Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
1.8. Αλλά όταν λάμψη από τον Δία κατεβεί…
Ο Πυθαγόρας παρομοίασε την ανθρώπινη ζωή με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Άλλοι έρχονται για ν᾽ αγωνιστούν», είπε, «άλλοι για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και άλλοι για να παρακολουθήσουν το ωραίο θέαμα.» Να είναι κάποιος θεατής του κόσμου ήταν για τον Πυθαγόρα το σπουδαιότερο επίτευγμα. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι παλαιότερα. Δύο αιώνες πριν από τη γέννησή του, το 776, όταν καταγράφηκαν οι πρώτοι Ολυμπιονίκες, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τη ζωή ως αγώνα και έδιναν προβάδισμα στην πράξη και τη νίκη, όχι στη θεωρία και τη νόηση.
Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων σηματοδοτεί την έναρξη της αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων ως ενιαίου λαού. Από εκεί θα αρχίσουν αργότερα να μετρούν τον κοινό ιστορικό χρόνο. Πλήρης συμφωνία δεν επιτεύχθηκε βέβαια ποτέ ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Η καθεμία είχε το δικό της σύστημα μέτρησης του χρόνου, βασισμένο στη μυθολογία και την ιστορία της. Ωστόσο, οι αγώνες της Ολυμπίας έγιναν σταδιακά κοινό ορόσημο.
Η θέση της Ολυμπίας στη δυτική και λιγότερο προηγμένη πλευρά της Πελοποννήσου, στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, μακριά από τους οξείς εδαφικούς ανταγωνισμούς της ανατολικής Ελλάδας, αναμφίβολα βοήθησε στην πανελλήνια αναγνώριση των αγώνων. Η θρησκευτική σημασία του τόπου όμως έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο. (Τη μυστηριώδη γαλήνη του τόπου μπορεί και σήμερα να διαισθανθεί ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου.) Αρχικά η Ολυμπία, όπως και οι Δελφοί, ήταν ένα τέμενος της Γης που δεν ανήκε στη δικαιοδοσία καμίας πόλης. Αργότερα την προστασία της ανέλαβε ο Δίας, ο πατέρας των ολύμπιων θεών. Τότε άρχισαν και οι έριδες για την κυριαρχία της. Οι Ηλείοι ήταν οι επικρατέστεροι και αυτοί οργάνωσαν τις περισσότερες φορές τους αγώνες.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εορτάζονταν κάθε τέσσερα έτη. Η τετραετής περιοδικότητά τους ονομαζόταν πεντετηρίς, γιατί οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν αμφότερα τα άκρα στη μέτρηση του χρόνου. Στους αγώνες μετείχαν όλες οι αναγνωρισμένες ελληνικές πόλεις. Επρόκειτο για μια πανήγυριν. Ομαδικά αθλήματα δεν υπήρχαν. Ο καθένας αγωνιζόταν για τον εαυτό του και τη δική του δόξα - και φυσικά η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι και βεβαίως η πόλη δοξάζονταν αντανακλαστικά από κάθε ατομική νίκη. Όπως στον Όμηρο ο πολεμιστής, έτσι και εκεί ο αθλητής ήταν μόνος εναντίον όλων - ή μόνος προς μόνο. Στους αγώνες έπαιρναν μέρος, έκριναν τους νικητές και παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα μόνο άνδρες. Οι γυναίκες αποκλείονταν.
Κατά τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο (τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου), τότε που οι μέρες μικραίνουν αλλά η δύναμη του ήλιου θεριεύει, θεατές από όλη την Ελλάδα μαζεύονταν στο ιερό του Δία για να επευφημήσουν και να δοξάσουν συμπατριώτες και ξένους. Το πλήθος που συσσωρευόταν μπορούσε να αγγίξει ακόμη και τις 40.000. Ανάμεσά τους πολλοί (έμποροι, μικροπωλητές, μάγειροι, προαγωγοί) αποσκοπούσαν στο κέρδος. Οι περισσότεροι όμως έρχονταν για να δουν. Οι αγώνες ήταν πανελλήνιοι, οι κριτές ονομάζονταν χαρακτηριστικά ἑλλανοδίκαι και οι εμπόλεμες πόλεις που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη μετάβαση και παραμονή αθλητών και θεατών στην Ολυμπία υποχρεώνονταν να συνάψουν εκεχειρία. Ο πραγματικός πόλεμος σταματούσε για να ξεκινήσει ο συμβολικός πόλεμος αυτών που αγωνίζονταν.
