Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
2.10. Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων
Οι Έλληνες έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία. Στον Όμηρο και τους μεταγενέστερους ποιητές σοφός ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε καλά μια τέχνη, έναν συγκεκριμένο χώρο δημιουργίας ή δράσης, όπως τη χρήση του πηδαλίου, την κατασκευή αγγείων, τη θεραπεία ασθενειών ή τη σύνθεση ποιημάτων. Σοφία ήταν η εξειδικευμένη και πρακτική γνώση. Όταν επρόκειτο για αποφάσεις, ο σοφός διέκρινε το νόημα των περιστάσεων καλύτερα από τους άλλους και πρότεινε λύσεις ευφυείς και αποτελεσματικές: έβρισκε, όπως έλεγαν, περάσματα μέσα στο σφιχτό δίχτυ της αναγκαιότητας.
Αυτή η έννοια της πρακτικής σοφίας αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την ύστερη αρχαϊκή εποχή και πήρε σημασία πολιτική. Ένας κατάλογος Επτά Σοφών καταρτίστηκε αργότερα και περιλάμβανε άνδρες με ιδιαίτερη πολιτική οξυδέρκεια. Τέτοιοι ήταν ο Αθηναίος Σόλων, ο Περίανδρος της Κορίνθου, ο Μυτιληναίος Πιττακός, ο Λίνδιος Κλεόβουλος (από τη Ρόδο), ο Βίας από την Πριήνη και ο Λακεδαιμόνιος Χίλων. Όλοι τους είχαν συμβάλει στην αντιμετώπιση των πολιτικών και κοινωνικών αδιεξόδων της εποχής και της πόλης τους.
Στην κατάρτιση του καταλόγου των Επτά Σοφών δόθηκε μέριμνα να αντιπροσωπεύεται ολόκληρη η επικράτεια του ελληνισμού. Ο αριθμός επτά ήταν συμβολικός. Το κοινό χαρακτηριστικό της σκέψης και της δράσης τους ήταν η μετριοπάθεια. Οι άνδρες αυτοί συνειδητοποίησαν ότι κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, κάθε ενέργεια προς τη μια κατεύθυνση γεννά αντίρροπη δύναμη με αντίθετη φορά, κάθε κέρδος έχει το ισόποσο τίμημά του. Αυτός ήταν ο νόμος της Ανάγκης. Στις πολιτικές αποφάσεις που πήραν και στους νόμους που συνέταξαν οι σοφοί της αρχαϊκής εποχής προσπάθησαν να βρουν και να εφαρμόσουν δυναμικές ισορροπίες: καταστάσεις στις οποίες ο νόμος της Ανάγκης δεν θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το κοινωνικό σώμα. Το εκκρεμές δεν μπορούσε να σταματήσει. Μπορούσε όμως το πεδίο του να περιοριστεί. Έτσι αναγνώρισαν τη σημασία του μέτρου. Τα διδάγματά τους αναγράφηκαν στο μαντείο των Δελφών και αποτέλεσαν το μέγιστο μάθημα του Απόλλωνος για τους θνητούς: «Τίποτε μην κάνεις υπερβολικό», «Το μέτρο είναι ο καλύτερος οδηγός», «Είσαι τόσο σίγουρος ώστε να δίνεις εγγυήσεις; Στη γωνιά παραμονεύει η πτώση σου.»
