Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

6.5. Μια αυτοκρατορία με όρια τους ωκεανούς

Ο επόμενος μεγάλος αντίπαλος της Ρώμης ήταν ο Αντίοχος Γ'. Μόνο αυτός μπορούσε να αμφισβητήσει τις ισορροπίες που εκείνη είχε επιβάλει στην Ελλάδα και να υπονομεύσει τη δεσπόζουσα θέση που κατακτούσε. Ο Αντίοχος δεν ήταν άλλωστε από τους ηγέτες που θα άφηναν ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες, ιδιαιτέρως μετά την κατάκτηση της Κοίλης Συρίας και την εδραίωσή του στη Μικρά Ασία. Η ήττα του Φιλίππου τού έδινε επιτέλους την ευκαιρία να αναμειχθεί ενεργά και στην Ευρώπη.

Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν με τη διπλωματία τους να τον κρατήσουν μακριά από την Ευρώπη και, αν ήταν δυνατόν, μακριά από ορισμένες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Αλλά ο Αντίοχος δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά. Διεκδικούσε την προγονική κληρονομιά και, επιπλέον, δεχόταν την επίμονη πρόσκληση των Αιτωλών, που είχαν πλέον στραφεί ανοιχτά εναντίον των Ρωμαίων, να ελευθερώσει πραγματικά την Ελλάδα. Το 192 πέρασε στη Δημητριάδα -άλλοτε μία από τις πρωτεύουσες των Μακεδόνων- και κατέλαβε τη Χαλκίδα. Οι πόλεις αυτές αποτελούσαν πολύ καλές βάσεις για την έναρξη των επιχειρήσεών του. Αλλά, παρά τις υποσχέσεις του για στρατό που θα πλημμύριζε την Ελλάδα, διέθετε μόνο 10.000 πεζούς, 500 ιππείς και 6 ελέφαντες - προκλητικά μικρούς αριθμούς για μια αναμέτρηση με τους Ρωμαίους. Καθώς οι ενισχύσεις που ανέμενε από την Ασία καθυστερούσαν, οι περισσότεροι. Έλληνες φάνηκαν απρόθυμοι να τον συνδράμουν. Ο βασιλιάς Φίλιππος τάχθηκε με το μέρος των Ρωμαίων, και παρομοίως οι Αχαιοί. Ορισμένοι Έλληνες του απάντησαν ότι δεν συνέτρεχε λόγος να τους ελευθερώσει, εφόσον δεν υπήρχε ρωμαϊκή φρουρά στην πόλη τους. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα.

Ως σύμβουλος του Αντίοχου αξιοποιήθηκε και ο Αννίβας, που είχε καταφύγει στην αυλή του. Ήταν ίσως ο μόνος που προσπαθούσε να εξετάσει το ζήτημα σφαιρικά. Η πρώτη και βασική του συμβουλή ήταν να εξασφαλιστεί με κάθε τρόπο η υποστήριξη του Φιλίππου. Μόνο ενωμένοι οι δύο βασιλείς και με τη βοήθεια των Αιτωλών θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους. Ύστερα ζητούσε την άδεια να μεταφέρει πάλι ο ίδιος τον πόλεμο στην Ιταλία και να σταλούν δυνάμεις στην Κέρκυρα ώστε να εμποδίζεται ο διάπλους των Ρωμαίων. Ο Αντίοχος όφειλε να παρακολουθεί επίσης τις εξελίξεις στην Αφρική και να αναμένει την κατάλληλη στιγμή για να περάσει στην Ιταλία. Το σχέδιο αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, αλλά δεν εφαρμόστηκε.

Οι Ρωμαίοι από την πλευρά τους δεν καθυστέρησαν. Είχαν την προσδοκία ότι, μετά από μια νέα τους νίκη, θα μπορούσαν να προσβλέπουν σε μια αυτοκρατορία με όρια τους ωκεανούς, δηλαδή μια πραγματικά οικουμενική επικράτεια. Με 20.000 πεζούς και 2.000 ιππείς κινήθηκαν το 191 εναντίον του Αντίοχου. Αυτός οχυρώθηκε στις Θερμοπύλες, θεωρώντας ότι μπορούσε να αντισταθεί στο στενό πέρασμα και να εμπιστευτεί τη φύλαξη των ορεινών διαβάσεων στους Αιτωλούς. Αλλά οι Ρωμαίοι κατέβαλαν τους Αιτωλούς και παραβίασαν τα στενά. Ο Αντίοχος διέσωσε μόλις 500 άνδρες και απέπλευσε κατατροπωμένος για την Έφεσο. Οι Αιτωλοί πολέμησαν όσο μπορούσαν μόνοι τους και υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους.

