Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
7.2. Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλαζε ραγδαία. Το πολίτευμά της επέτρεπε τη συνεχή εναλλαγή προσώπων στην εξουσία, περιορίζοντας τις δολοφονίες πολιτικών ηγετών και τους εμφύλιους πολέμους. Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι οι στρατηγοί που κατακτούσαν τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο εκλέγονταν για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, συνήθως έναν χρόνο, και στη συνέχεια παραχωρούσαν τη θέση τους σε άλλους - ακόμη και για την ίδια στρατιωτική επιχείρηση. Στο μέσον του 1ου αιώνα, ωστόσο, τα δεδομένα είχαν αλλάξει πολύ. Η επικράτεια είχε μεγαλώσει υπερβολικά και για να διοικηθεί χρειαζόταν νέες, πιο συγκεντρωτικές μεθόδους. Οι στρατηγοί όλο και περισσότερο έπαιρναν πρωτοβουλίες για τις ανάγκες των πολέμων τους χωρίς εξουσιοδότηση από τη Ρώμη. Άλλωστε, πολλοί είχαν αποκτήσει τεράστιες προσωπικές περιουσίες, απομυζώντας τις επαρχίες και εκμεταλλευόμενοι τις νίκες τους, και με την επιρροή που ασκούσαν διεκδικούσαν μονιμότερο ρόλο στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι παλαιοί θεσμοί και οι ισορροπίες ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες της Ρώμης κλονίζονταν ήδη ανεπανόρθωτα. Το 59 τρεις ισχυροί άνδρες αποφάσισαν να συνεργαστούν για να επιβάλουν τις απόψεις τους και να εξασφαλίσουν σταθερή διακυβέρνηση: ο Πομπήιος Μάγνος (όπως επιθυμούσε ο ίδιος να τον αποκαλούν), ο Κράσσος (που είχε καταστείλει την εξέγερση του Σπάρτακου) και ο Ιούλιος Καίσαρας.
Ο Καίσαρας, που θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών -ο Πλούταρχος τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο-, καταγόταν από την αρχαιότερη και επιφανέστερη οικογένεια Ρωμαίων αριστοκρατών. Είχε ανέλθει γρήγορα τις βαθμίδες της πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας και είχε πολιτευτεί με αποφασιστικότητα στις συνθήκες των εμφύλιων πολέμων. Μετά τη συμφωνία που πέτυχε με τον Πομπήιο και τον Κράσσο, ανέλαβε να εδραιώσει και να επεκτείνει τη ρωμαϊκή επικράτεια στη Γαλατία. Μέσα σε λίγα χρόνια προσάρτησε τεράστιες εκτάσεις, από τα Πυρηναία έως τον Ρήνο, και έφτασε έως τη Βρετανία - χωρίς ωστόσο να την κατακτήσει. Σύμφωνα με τα υπομνήματά του, που τα επεξεργάστηκε για δημόσια χρήση, είχε επιτύχει τον στόχο του σκοτώνοντας 1.192.000 άνδρες. (Προφανώς δεν μπήκε στον κόπο να καταγράψει τις απώλειες αμάχων, μολονότι γνώριζε ότι, για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, μαζί με τους άνδρες τον είχαν πολεμήσει γυναίκες και παιδιά.) Ανυπολόγιστος ήταν ο αριθμός των δούλων και η ποσότητα χρυσού που εισέρρευσαν στη Ρώμη.
Την εποχή που ο Καίσαρας πολεμούσε ακόμη στη Γαλατία, ο Πομπήιος διοικούσε την Ισπανία. Ο Κράσσος πάλι ανέλαβε να διοικήσει τη Συρία, αλλά εισβάλλοντας στη Μεσοποταμία για να πολεμήσει εναντίον των Πάρθων κατατροπώθηκε, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του -οι μισοί άνδρες του σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι υποδουλώθηκαν- αλλά και την ίδια του τη ζωή στο πεδίο της μάχης.
Με τον θάνατο του Κράσσου ο Καίσαρας αποξενώθηκε από τον Πομπήιο και σύντομα βρέθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Καθώς δεν μπορούσε να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις στη Ρώμη, επέλεξε την οδό του εμφύλιου πολέμου, διάβηκε τον ποταμό Ρουβίκωνα στη βόρεια Ιταλία, ο οποίος όριζε την επικράτεια που διοικούσε, και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Με τις υπέρτερες δυνάμεις του και την αποφασιστικότητά του υποχρέωσε τον Πομπήιο να καταφύγει στην Ελλάδα. Δεν διέθετε ωστόσο στόλο για να τον καταδιώξει και του έδωσε έτσι την ευκαιρία να συγκεντρώσει νέο στρατό. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα, πάντως, κυριάρχησε στην Ισπανία, εκδιώκοντας τους αντιπάλους του. Τον επόμενο χρόνο ήταν σε θέση να βαδίσει εναντίον του Πομπήιου.