Οι Έλληνες αρχικά αγωνίζονταν καλυμμένοι, φορώντας περιζώματα, όπως και οι Κρήτες της μινωικής εποχής. Όμως, πενήντα χρόνια μετά κάποιος πέταξε το περίζωμα, άλλοι τον ακολούθησαν και καθιερώθηκε ο θεσμός να αγωνίζονται όλοι γυμνοί. Οι αγώνες ονομάστηκαν τότε γυμνικοί - απ᾽ όπου προέρχεται και η σύγχρονη «γυμναστική». Η αγωνιστική γυμνότητα ήταν ελληνική επινόηση παντελώς άσχετη προς τον φυσικό πρωτογονισμό. Μάλιστα, από τις αρχές του 6ου αιώνα γυμνάσια (δηλαδή γυμναστήρια) άρχισαν να οικοδομούνται στις περισσότερες πόλεις, για να διευκολυνθεί η προετοιμασία - κυρίως για τους αγώνες, δευτερευόντως για τον πόλεμο.
Από τα αθλήματα οι δρόμοι, τα ιππικά και τα πολεμικά αγωνίσματα ήταν αυτοτελή. Τα υπόλοιπα τρία αγωνίσματα -δίσκος, άλμα, ακόντιο- ήταν μέρη του πεντάθλου, μαζί με την πάλη και το στάδιον. Αυτό το τελευταίο, αγώνας δρόμου ταχύτητας που κάλυπτε 185 μέτρα, ήταν το πρώτο (και αρχικά μοναδικό) άθλημα που θεσμοθετήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δικαιολογημένα υπήρξε πάντοτε ένα πολύ δημοφιλές θέαμα. Το 724 εισήχθη ο δίαυλος, διπλό στάδιο με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης, και αμέσως μετά ο δόλιχος, ο μεγαλύτερος αγώνας δρόμου, που δεν ξεπερνούσε τα 4.800 μέτρα. (Μαραθώνιος, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ.) Στο τέλος του αιώνα εγκαινιάστηκε το πένταθλο και η πάλη.
Όλοι οι αγώνες σχετίζονταν με τον πόλεμο. Η σχέση όμως αυτή φαινόταν καθαρότερα στην ὁπλιτοδρομίαν - έναν αγώνα δρόμου που εγκαινιάστηκε σχετικά αργά, το 520. Αρχικά οι αθλητές φορούσαν ολόκληρη την οπλιτική εξάρτυση αλλά τελικά διατήρησαν μόνο το κράνος και την ασπίδα (το ὅπλον). Η σχέση με τον πόλεμο φαίνεται επίσης στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιον, ένα ιδιαίτερα σκληρό άθλημα, που επέτρεπε χτυπήματα και λαβές σε ολόκληρο σχεδόν το σώμα. Τα αθλήματα αυτά εγκαινιάστηκαν από το τέλος του 8ου έως το μέσον του 7ου αιώνα.
Η επιτυχία των πρώτων πανελλήνιων αγώνων στην Ολυμπία ήταν τόσο μεγάλη ώστε, διακόσια περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή τους, εγκαινιάστηκαν νέοι πεντετηριακοί αγώνες στους Δελφούς, το άλλο μεγάλο πανελλήνιο κέντρο, προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνος (582). Μικρότερης αίγλης ήταν οι τριετηρίδες που πρωτοοργάνωσαν, την ίδια περίπου εποχή, η Νεμέα στην Αργολίδα προς τιμήν του Δία και η Κόρινθος στον Ισθμό προς τιμήν του Ποσειδώνα. Για να διατηρείται ετησίως ακμαίο το αγωνιστικό ήθος των αθλητών, οι τέσσερις βασικοί πανελλήνιοι αγώνες εναλλάσσονταν με τη μικρότερη δυνατή επικάλυψη.