Τις λεπτομέρειες της γοργής κατάκτησης του ελληνικού κόσμου από τους Ρωμαίους αφηγήθηκε σχολαστικά ο Πολύβιος. Αλλά στους Έλληνες δεν άρεσε, καθώς φαίνεται, να μελετούν αυτή την περίοδο της ιστορίας τους, και έτσι μεγάλο μέρος του εκτενούς συγγράμματός του αφέθηκε στη λήθη. Ευτυχώς το διάβασε έναν αιώνα αργότερα, όταν ακόμη ήταν πλήρες, ο μεγάλος Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος και το αξιοποίησε συστηματικά. Η δική του λατινική εκδοχή διαβάστηκε με ικανοποίηση από τους Ρωμαίους.

 

Έχοντας εκδιώξει τον Αντίοχο από την Ελλάδα, οι Ρωμαίοι ετοιμάστηκαν το 189 να τον καταδιώξουν στη Μικρά Ασία. Για τις επιχειρήσεις τους αυτές βασίζονταν στην πλήρη υποστήριξη της Ρόδου και του Περγάμου, όπου ο Ευμένης (197-160) είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Άτταλο. Πρώτα νίκησαν σε ναυμαχίες, με την αποφασιστική συνδρομή της Ρόδου. Κυρίαρχοι πια στη θάλασσα, διέσχισαν τον Ελλήσποντο με άνεση, εφόσον ο Φίλιππος ήταν σύμμαχός τους, και ο Αντίοχος απέφυγε να συγκρουστεί μαζί τους κατά τη διάβαση. Μαζί με όλους τους Έλληνες συμμάχους τους διέθεταν γύρω στους 30.000 άνδρες και λίγους ελέφαντες, μια αριθμητική δύναμη που, αν παραδίδεται σωστά, ήταν μάλλον μικρή για το εγχείρημα, αλλά καθοδηγούνταν από τον μεγάλο τους στρατηγό Σκιπίωνα Αφρικανό και τον αδελφό του. Επιπλέον, η υποστήριξη που τους παρείχε το ιππικό του Περγάμου ήταν καθοριστική.

Ο Αντίοχος βρέθηκε στη θέση του Δαρείου, όταν αντιμετώπιζε την εισβολή του Αλεξάνδρου. Οι Ρωμαίοι διέθεταν την ίδια περίπου δύναμη με εκείνον, και ο ίδιος επαναλάμβανε τα λάθη των Περσών, που άφησαν αφύλακτο τον Ελλήσποντο. Για να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους, ο Αντίοχος συγκέντρωσε στη Μαγνησία τον μεγαλύτερο στρατό που μπορούσε, 60.000 πεζούς, 12.000 ιππείς και ελέφαντες, αλλά ηττήθηκε οικτρά, χάνοντας δεκάδες χιλιάδες άνδρες.

Στην ειρήνη της Απάμειας, που συμφωνήθηκε τον επόμενο χρόνο, ο Αντίοχος υποχρεώθηκε να απομακρυνθεί τελείως από τη Μικρά Ασία, να παραδώσει τον στόλο του, εκτός από δέκα πλοία, και να καταβάλει υπέρογκη αποζημίωση. Κάθε επέμβαση στα νησιά ή την Ευρώπη απαγορευόταν. Οι περιοχές που εξουσίαζε μοιράστηκαν στο Πέργαμο και τη Ρόδο, τους δύο κυριότερους συμμάχους των Ρωμαίων, εκτός από τις φιλικές στη Ρώμη ελεύθερες ελληνικές πόλεις, οι οποίες παρέμειναν αυτόνομες. Ο Αντίοχος Γ', που εξακολουθούσε να εξουσιάζει το τεράστιο βασίλειο των Σελευκιδών, δολοφονήθηκε έναν χρόνο αργότερα, στην προσπάθειά του να συλήσει τον ναό του Βήλου στα Σούσα για να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόταν.