Η υπερβολική αυτή έμφαση στο μέτρο και τη μετριοπάθεια δεν αποσκοπούσε στην ανάσχεση του πρακτικού δυναμισμού. Πάντοτε οι επιχειρήσεις περικλείουν κινδύνους και πάντοτε το μέλλον είναι πιο αβέβαιο όταν πατάς σε ξένη γη. Οι Έλληνες το γνώριζαν πολύ καλά αυτό από τη μυθική εκστρατεία στην Τροία και την εποχή του πρώτου αποικισμού. Ο τονισμός της αξίας του μέτρου προειδοποιούσε για τον κίνδυνο που κρύβεται μέσα στην επιτυχία. Ήταν η φρόνιμη αντίδραση των σοφών στην παθιασμένη έφεση για υπεροχή, που χαρακτήριζε ολόκληρη την αρχαϊκή εποχή. Το πιο γνωστό ρητό του δελφικού Απόλλωνα, Γνῶθι σαυτόν, σήμαινε αρχικά «γνώριζε ότι είσαι θνητός». Οι Επτά Σοφοί θέλησαν να περιορίσουν την ὕβριν, την αλαζονική συμπεριφορά που συνεπάγεται η επιτυχία και να προειδοποιήσουν για τις καταστροφικές συνέπειες που φέρνει η λήθη της ανθρώπινης κατάστασης, η ἄτη. Οι ίδιοι οι θεοί φθονούν -πίστευαν- όσους πλησιάζουν υπερβολικά τη δική τους ατελεύτητη και άμοχθη ευδαιμονία και τους εκδικούνται στέλνοντας τη νέμεσιν. Οι θνητοί έπρεπε δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, να πάθουν για να μάθουν ότι δεν είναι παντοδύναμοι.
Όλα αυτά βασίζονταν σε μια ακριβή και ρεαλιστική γνώση της ανθρώπινης ψυχής και ενθάρρυναν την επίγνωση των φυσικών ανθρώπινων περιορισμών. Ωστόσο, στην αρχή του 6ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται στην Ιωνία και ένα άλλο είδος γνώσης, που δεν αφορούσε πλέον τον ανθρώπινο κόσμο και την πολιτική κοινωνία ούτε τον ολύμπιο αιθέρα και τις συγκρούσεις των θεών, τις οποίες εξέθετε μυθικά η παραδοσιακή ποίηση: αφορούσε τη δομή, τη σύσταση και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου, την ίδια τη φύσιν ως μια αέναη διαδικασία γέννησης και φθοράς. Το ιδιαίτερο αυτό είδος γνώσης ονομάστηκε τελικά φιλοσοφία, «αγάπη και έφεση για σοφία», για να τονιστεί τόσο η διαφορά του από την πρακτική σοφία των τεχνιτών, των ποιητών και των πολιτικών όσο και η απόσταση από την πλήρη κατανόηση του κόσμου που μπορούσαν να διαθέτουν μόνο οι θεοί. Η γνώση αυτή ήταν θεωρητική και δεν αποσκοπούσε σε άλλο πρακτικό αποτέλεσμα εκτός από την αγαλλίαση που φέρνει η ίδια η κατάσταση του εἰδέναι. Εργαλείο για αυτή τη νέα ενασχόληση ήταν ο λόγος. Και όπως κάθε εργαλείο κατασκευάζεται όταν έχει ήδη παραστεί η ανάγκη της δημιουργίας του, έτσι και ο λόγος εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας μαζί με την ανάγκη για μια συνεκτική και λογική κατανόηση της φύσης.