Ο αθλητισμός που αναπτύχθηκε τόσο οργανωμένα στην αρχαϊκή Ελλάδα ήταν συνέπεια του αγωνιστικού ήθους. Από τη μια, βίαιες συγκρούσεις και έριδες θεών, πόλεμοι και θανατώσεις ανθρώπων· από την άλλη, τάση υπεροχής, ανταγωνισμός και άμιλλα των ομοτέχνων: αυτός ήταν ο αρχαϊκός κόσμος. Εκτός από μέσο βελτίωσης της σωματικής ρώμης που ήταν απαραίτητη στον πόλεμο, οι αγώνες λειτουργούσαν επίσης και ως δίοδοι ειρηνικής εκτόνωσης της επιθετικότητας. Με τον τρόπο αυτό, μια φυσική ροπή υπεροχής και επικράτησης με δυνητικά ολέθριες συνέπειες μετατράπηκε σε πολιτιστικό αγαθό με το μικρότερο δυνατό κόστος σε απώλεια ανθρώπινων ζωών. Διότι βέβαια δεν είναι λίγες οι μαρτυρημένες περιπτώσεις αθλητών που έχασαν τη ζωή τους σε κάποιο από τα βίαια αθλήματα - «τόσο ήταν το πάθος τους για τη νίκη», δήλωναν με υπερηφάνεια οι θλιμμένοι συγγενείς και φίλοι.
Η προπόνηση, η γυμνή άθληση και η παρακολούθηση των αγώνων συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης του ωραίου σώματος ως εστιακού σημείου φανέρωσης της ομορφιάς. Τα πρώτα αγάλματα γυμνών νέων, γνωστά ως κοῦροι, χρονολογούνται τον 7ο αιώνα. Ακολούθησαν αγάλματα πεπλοφόρων νεανίδων, γνωστά ως κόραι. Η παραγωγή εντάθηκε κατά τον επόμενο αιώνα. Οι κούροι και οι κόρες, με αυτό το αινιγματικό και γεμάτο βαθύτητα για την ανθρώπινη κατάσταση μειδίαμα, εικονίζουν είτε θνητούς στο απόγειο του νεανικού σφρίγους είτε τους αιώνιους θεούς. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη τα δύο αυτά διακριτά πεδία συγχέονταν εύκολα, γιατί η ομορφιά των θεών και των ανθρώπων ήταν μία.
Παράλληλα με την ανάδειξη της αριστείας σε δύναμη και κάλλος, οι πανελλήνιοι αγώνες δεξιώθηκαν και άλλες μορφές ανταγωνισμού. Οι ιπποδρομίες και ακόμη περισσότερο οι αρματοδρομίες με τέσσερα άλογα (τέθριππον) ήταν το πεδίο επίδειξης των πλούσιων γαιοκτημόνων, διότι η ιδιαίτερα δαπανηρή συντήρηση αλόγων υπήρξε σύμβολο της αριστοκρατίας. Στις πανελλήνιες αγωνιστικές συνάξεις δινόταν επίσης η δυνατότητα σε ποιητές και μουσικούς να κάνουν επίδειξη της τέχνης τους. Αγώνες οργανικής μουσικής και, κυρίως, τραγουδιού συνοδευόμενου από λύρα καθώς και αγώνες ρυθμικής απαγγελίας παλαιών και νέων επών εντάχθηκαν, μαζί με τα κυρίως γυμνικά αθλήματα, στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων. Από τον 4ο αιώνα, ακόμη και κήρυκες και σαλπιγκτές ανταγωνίζονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες για νίκη στην ένταση της φωνής ή της σάλπιγγας.