Ο Σκιπίων, ήδη φημισμένος και τιμημένος, αποδείχθηκε ο ικανότερος στρατηγός των Ρωμαίων. Χωρίς να χάσει καμία μάχη, είχε θριαμβεύσει στην Ισπανία, την Αφρική και την Ασία. Σύμφωνα με μια παράδοση περισσότερο ευφάνταστη παρά αξιόπιστη, ξανασυνάντησε κάποτε τον Αννίβα στην Έφεσο. Ο Αννίβας καυχήθηκε ότι θεωρούσε τον εαυτό του τρίτο μεγαλύτερο στρατηγό του κόσμου, μετά τον Αλέξανδρο και τον Πύρρο. Αν δεν είχε ηττηθεί από τον Σκιπίωνα, τότε ασφαλώς θα ήταν ο πρώτος. Ο Σκιπίων έμεινε απολύτως ικανοποιημένος, εφόσον ο ίδιος, που είχε νικήσει και τον Αννίβα, βρισκόταν πέρα από κάθε σύγκριση.

Μετά τη Μαγνησία, ο Αντίοχος δεσμεύτηκε να παραδώσει τον Αννίβα στους Ρωμαίους, αλλά τον άφησε να διαφύγει. Αυτός κατέφυγε στο βασίλειο της Βιθυνίας, που συνέχιζε τον αγώνα εναντίον του Περγάμου και των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι βεβαίως δεν έπαψαν να τον καταδιώκουν, και στο τέλος αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει· ήταν ίσως τη χρονιά που πέθανε και ο Σκιπίων.

 

Νικημένος από τους Ρωμαίους, ο Φίλιππος έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστήσει τη Μακεδονία και πάλι ισχυρή. Πλήρωνε το πρόστιμο της ήττας, φρόντισε να μην προκαλεί και παρείχε βοήθεια στους Ρωμαίους, όποτε χρειαζόταν. Ταυτοχρόνως προσπάθησε να αναδιοργανώσει τα οικονομικά του βασιλείου του. Οι βλέψεις του προς τη Θράκη τον έφεραν ωστόσο αντιμέτωπο με τον βασιλιά Ευμένη και συνεπώς με τη Ρώμη. Την ίδια πολιτική συνέχισε μετά τον θάνατό του ο γιος του Περσέας (179-168). Παρακολουθώντας τις κινήσεις των Μακεδόνων, οι Ρωμαίοι ισχυρίστηκαν ότι ετοιμαζόταν και πάλι κρυφά για πόλεμο, συγκεντρώνοντας στρατό, όπλα και εφόδια. Με την επίμονη προτροπή του Ευμένη ξεκίνησαν το 171 τον Γ' Μακεδονικό Πόλεμο.

Ο Περσέας σημείωσε αρκετές επιτυχίες τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, υποχρεώνοντας τους Ρωμαίους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση όσο σοβαρότερα γινόταν. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να κινητοποιούν τους Έλληνες συμμάχους τους, που αντιμετωπίζονταν πλέον όλο και περισσότερο ως υποτελείς. Για τη νέα σύγκρουση επέλεξαν έναν ικανό και έμπειρο στρατηγό, τον Αιμίλιο Παύλο, που ήταν πια πάνω από 60 ετών. (Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στις Κάννες, χωρίς να έχει την κύρια ευθύνη για την ήττα από τον Αννίβα.) Ο Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε μεγάλο στρατό και αναπτύχθηκε απέναντι από τους Μακεδόνες στην Πύδνα, όπου το 168 δόθηκε η αποφασιστική μάχη.