Η αναμέτρηση κρίθηκε το 48 στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας, όπου ο Καίσαρας νίκησε τον νόμιμο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ πολλές ελληνικές πόλεις είχαν υποχρεωθεί να πάρουν θέση σε έναν ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο που δεν τις αφορούσε καθόλου. Η Αθήνα είχε την ατυχία να ταχθεί με το μέρος του Πομπήιου. Το ευτύχημα ήταν ότι ο Καίσαρας προτίμησε να δείξει επιείκεια, όπως το συνήθιζε συχνά (και ειδικώς στους Αθηναίους, για χάρη, όπως είπε, των προγόνων τους). Άφησε επίσης ελεύθερο το έθνος των Θεσσαλών - όποιο και αν ήταν το ακριβές νόημα της ελευθερίας στις συγκεκριμένες συνθήκες. Η Κόρινθος ήταν μια από τις πόλεις που ευνοήθηκαν περισσότερο, εφόσον ανοικοδομήθηκε και ανέκτησε τη θέση που είχε ως σταθμός επικοινωνίας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Την ίδια χρονιά ανοικοδομήθηκε άλλωστε και η Καρχηδόνα, που είχε καταστραφεί μαζί της.
Ηττημένος ο Πομπήιος κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, χωρίς στρατό και προσωπικούς υπηρέτες. Είχε την πρόθεση να ζητήσει προστασία από τον ανήλικο βασιλιά Πτολεμαίο ΙΓ', τον οποίο είχε άλλοτε ευεργετήσει. Στο πλοίο που τον μετέφερε ετοίμαζε μάλιστα και ελληνικό λόγο που θα εκφωνούσε για την περίσταση. Αλλά πριν ταπεινωθεί μπροστά σε έναν έτσι και αλλιώς ανίσχυρο ηγεμόνα, δολοφονήθηκε από τους βασιλικούς συμβούλους. Στη μεγαλύτερή του ακμή ορισμένοι τον παρομοίαζαν με τον Αλέξανδρο, καθώς 45 ετών είχε αξιωθεί τρεις θριάμβους στη Ρώμη. (Οι φίλοι του έκρυβαν την ηλικία του για να κάνουν τη σύγκριση πειστικότερη.)
Ο Καίσαρας έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου βρέθηκε αναμεμειγμένος στις δυναστικές έριδες, καθώς ο Πτολεμαίος ΙΓ' Θεός Φιλοπάτωρ (51-47) βρισκόταν σε πόλεμο με την αδελφή και σύζυγό του Κλεοπάτρα Ζ' (51-30). Για να σωθεί, έβαλε φωτιά στα πλοία που τον πολιορκούσαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν και αποθήκες, όπου φυλαγόταν μεγάλος όγκος βιβλίων - ορισμένοι πίστεψαν ότι έτσι καταστράφηκε η ιστορική βιβλιοθήκη της πόλης. Επιπλέον, ερωτεύτηκε την Κλεοπάτρα, την οποία εδραίωσε στον θρόνο.
Η Κλεοπάτρα, καθώς λεγόταν, ήταν το πρώτο μέλος του οίκου των Πτολεμαίων που έμαθε αιγυπτιακά. Μετά από τον θάνατο του Πτολεμαίου ΙΓ', παντρεύτηκε τον μικρότερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ' (47-44), τον οποίο ωστόσο δολοφόνησε για να παραμείνει μόνη της στην εξουσία. Με τον Καίσαρα απέκτησε έναν γιο. Τον ονόμασε Καισαρίωνα.
Υποτάσσοντας μέσα σε λίγες ώρες τον στρατό του Φαρνάκη στην Κριμαία, που προσπαθούσε να ανασυστήσει το Ποντιακό βασίλειο του πατέρα του Μιθριδάτη, ο Καίσαρας επέστρεψε στην Ιταλία, καταργώντας ουσιαστικά το παραδοσιακό πολίτευμα. Του απέμεναν ωστόσο λίγες ακόμη μάχες στην Αφρική και την Ισπανία έως ότου το 44 αναγορεύτηκε ισόβιος δικτάτορας. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργή των αριστοκρατών, που επιθυμούσαν την επάνοδο στην παλαιά Δημοκρατία. Εναντίον του συνωμότησαν 60 άνδρες και τον δολοφόνησαν μπροστά στο άγαλμα του Πομπήιου με 23 μαχαιριές. Ήταν 56 ετών και θα πρέπει να πίστευε πια ότι, έστω και κάπως καθυστερημένα σε ηλικία, είχε συναγωνιστεί επάξια τον Αλέξανδρο που θαύμαζε.
