοριζόταν, συχνά με εξονυχιστική ακρίβεια, από απαράβατους ιερούς νόμους. (Ορισμένοι σώζονται σε επιγραφές.) Γενικά, για τις σκοτεινές και επικίνδυνες θεότητες της γης θυσιάζονταν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ζώα μαύρου χρώματος, τα οποία καίγονταν ολόκληρα στην πυρά ενός σκάμματος πάνω στο χώμα (βόθρου ή ἐσχάρας), αφού πρώτα το αίμα τους είχε ποτίσει τη γη. Αυτά ήταν τα ὁλοκαυτώματα και συνέβαιναν σπανιότερα. Η συνηθέστερη θυσία αφορούσε τους μεγάλους ολύμπιους θεούς και γινόταν στο άπλετο φως της ημέρας. Σε αυτές τις πολύ συχνότερες περιπτώσεις οι παρευρισκόμενοι συμμετείχαν μαζί με τους θεούς σε μια συμβολική ευωχία, κατά την οποία οι αιθέριοι θεοί απολάμβαναν τις οσμές του καμένου λίπους και οι θνητοί τρέφονταν, λίγο πιο υλικά, με τα εντόσθια και το κρέας.
Η τελετουργική θανάτωση ενός ζωντανού γέμιζε τους συμμετέχοντες με ιερό δέος για τη σχέση ζωής και θανάτου. Σε αυτό αποσκοπούσε η απαραίτητη δραματοποίηση, που ήταν μέρος κάθε θυσίας ζώου. Ο Όμηρος, η εικονογραφία και άλλες μεταγενέστερες πηγές φανερώνουν τις λεπτομέρειες, καθώς το τελετουργικό της θυσίας διατηρήθηκε αναλλοίωτο για αιώνες.
Οι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν τη θυσία όρθιοι, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από το κέντρο που σηματοδοτούσε ο βωμός με την αναμμένη πυρά. Ένας ταύρος με χρυσωμένα τα κέρατα οδηγούνταν στον βωμό. Ο ιερέας ράντιζε αρχικά το κεφάλι του ζώου με νερό. Το ανάγκαζε έτσι να κατανεύσει συμβολικά στη θανάτωσή του. Η φωτιά τονωνόταν με σπονδές άκρατου οίνου. Μετά ο ιερέας έκοβε λίγες τρίχες από το μέτωπο του ζώου και τις πετούσε στη φωτιά ως απαρχή της προσφοράς που θα ακολουθούσε. Από ένα καλάθι με κριθάρι, όπου ήταν κρυμμένο το μαχαίρι της σφαγής, ο ιερέας έριχνε λίγους σπόρους πάνω στον ταύρο και έβγαζε το φονικό όπλο. Όλα ήταν έτοιμα για τη φοβερή κορύφωση της τελετής. Με ένα απότομο και επιδέξιο χτύπημα ο ιερέας ανάγκαζε τον ταύρο να αναπηδήσει και κατόπιν να σωριαστεί στο έδαφος. Μετά έκοβε τη βασική αιμοφόρο αρτηρία του λαιμού. Το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας. Οι παρευρισκόμενοι, και ιδίως οι γυναίκες που ως τότε παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, έβγαζαν τώρα σπαρακτικές κραυγές (ὀλολυγάς). Η θανάσιμη και χαίνουσα πληγή του ταύρου στρεφόταν προς τον βωμό για να τον ραντίσει με αίμα. Ακολουθούσε η εκδορά του ζώου και ο τεμαχισμός του σώματος με βάση τις αρθρώσεις. Τα οστά καλύπτονταν με λίπος και τοποθετούνταν στην πυρά για τους θεούς. Τα βρώσιμα μέρη ψήνονταν για να αναλωθούν επιτόπου μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα γλεντιού μαζί με κρασί. Η ιερή πράξη τελέστηκε με επιτυχία. Οι θεοί θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι. Το ίδιο και οι θνητοί.