Λόγος είναι εκείνη η δύναμη του νου που φέρνει κοντά, συγκρίνει και συνθέτει πράγματα που φαίνονται διακριτά και άσχετα μεταξύ τους. Συλ-λέγοντας και συγ-κρίνοντας ξεχωριστά και φαινομενικά ανεξάρτητα πράγματα ο νους συλ-λαμβάνει την κοινή τους ρίζα ή το κοινό τους στοιχείο σε μια ενορατική αφαίρεση των διαφορών τους. Έτσι αναδύεται η αφαιρετική σκέψη και η γενική έννοια. Προϋποτυπώσεις και των δύο βρίσκουμε στους αφηρημένους θεούς, όπως είναι η Βία, ο Έρως, η Φήμη, το Κράτος και η Νίκη.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο διασημότερος ίσως από τους λεγόμενους Επτά Σοφούς, θεωρήθηκε ο πρωτεργάτης αυτής της μετάβασης από τον μυθικό στον λογικό τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου. Ήταν ο μόνος από τους Επτά που δεν εστίασε το ενδιαφέρον του στην πολιτική. Στο θρυλικό πρόσωπό του συνυφαίνεται η παλαιά πρακτική σοφία με τη νέα θεωρητική δραστηριότητα του νου. Στόχος του ήταν να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τις διηγήσεις των ποιητών, όταν έλεγαν ότι η Νύκτα, το Χάος ή η Γαία ήταν τα πρώτα πράγματα που εμφανίστηκαν στον κόσμο - και τον γέννησαν στη μορφή που τον ξέρουμε. Αναλογιζόμενος τις μυθικές διηγήσεις που μιλούσαν για τον Ωκεανό και τη σύζυγό του και παρατηρώντας την υγρή φύση του σπέρματος, τη γονιμοποιό δύναμη της βροχής, καθώς ίσως και την τριπλή μορφή (στερεά, υγρή και αέρια) που παρουσιάζει το νερό όταν θερμαίνεται ή ψύχεται, ο Θαλής συμπέρανε ότι όλα προέρχονται κατά βάση από μία αρχή. Το πραγματικά θεϊκό στοιχείο του κόσμου και η απώτατη ρίζα ολόκληρης της πραγματικότητας έπρεπε να είναι το ὕδωρ. Για να ισχύει όμως αυτό, θα έπρεπε το νερό να μην είναι μόνο ένα εύπλαστο και μετασχηματιζόμενο υλικό, αλλά επίσης κάτι ζωντανό και νοήμον. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να παραχθεί η ζωή και η σκέψη;
Μέσα στην πολιτικά ελεύθερη, ανοιχτή στις συζητήσεις και φιλοπερίεργη ατμόσφαιρα της ιωνικής Μιλήτου αναδύθηκε ένα νεοφανές είδος έρευνας που αναζητούσε την ἀρχήν του κόσμου, εκείνη την κρυφή ρίζα της πραγματικότητας που επιτρέπει την κίνηση και την πολλαπλότητα, δίχως να οδηγεί το κοσμικό πλέγμα στο χάος και την αναρχία. Η διαδοχή των εποχών του έτους, οι μηνιαίες φάσεις της σελήνης και η εναλλαγή του ημερονυκτίου ήταν σημάδια μιας νομοτέλειας τακτικής και σχεδόν απαράβατης. Ποιος ήταν άραγε ο μηχανισμός που επέτρεπε αυτή την τάξη;
Ο Αναξίμανδρος, ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος που εμφανίστηκε στη δυτική ιστορία, ήταν λίγο νεότερος από τον Θαλή, συμπολίτης και φίλος του, και άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη θεωρία για το νερό (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 2 [σ. 33-44]). Όμως το νερό -σκέφτηκε- είναι ένα από τα στοιχεία του σημερινού κόσμου. Η αρχή τόσο του νερού όσο και του κόσμου πρέπει λογικά να είναι κάτι άλλο. Αυτή την κρυφή και άγνωστη δύναμη που βρίσκεται πίσω από όλα τα γνωστά αντικείμενα και μπορεί να εξηγήσει τη γέννηση, την κίνηση και τον θάνατο όλων των πραγμάτων μέσα στον κόσμο ο Αναξίμανδρος την ονόμασε ἄπειρον, που σημαίνει «αδιαμόρφωτο» και «ανεξάντλητο» ταυτόχρονα. Ο νόμος της δράσης του ήταν ο νόμος της Ανάγκης, ο ίδιος νόμος που οι σοφοί είχαν ανιχνεύσει στα πολιτικά πράγματα του τόπου τους και είχε ίσως παλαιότερα υπαινιχθεί ο Ησίοδος, όταν μιλούσε για τη Δίκη του Δία. Ο Αναξίμανδρος όμως κατανόησε τη σχέση δράσης και αντίδρασης ως ένα σύστημα διαρκώς ανανεούμενων και ανατροφοδοτούμενων ανισορροπιών και αδικιών. Στατική δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει, σκέφτηκε. Ο κόσμος κινείται διαρκώς, γιατί ανάμεσα στα μέρη του μαίνονται διηνεκώς πόλεμοι, μάχες και έριδες. Μάλιστα, ο Αναξίμανδρος θεώρησε ότι το σύμπαν που γνωρίζουμε δεν είναι το μοναδικό. Υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν αμέτρητα σύμπαντα - όσα ο χρόνος ορίζει. Άλλα γεννιούνται και άλλα πεθαίνουν. Όλα όμως αλλάζουν και μετασχηματίζονται συνεχώς.