Οι ποιητικοί αγώνες ήταν γνωστοί από παλιά. Το πρώτο βραβείο που κέρδισε ο Ησίοδος ήταν ένας πολύτιμος τρίποδας. Η νίκη είχε μεγάλη σημασία όχι μόνο για την αξία του επάθλου, το οποίο ο ποιητής αφιέρωσε στις Ελικωνιάδες Μούσες ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά κυρίως για τη δόξα της πρωτιάς. Στην αρχαϊκή εποχή δύσκολα θα βρούμε τομέα της ανθρώπινης ζωής που να μη διαποτίστηκε από το αγωνιστικό ιδανικό. Η επική ποίηση είχε και πάλι δείξει τον δρόμο. Ο Οδυσσέας σκότωσε τους επίδοξους μνηστήρες της συζύγου του στο πλαίσιο ενός αγώνα δεξιοτεχνίας και δύναμης στον χειρισμό άκαμπτου τόξου. Ο ίδιος είχε νωρίτερα προκαλέσει σε αγώνα θερισμού τον μνηστήρα που αμφισβήτησε τις γεωργικές ικανότητές του. Ακόμη πιο πριν, στο νησί των Φαιάκων, ο Αλκίνοος, για να τιμήσει την αναχώρηση του ξένου του, διέταξε αγώνες χορού, μουσικής και ρίψεων. Εκεί ο Οδυσσέας απάντησε εμπράκτως σε όσους τον αμφισβητούσαν, ρίχνοντας, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τον δίσκο μακρύτερα από όλους. Είχε κατηγορηθεί ότι είναι έμπορος και, συνεπώς, άπειρος στα αθλητικά. Σε παρόμοιο ανταγωνισμό βρίσκονταν οι όμορφες κοπέλες του χορού στη Σπάρτη του Αλκμάνα, καθώς και ο Θέογνις που διατεινόταν ότι δοξάζει τον φίλο του καλύτερα από κάθε άλλο ποιητή.
Οι αγώνες υμνήθηκαν πολύ στην ποίηση. Όλη η σωζόμενη ποιητική παραγωγή του Θηβαίου Πινδάρου (περ. 518-443) και μεγάλο μέρος αυτής του ανταγωνιστή του Κείου Βακχυλίδη (περ. 520-450) είναι αφιερωμένη σε νικητές των Ολυμπιακών, Πυθικών, Ισθμικών και Νεμεακών Αγώνων. Ο Πίνδαρος γνώριζε καλά πόσο μάταιη και εφήμερη είναι η ανθρώπινη ζωή, συγκρινόμενη με την αθάνατη νεότητα και την ομορφιά των θεών. Στην τελευταία σωζόμενη ωδή που συνέθεσε, γέροντας πια, για να υμνήσει τον νεαρό Αριστομένη από την Αίγινα, που πήρε το πρώτο βραβείο στην πάλη των παίδων στους Δελφούς (446), ο Θηβαίος ποιητής έγραψε χαρακτηριστικά:
Εφήμεροι οι άνθρωποι· τι είναι ζωντανός; και τι νεκρός;
Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος.
Ωστόσο, συνέχισε:
Αλλά όταν η λάμψη από τον Δία κατεβεί,
φωτοχυσία γίνεται και ευχάριστη η ζωή.
Η λάμψη για την οποία μιλούσε ο Πίνδαρος ήταν η δόξα της νίκης. Η μάταιη και άφεγγη ζωή γινόταν υποφερτή εξαιτίας αυτής της θεόσδοτης αίγλης. Η ιστορία όμως είχε και τη σκοτεινή της όψη, την πλευρά των ηττημένων. Αυτοί, μας λέει ο Θηβαίος λυρικός,
όταν ήρθαν πίσω στις μανάδες τους,
δεν σηκώθηκε ολούθε η γλυκιά χαρά του γέλιου,
αλλά μακριά από τους εχθρούς τους κρύβονταν στα σοκάκια,
ντροπιασμένοι απ᾽ το δάγκωμα της ήττας.
Σπύρος I. Ράγκος