Θυσία ήταν η τελετουργική πράξη που καθαγίαζε τη θανάτωση έμψυχων ζώων και εξάγνιζε την κοινωνία. Οι μοναδικοί τρόποι αφαίρεσης ζωής με τους οποίους μπορούσε να φαγωθεί νόμιμα κρέας στην αρχαία Ελλάδα ήταν δύο: η θυσία και το κυνήγι - ένα είδος άγριας θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης. Κάθε άλλη θανάτωση ζωντανού έμοιαζε με ανόσιο φόνο.
Θηριόμορφες και τερατόμορφες θεότητες εξακολούθησαν να λατρεύονται στην Ελλάδα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, οι κατεξοχήν ελληνικοί θεοί παρουσιάστηκαν στην ποίηση και την τέχνη, δηλαδή στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων, με ανθρώπινη μορφή. Ήταν βέβαια πιο λαμπροί, πιο ωραίοι και πιο δυνατοί από τους ανθρώπους και επίσης αθάνατοι. Στα ανάγλυφα και την αγγειογραφία παρουσιάζονται πάντοτε ψηλότεροι από τους θνητούς. Στον ανθρωπομορφισμό των θεών αντιστοιχούσε ο δυνητικός θεομορφισμός των ανθρώπων.
Οι περισσότεροι θεοί ήταν κοινοί για όλους. Κάθε περιοχή όμως ή πόλη προσηλωνόταν σε ορισμένες θεότητες με μεγαλύτερη αφοσίωση και τους χάριζε ειδικά λατρευτικά επίθετα - περίπου όπως συμβαίνει σήμερα με τους αγίους και την Παναγία. Η πόλις είχε τον προστάτη της ήρωα ή θεό, τις δικές της γιορτές και τους δικούς της ιερούς κανόνες. Το Άργος λάτρευε πρωτίστως την Ήρα, η Κόρινθος τον Απόλλωνα, η Αθήνα την Αθηνά. Η Αθηνά Χαλκίοικος, ο Απόλλων Κάρνειος και η Άρτεμις Ορθία ήταν οι τρεις βασικές θεότητες της Σπάρτης. Τα Θεσμοφόρια, μια γυναικεία γιορτή αφιερωμένη στη Δήμητρα όπου απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ανδρών, μαρτυρούνται σε πολλές πόλεις, αλλά όχι σε όλες. Η λατρεία του Ήλιου, αντίθετα, ήταν το ιδιάζον χαρακτηριστικό της δωρικής Ρόδου. Άλλα νησιά του Αιγαίου τιμούσαν το ηλιακό φως με τη μορφή του Απόλλωνα. Η πολυμορφία χαρακτήριζε τη θρησκεία, όπως και τόσους άλλους τομείς.
Η λατρεία ήταν σε μεγάλο βαθμό υπόθεση κοινωνική, μολονότι υπήρχαν και τελετές καθαρά ιδιωτικού χαρακτήρα. Αν και δεν εξαφανίστηκαν οι πατροπαράδοτες λατρείες που αποτελούσαν προνόμιο κάποιων ισχυρών οικογενειών, το μεγαλύτερο μέρος των ιερατικών καθηκόντων των παλαιών γενών μεταβιβάστηκε σταδιακά στο σώμα των πολιτών. Η πόλη στο σύνολό της ήταν πλέον υπεύθυνη για τη δημόσια λατρεία, για τις θυσίες, τις πομπές, τους ναούς - και τις αναγκαίες δαπάνες. Οι πολυτελείς ναοί, το κορυφαίο επίτευγμα της ελληνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής, ήταν δική της υπόθεση.
Οι σεληνιακοί μήνες του πολιτικού ημερολογίου έπαιρναν το όνομα τους από τη βασική εορτή ή θεότητα του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος. Φυσικά ούτε στο θέμα αυτό υπήρξε ομοφωνία, αφού οι εορτές διέφεραν από τόπο σε τόπο. Διαφαίνεται ωστόσο μια γενική ανταπόκριση ανάμεσα στις ιερές τελετές και τον ετήσιο κύκλο των εποχών και της βλάστησης. Με τον τρόπο αυτό η πολιτική θρησκεία, προϊόν πολιτισμού η ίδια, ήταν στενά δεμένη με τη φύση - ή μάλλον συντονισμένη στους ρυθμούς της.