Στη σκέψη του Αναξίμανδρου ο νόμος της Ανάγκης ήταν ένας κύκλος μεταξύ ακραίων αντιθετικών δυνάμεων. Δεν επρόκειτο όμως για έναν φαύλο κύκλο, γιατί όλη η ζωή και η δράση αναπτύσσονταν μέσα του.
Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Σάμο γύρω στο 570, αλλά εξαιτίας πολιτικών ταραχών στο νησί του μετοίκησε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, όπου δημιούργησε έναν πρωτότυπο φιλοσοφικό κύκλο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 3 [σ. 47-60]). Οι μαθητές ήταν αναγκασμένοι να τηρούν σιωπή για πέντε έτη και να ακολουθούν πιστά ορισμένες περίεργες πρακτικές επιταγές. Για παράδειγμα, έπρεπε να μην τρώνε κουκιά, να αποφεύγουν τα δημόσια λουτρά, να είναι ντυμένοι στα λευκά, να τεντώνουν τα σεντόνια μόλις ξυπνήσουν για να σβηστεί το αποτύπωμα του σώματός τους. Μεταξύ τους μοιράζονταν τα υλικά αγαθά και τις περιουσίες τους ως κοινά κτήματα. Στην οργάνωση γίνονταν δεκτές και γυναίκες. Βασικό δόγμα του κύκλου ήταν η μετενσάρκωση των ψυχών και κεντρική επιταγή η τελετουργική, σωματική και πνευματική καθαρότητα. Παράλληλα, οι Πυθαγόρειοι ανέπτυξαν τα μαθηματικά. Μάλιστα, λέγεται ότι αυτοί πρώτοι ονόμασαν το σύμπαν κόσμον - μια λέξη που παλαιότερα σήμαινε την όμορφη τάξη γενικά (όπως σε ένα ωραίο κόσμημα) και ειδικά την εύρυθμη διάταξη των πολεμιστών μέσα στη φάλαγγα.
Η κλειστή οργάνωση των Πυθαγορείων είχε έντονη πολιτική δράση στον Κρότωνα και επηρέαζε για ένα διάστημα καθοριστικά την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της πόλης. Ως οπαδοί μιας μυστικής γνώσης που δεν πρέπει να βεβηλώνεται από τους πολλούς, οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν την αριστοκρατική παράταξη. Σε αυτούς αποδόθηκε και η καταστροφή της Σύβαρης, μιας από τις πλουσιότερες πόλεις της Ιταλίας, που ήταν σύμβολο πλούτου, πολυτέλειας και περίτεχνου, πολιτισμένου τρόπου ζωής. Τελικά, λόγω πολιτικών εντάσεων και της εξοργιστικής ιδιαιτερότητάς τους, οι Πυθαγόρειοι εξορίστηκαν από τον Κρότωνα στο τέλος του 6ου αιώνα. Ο δήμος και οι προστάτες του δεν μπορούσαν να τους ανεχτούν άλλο.
Η οργάνωση, που διατηρήθηκε σε διάφορες μορφές για έναν ακόμη αιώνα, χωρίστηκε στα δύο. Η μία πλευρά διατήρησε μόνο την εξωτερική ηθική διδασκαλία και αδιαφόρησε για την επιστημονική γνώση. Η άλλη συνέχισε την παράδοση των μαθηματικών ανακαλύψεων και έφτασε να λατρεύει τους αριθμούς ως θεούς. Επιστημονική γνώση, μεταφυσική ανησυχία, τελετουργική καθαρότητα και πολιτική δράση ήταν, για αυτούς, ένα αδιαίρετο όλον.