Η δολοφονία του Καίσαρα οδήγησε σε νέα περίοδο αστάθειας και εμφύλιων πολέμων. Ορισμένοι επιχείρησαν να επαναφέρουν την παραδοσιακή Δημοκρατία, αλλά τρεις ισχυροί άνδρες κατάφεραν να συνεργαστούν μεταξύ τους διεκδικώντας την κληρονομιά του Καίσαρα. Ο ένας ήταν ο δεκαεννιάχρονος εγγονός της αδελφής του και θετός γιος του, ο Γάιος Οκτάβιος, που μετά την υιοθεσία πήρε το όνομα Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός (αλλά έμεινε γνωστός με τον τίτλο του Αυγούστου)· ο δεύτερος, ο ύπατος Μάρκος Αντώνιος· και ο τρίτος, ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Μια από τις βασικές επιδιώξεις της τριανδρίας ήταν η εξόντωση των δολοφόνων του Καίσαρα, που ήταν όλοι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η απόλυτη επικράτησή τους επιτεύχθηκε με στρατιωτική νίκη το 42 στους Φιλίππους της Μακεδονίας - σε μία ακόμη περιοχή που δεν είχε καμία ανάμειξη στη ρωμαϊκή αναμέτρηση και κανένα συμφέρον από το αποτέλεσμά της. Μετά τη νίκη οι ανταγωνισμοί του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντώνιου έγιναν έντονοι. Συμφωνήθηκε έτσι να αναλάβει ο πρώτος το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο δεύτερος το ανατολικό. Ο Λέπιδος αρκέστηκε στην Αφρική, αλλά σε λίγα χρόνια εκτοπίστηκε τελείως.
Ο Αντώνιος εδραίωσε τη ρωμαϊκή εξουσία πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και εκθρονίζοντας τον υποτελή βασιλιά της Αρμενίας. Την επαρχία της Ιουδαίας την παραχώρησε στον Ηρώδη, τον επονομαζόμενο Μέγα, που ανέλαβε να τη διοικήσει ως υποτελής βασιλιάς. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου συνδέθηκε με την Κλεοπάτρα και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Ευνοώντας υπερβολικά για τα ρωμαϊκά δεδομένα το πτολεμαϊκό βασίλειο, μοίρασε τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας, ενώ ο ίδιος αναδεικνυόταν σε ένα είδος ηγεμόνα της Ανατολής. Η συμπεριφορά του έδωσε τη δικαιολογία στον Οκταβιανό να του κηρύξει πόλεμο, που για μία ακόμη φορά διεξήχθη σε ελληνικό έδαφος. Το 31, με μια συντριπτική ναυτική νίκη στο Άκτιο, ο Οκταβιανός υποχρέωσε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα να καταφύγουν στην Αίγυπτο. Έναν χρόνο αργότερα τους καταδίωξε και τους οδήγησε σε αυτοκτονία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να σκοτώσει τον γιο της Κλεοπάτρας και του Καίσαρα. «Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες», τον συμβούλεψε ένας Έλληνας φιλόσοφος, παραφράζοντας γνωστό ομηρικό στίχο (Οὐκ ἀγαθὸν πολυκαισαρίη/πολυκοιρανίη). Καθώς η Αίγυπτος, το τελευταίο μεγάλο ελληνιστικό βασίλειο που παρέμενε τυπικά ανεξάρτητο, έγινε κτήμα του ρωμαϊκού λαού, ο Οκταβιανός απέμεινε κυρίαρχος όλης της αυτοκρατορίας, με αδιαφιλονίκητο κύρος και ασυναγώνιστη εξουσία. Στο εξής τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έμελλε να διοικήσουν ως διάδοχοί του αυτοκράτορες, με μικρή μόνο συμβολή της Συγκλήτου.
Από το 27 η Ελλάδα οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία με την επωνυμία Αχαΐα και έδρα την Κόρινθο. Στην επαρχία αυτή περιλαμβάνονταν οι περιοχές της Ηπείρου, τα νησιά του Ιονίου και οι Κυκλάδες. Μια νέα πόλη ιδρύθηκε, η Νικόπολη, με κατοίκους από την Ακαρνανία και την Αιτωλία, για να τιμηθεί η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο, ενώ η Πάτρα αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι, στο οποίο υποχρεώθηκε να συγκεντρωθεί πληθυσμός από την Αχαΐα. Ευνοημένη βρέθηκε και η Σπάρτη, ενώ η Αθήνα μπορούσε μόνο να υπερηφανεύεται ότι ακόμη και ο Οκταβιανός μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τους προηγούμενους αιώνες περιέπεσαν σε οικονομική παρακμή.
Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, όλοι σχεδόν οι Έλληνες βρέθηκαν να κατοικούν στην ίδια πολιτική επικράτεια. Με τη βία αλλά και με τη διπλωματία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τούς ένωσε με τρόπο που ουδέποτε είχαν διανοηθεί από μόνοι τους. Ακόμη και ο Αλέξανδρος στη μεγαλύτερη ακμή του δεν είχε θεωρήσει ότι όλες οι ελληνικές πόλεις που κατακτούσε γίνονταν τμήματα του βασιλείου του. Άλλωστε, δεν είχε ποτέ πλησιάσει όσες βρίσκονταν στη Δύση. Με τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων σταμάτησαν και οι διαφορές επιλύονταν κατά κανόνα με διαιτησία. Η προστασία, όση υπήρχε, από επιδρομές βαρβάρων και πειρατές ήταν πρωτίστως υπόθεση των Ρωμαίων κατακτητών.
Η συνένωση των Ελλήνων είχε γίνει με πολύ μεγάλο κόστος. Οι νεκροί των πολέμων και η συνακόλουθη εξόντωση άμαχου πληθυσμού στις αναμετρήσεις με τους Ρωμαίους ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι καταστροφές και οι υλικές φθορές των πόλεων και του πολιτισμού τους ήταν ανυπολόγιστες. Οι θησαυροί και τα έργα τέχνης, ακόμη και των ναών ή των ιερών, λεηλατήθηκαν. Ύστερα από κάθε μεγάλη ήττα, οι Έλληνες καλούνταν να καταβάλουν υπέρογκες αποζημιώσεις και στη συνέχεια φόρους. Οδυνηρότερη ήταν πάντως η αυθαίρετη αφαίμαξη των Ελλήνων από τους Ρωμαίους στρατηγούς και διοικητές. Πολλοί έβρισκαν την ευκαιρία να πλουτίζουν μέσα σε σύντομα διαστήματα και να αποζημιώνουν τους στρατιώτες τους με τρόπους που θεωρούνταν παράνομοι και καταχρηστικοί ακόμη και με τα ρωμαϊκά μέτρα.
Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις και τα ελληνιστικά βασίλεια έχασαν πολύ μεγάλο μέρος του πλούτου τους. Επιπλέον, στερήθηκαν τη δυνατότητα να τον ξαναδημιουργήσουν. Οι μεγάλες μάζες των αγροτών, όσες ζούσαν από αιώνες στα όρια της επιβίωσης, κατέβαλλαν κυρίως ως φόρο το αίμα τους και το αίμα των παιδιών τους. Η υλική φθορά αφορούσε πρωτίστως τις ανώτερες τάξεις, όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν και να εξαγοράζουν.
Υπήρχαν πάντως και ορισμένοι Έλληνες που ευνοήθηκαν από τη νέα τάξη. Οι Ρωμαίοι κατήργησαν όλους τους πολιτικούς μηχανισμούς άμυνας της μεγάλης μάζας των πολιτών: των φτωχών και αυτών με μεσαία εισοδήματα· δηλαδή τα πολιτεύματα που επιτύγχαναν ισορροπίες ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και εξασφάλιζαν ευημερία στις πόλεις. Έτσι, στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου οι κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς οξύνθηκαν. Αλλά οι ρωμαϊκές αρχές έρχονταν πάντα αρωγοί των πλουσιοτέρων, καταπνίγοντας κάθε κίνηση εξέγερσης. Οι Ρωμαίοι, μάλιστα, ανέπτυξαν θερμές σχέσεις με ορισμένους Έλληνες που συνεργάστηκαν πρόθυμα ή πρόσφεραν υπηρεσίες στους κατακτητές, παρέχοντας επιλεκτικώς ακόμη και το πολύτιμο δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Σε όλη την επικράτεια υπήρχαν ορισμένοι άνδρες οι οποίοι, χωρίς να χάνουν τα δικαιώματά τους στις πόλεις καταγωγής τους, ήταν ταυτοχρόνως και πολίτες της Ρώμης. Το μεγαλύτερο προνόμιό τους ήταν μια διακριτή και ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση. Κανένας δεν είχε την άδεια να τους υποβάλει σε βασανιστήρια, ενώ τη θανατική τους καταδίκη μπορούσε να επιβάλει μόνο ο αυτοκράτορας - και πάντα με το σπαθί, όχι με τους ατιμωτικούς τρόπους που γίνονταν πλέον συνήθεις.
Δημήτρης I. Κυρτάτας