Κάθε επισφαλής τομέας της ανθρώπινης ζωής, όπως η γέννηση, η ενηλικίωση, ο γάμος, ο πόλεμος και ο θάνατος, είχε τον δικό του έφορο θεό - όχι τον ίδιο παντού και πάντοτε. Κάποτε μάλιστα συνεργάζονταν πολλές θεότητες για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τον τοκετό, για παράδειγμα, τον προστάτευαν τουλάχιστον τρεις γυναικείες θεότητες: η Ειλείθυια, η Ήρα Τελεία και η Άρτεμις Λοχία. Αφηρημένες έννοιες, όπως η Νίκη, ο Ίμερος (ερωτικός πόθος), η Ειρήνη, η Φήμη και το Γέλιο, μπορούσαν επίσης να προσλάβουν θεϊκές τιμές και να γίνουν το αντικείμενο δημόσιας λατρείας.
Είτε επρόκειτο για μια ιερή πομπή που κόμιζε στην τιμώμενη θεότητα ένα νέο ένδυμα, όπως στα Παναθήναια, είτε για θυσία, είτε για οποιοδήποτε άλλη τελετή, ανοιχτή σε όλους ή περιορισμένη σε κάποιες ηλικιακές ομάδες, η αρχαιοελληνική λατρεία ήταν κάτι που συνέβαινε στο ύπαιθρο, κάτω από τον καυτό ήλιο, τη σελήνη, τα σύννεφα ή τη βροχή. Ο ναός δεν ήταν παρά το περικαλλές οίκημα του αγάλματος του θεού. Ελάχιστα πράγματα, πλην προσφορών και προσκύνησης, συνέβαιναν στο εσωτερικό του. Εξαίρεση αποτελούν τα μυστήρια, τελετουργίες μύησης που συνοδεύονταν από αυστηρούς κανόνες μυστικότητας και τελούνταν σε κλειστούς χώρους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Τις περισσότερες φορές οι τελετουργίες είχαν τοπική μόνο εμβέλεια. Ωστόσο, δύο περιοχές απέκτησαν γρήγορα υπερτόπια αίγλη. Οι Δελφοί και η Ολυμπία μετατράπηκαν από επιχώριοι τόποι λατρείας σε πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα.
Οι Δελφοί ήταν το κατεξοχήν μαντείο της αρχαίας Ελλάδας (όπως η Ολυμπία ο κατεξοχήν τόπος αγώνων), αλλά δεν ήταν το μόνο. Το απομακρυσμένο ιερό του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου ήταν ένας επίσης ονομαστός, αν και λιγότερο πλούσιος, τόπος πρόγνωσης του μέλλοντος. Οι τρόποι μαντείας δεν ήταν παντού οι ίδιοι. Στη Δωδώνη η ἱερὰ φηγός, μια τεράστια βαλανιδιά αφιερωμένη στον Δία, έδινε, με το θρόισμα των φύλλων της και τις κινήσεις των πουλιών που φώλιαζαν πάνω της, κρυπτικά σημάδια, τα οποία τρεις ιέρειες, που ενδεικτικά ονομάζονταν πελεῖαι («περιστερές»), αποκρυπτογραφούσαν για τους πελάτες τους.
Στους Δελφούς ακολουθούσαν άλλη μέθοδο. Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς συνέβη κατά τον ύστερο 9ο ή πρώιμο 8ο αιώνα. Από τις αρχές του 7ου αιώνα, το μαντείο είχε ήδη αποκτήσει πανελλήνια φήμη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον ελληνικό αποικισμό. Κατά τον 6ο αιώνα η αίγλη του ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας. Το συμβουλεύονταν πλέον τόσο ιδιώτες όσο και πόλεις, τόσο απλοί άνθρωποι για τα καθημερινά προβλήματα του βίου όσο και μέγιστοι άρχοντες και βασιλείς, όπως ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος, και ο Φίλιππος Β' των Μακεδόνων, για πολεμικές επιχειρήσεις και πολιτικούς σχεδιασμούς.