Στο τέλος του 6ου αιώνα η ιωνική θεωρία της διαρκούς ροής και του πολέμου βρήκε την πιο μεγαλειώδη έκφρασή της στα αφοριστικά και αινιγματικά λόγια του Ηράκλειτου από την Έφεσο (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 4 [σ. 61-75]). Στο σκοτεινό σύγγραμμα που λέγεται ότι αφιέρωσε στον μεγάλο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος ο Ηράκλειτος έγραφε:
Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων: αυτός διαχώρισε τους θεούς από τους ανθρώπους, αυτός έκανε άλλους ελεύθερους και άλλους δούλους.
Με τρόπο πιο κατηγορηματικό και άμεσο από αυτόν του Αναξίμανδρου ο πόλεμος παρουσιάστηκε στον νου του Ηράκλειτου ως πρότυπο κάθε κίνησης και διαφοροποίησης μέσα στον κόσμο. Η λιγότερο απειλητική όψη του πολέμου -ή μάλλον η βαθύτερη νομοτέλεια και δικαιοσύνη του- ονομάστηκε Λόγος (ως η δύναμη που ενώνει τα διεστώτα), και το υλικό σύμβολο της κίνησής του ανακαλύφθηκε στη Φωτιά (η οποία ενοποιεί καταστρέφοντας). Η αντιμετώπιση της ζωής ως πεδίου μάχης ή ως σταδίου αγωνιστικής αντιπαράθεσης, όπου ο νικητής στεφανώνεται για μια ένδοξη όσο και παροδική τιμή, διατυπώθηκε στην κοσμολογία της αρχαϊκής εποχής - όπως προγενέστερα είχαν βρει μυθική έκφραση παρόμοια βιώματα στις ποιητικές θεογονίες.
Με την ανάδυση της φιλοσοφίας, η θεϊκή αυθεντία των ποιητών αντικαταστάθηκε από την ελεύθερη έρευνα της ανθρώπινης νόησης. Η καινοφανής εμπιστοσύνη στην εγγενή δύναμη του νου να γνωρίσει το βάθος της πραγματικότητας φάνηκε ιδιαίτερα στον Παρμενίδη, έναν σύγχρονο ή λίγο μεταγενέστερο του Ηράκλειτου, που έζησε και έδρασε στην Ελέα, μια αποικία των Φωκαέων στην Κάτω Ιταλία. Ο Παρμενίδης, για ορισμένους ο εισηγητής της μεταφυσικής στην ευρωπαϊκή σκέψη, ανακάλυψε τον νόμο της αντίφασης και ισχυρίστηκε ότι η πραγματικότητα είναι κατά βάθος συμπαγής, άρτια, τετελεσμένη και ακίνητη. Μην μπορώντας να αποδεχθεί ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από το τίποτε ή να καταστραφεί ολοσχερώς, ο Παρμενίδης οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά υπάρχει (το ἐόν = ον) είναι αιώνιο και σταθερό και ότι η γέννηση και ο θάνατος, η αύξηση και η φθορά είναι διαδικασίες φαινομενικές. Με τον τρόπο αυτό ο Παρμενίδης υποβίβασε την κίνηση που μας προσπορίζουν οι αισθήσεις σε επίπεδο κατώτερο και λιγότερο αληθινό από την ενιαία και απαρασάλευτη πραγματικότητα την οποία αποκάλυψαν οι λογικές κατηγορίες και απαιτήσεις του νου. Ο ίδιος όμως ήταν, επίσης, θεραπευτής. Ο αφηρημένος και ενορατικός στοχασμός του βρισκόταν σε συμφωνία με την πρακτική και αποτελεσματική σοφία του εξειδικευμένου γιατρού.
Ο μαθητής του Ζήνων, που καταγόταν από την ίδια πόλη, θεωρήθηκε ο πρῶτος εὑρετής της διαλεκτικής. Με πρωτοφανή χειρισμό της λογικής αναγκαιότητας αποδείκνυε το αδύνατον κάθε κίνησης, οδηγώντας τον παρμενίδειο ορθολογισμό στις πιο ακραίες συνέπειες. Στην ιστορία έμεινε γνωστός για τα περίφημα παράδοξα, που απασχολούν ακόμη όσους ασχολούνται με τη λογική. Στην αρχαιότητα ορισμένοι προτιμούσαν να τον θεωρούν ἐριστικόν, άνθρωπο που ενδιαφέρεται να κατατροπώσει τον αντίπαλο, όχι να βρει την αλήθεια. Άλλοι τον θαύμαζαν και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. Ο Αριστοτέλης πίστεψε ότι μπορεί να λύσει τους γρίφους του. Το πρόβλημα που έθετε με τον πλέον οξύ τρόπο ο Ζήνων ήταν η σχέση του λόγου με την πραγματικότητα.
Στο μέσον του 5ου αιώνα ο Εμπεδοκλής αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανάμειξης των ιδιωμάτων του ορθολογιστή επιστήμονα, του μάγου-θεραπευτή και του θρησκευτικού οραματιστή στο ίδιο πρόσωπο. Από τη μια, πρώτος αυτός περιέλαβε στη φυσική φιλοσοφία του τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (γη, νερό, αέρα και φωτιά), που επρόκειτο να γίνουν τα βασικά υλικά του σύμπαντος για ολόκληρη τη μεταγενέστερη επιστήμη της φύσης στην αρχαιότητα. Από την άλλη, ήταν αυτός που διατεινόταν ότι μπορούσε να προκαλέσει βροχή, σφοδρούς ανέμους, ακόμη και την ανάσταση ενός νεκρού. Οι συμπολίτες του στον Ακράγαντα της Σικελίας τον λάτρευαν σαν θεό για τις αποτελεσματικές θεραπείες που είχε πετύχει. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι μπορούσε να θυμηθεί τις διαδοχικές ενσαρκώσεις του στο παρελθόν, τότε που ήταν θάμνος, ψάρι, νεαρό κορίτσι και έφηβος. Στην πραγματικότητα ήταν ένας δαίμονας -έλεγε- που είχε πέσει στη γη, για να πληρώσει το τίμημα ενός παλαιού παραπτώματος. Ο νόμος της Ανάγκης λειτουργούσε και στη δική του προσωπική περιπέτεια μέσα στο σύμπαν.
Όχι λιγότερο από τους άλλους τομείς της πολιτικής και του πολιτισμού, η φιλοσοφία αναδύθηκε και ενηλικιώθηκε σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού: αντιπαράθεση με τη μυθική σοφία των ποιητών, αντιπαράθεση με την πρακτική σοφία των νομοθετών και των τυράννων, αντιπαράθεση με τις απόψεις των προγενέστερων φιλοσόφων, συγχρονική αντιπαράθεση των φιλοσόφων μεταξύ τους. Υπήρχαν όμως και εδώ, όπως και στην ηθική του πολέμου, ορισμένες κοινές αποδοχές. Πίσω από τις συχνά δυσνόητες διατυπώσεις του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή κρύβεται η ακλόνητη πεποίθηση ότι ανάμεσα στον νου και την πραγματικότητα επικρατεί ισομορφισμός. Η μεγαλύτερη προσφορά της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και το αξεπέραστο όριό της, υπήρξε η αδιαπραγμάτευτη πίστη ότι ο κόσμος είναι πέρα για πέρα λογικός και, συνεπώς, πλήρως γνωρίσιμος. Ο νους -πίστευαν οι Έλληνες φιλόσοφοι- διαπνέεται από το αντικείμενο της γνώσης, συντονίζεται στον ρυθμό του και τελικά γίνεται ένα με αυτό, όπως το αφτί γεμίζει με μουσική όταν ακούει τον αυλό, και το χέρι θερμαίνεται ερχόμενο σε επαφή με τη φωτιά. Παρά τη φαινομενική αταξία της, η φύση ήταν ένας φιλόξενος τόπος για τη σκέψη. Μάλιστα, η ίδια ήταν στο βάθος της λόγος και νους.
Σπύρος I. Ράγκος