Για τον τρόπο με τον οποίο δίνονταν οι χρησμοί στους ενδιαφερόμενους διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, κυρίως από ύστερους συγγραφείς (τον Πλούταρχο, τον Παυσανία και άλλους). Αρχικά έπρεπε ο θεός να συναινέσει. Την έβδομη μέρα κάθε μήνα, τότε που εορτάζονταν τα γενέθλια του Απόλλωνα, η θέληση του θεού «διαβαζόταν» στην αντίδραση μιας γίδας που ράντιζαν με νερό: αν το δέρμα του ζώου έτρεμε, αυτό σήμαινε ότι ο θεός ήταν σύμφωνος· αν το ζώο δεν αντιδρούσε, έπρεπε να περιμένουν. Στη χρησμοδοσία βασική ήταν η μορφή της Πυθίας, μιας γυναίκας άνω των πενήντα ετών από την τοπική κοινωνία, η οποία υπηρετούσε τον Απόλλωνα διά βίου και ήταν υποχρεωμένη να παραμένει αγνή. Ύστερα από τελετουργικό καθαρμό στην Κασταλία πηγή έκαιγε φύλλα δάφνης και κριθάρι στην εστία του ναού, και κατόπιν καθόταν, στεφανωμένη με δάφνη, πάνω στον ιερό τρίποδα του Απόλλωνα μέσα στο άδυτο του ναού. Από το σημείο αυτό, σε κατάσταση ενθουσιαστικής μανίας, προέφερε τους χρησμούς. Δύο ἱερεῖς και πέντε ὅσιοι ήταν υπεύθυνοι για όλες τις συναλλαγές με τους πελάτες του μαντείου, τις θυσίες και την εν γένει τήρηση της τάξης. Πιθανόν ένας από τους ιερείς (ο προφήτης) ήταν υπεύθυνος για την καταγραφή των χρησμών ή την έμμετρη μεταγραφή τους.
Υπήρξε διαβόητη, ήδη από την αρχαιότητα, η αμφισημία αρκετών (πραγματικών ή επινοημένων) χρησμών. Για να αυξήσει το κόρος του, το μαντείο των Δελφών κατασκεύαζε κάποτε χρησμούς για γεγονότα που δεν είχε αρχικά προβλέψει ή τροποποιούσε αποτυχημένες προρρήσεις εκ των υστέρων. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι περισσότεροι χρησμοί δεν επιδέχονταν πολλαπλές ερμηνείες. Ο οικονομικότερος μάλιστα τρόπος μαντείας, ειδικά για τους ιδιώτες, ήταν να ζητηθεί μονολεκτική απάντηση του τύπου «ναι» ή «όχι», σε ένα κατάλληλα διατυπωμένο ερώτημα. Το μαντείο τότε περισσότερο συμβούλευε παρά δεσμευόταν για την έκβαση του μέλλοντος. Οι περισσότερες απαντήσεις του ήταν καταφατικές, γεγονός που δηλώνει ότι ο θεός έδινε την έγκριση του στις ιδιωτικές ή δημόσιες επιθυμίες. Σημαντικός και κάποτε καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του μαντείου σε θέματα ειρήνης και πολέμου, επίλυσης των εσωτερικών κρίσεων που μάστιζαν τις αρχαϊκές πόλεις και θεσμοθέτησης νέων νόμων. Πιθανότατα το μαντείο διέθετε εκτεταμένο σύστημα συγκέντρωσης γεωπολιτικών πληροφοριών και, με το θεοπρόβλητο κύρος του, μπορούσε έμμεσα να ασκεί πολιτική στις διακρατικές σχέσεις των ελληνικών πόλεων και στις διεθνείς σχέσεις τους με τους αλλοεθνείς πληθυσμούς των συνόρων.
Σπύρος I. Ράγκος