Στην Πύδνα οι δύο στρατοί ήταν περίπου ισοδύναμοι και καλά προετοιμασμένοι. Ο Περσέας διέθετε συνολικώς 43.000 άνδρες και ο Αιμίλιος Παύλος 39.000. Ο τόπος ήταν πεδινός, επιτρέποντας στις μακεδονικές φάλαγγες πλήρη ανάπτυξη. Όταν τις αντίκρισε έτοιμες για μάχη, ο Ρωμαίος στρατηγός αισθάνθηκε έκπληξη και δέος, όπως παραδέχτηκε αργότερα. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Στην αρχή οι Μακεδόνες υπερείχαν με τον συμπαγή τους όγκο και τις σάρισες και έδειχναν ακαταμάχητοι. Αλλά ο μεγάλος τους στρατός, καθώς καταδίωκε τους αντιπάλους του, υποχρεώθηκε να πορευτεί σε ανώμαλα μέρη, χάνοντας έτσι τη συνοχή του. Ο Αιμίλιος Παύλος εκμεταλλεύτηκε τα μικρά κενά που δημιουργούνταν και οδήγησε μέσα από αυτά μικρά τμήματα των λεγεώνων του. Αναγκασμένη να αμυνθεί σε πολλά μέτωπα, η μακεδονική φάλαγγα κατέρρευσε. Έχοντας απομείνει για μία ακόμη φορά απροστάτευτη από τα πλάγια, έγινε ευάλωτη και ανίκανη να αντιδράσει. Πολεμώντας σώμα με σώμα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν πλέον τα μακριά τους ξίφη και άρχισαν τη σφαγή. Μέσα σε μία ώρα περίπου η μάχη είχε κριθεί. Στο τέλος της ημέρας υπολογίστηκε ότι σκοτώθηκαν περισσότεροι από 25.000 άνδρες από την πλευρά των Μακεδόνων και ελάχιστοι από την πλευρά των Ρωμαίων. Ο Περσέας με το ιππικό του, που είχε πάρει ελάχιστα μέρος στη μάχη, διέφυγε, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να παραδοθεί με την οικογένειά του.

Αξιοποιώντας τη μεγάλη του νίκη, ο ρωμαϊκός στρατός στράφηκε με απόφαση της Συγκλήτου εναντίον της Ηπείρου. Χωρίς να έχει στο ελάχιστο προκληθεί και χωρίς να αιτιολογήσει την επίθεσή του, λεηλάτησε τη χώρα, κατέσχεσε τον ιδιωτικό πλούτο και τον πλούτο των ναών, υποδούλωσε 150.000 Ηπειρώτες και κατέστρεψε 70 πολιτείες. Η ιδέα ήταν να ικανοποιηθούν για την προσφορά τους οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Η συμπεριφορά αυτή έδειχνε ότι η Ρώμη δεν χρειαζόταν πλέον τη διπλωματία για να χειριστεί τους Έλληνες.

Στη Ρώμη ο Αιμίλιος Παύλος αξιώθηκε έναν θρίαμβο, όπως συνηθιζόταν μετά από μεγάλες νίκες. Στη μεγάλη πομπή που οργανώθηκε επιδείχθηκαν πάνω σε 250 άμαξες τα αγάλματα και τα έργα τέχνης που είχαν λαφυραγωγηθεί, ύστερα τα ωραιότερα και πολυτελέστερα όπλα των Μακεδόνων, οι θησαυροί τους, το άρμα του νικημένου βασιλιά και το διάδημα του, τα παιδιά του και τέλος πεζός ο ίδιος ο Περσέας, φορώντας ρούχο σταχτί. Οι Ρωμαίοι ένιωσαν μεγάλη ικανοποίηση βλέποντας να εκτίθεται μπροστά τους η δόξα του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου. Ο Αιμίλιος Παύλος με χρυσοκεντημένη πορφύρα ήταν καθισμένος σε άρμα, κρατώντας κλωνάρι δάφνης. Λίγο αργότερα, ο Περσέας και τα παιδιά του πέθαναν στη φυλακή από την κακοποίηση.

Το μακεδονικό βασίλειο διαιρέθηκε σε τέσσερις μερίδες, μέσα στις οποίες οι πόλεις έπρεπε να παραμένουν αυτόνομες, πληρώνοντας φόρο υποτέλειας. Οι μερίδες δεν επιτρεπόταν να διατηρούν μεταξύ τους οικονομικές ή στρατιωτικές σχέσεις. Πολλές ελληνικές πόλεις παρέμεναν τυπικά ανεξάρτητες, αλλά στην πραγματικότητα όλα τα σημαντικά ζητήματα επιλύονταν πλέον στη Ρώμη. Για κάθε διαφορά, συνθήκη ή ασυμφωνία μεταξύ των Ελλήνων αποστέλλονταν αντιπρόσωποι στη Σύγκλητο. Η ελληνική διπλωματία, σε όλες σχεδόν τις πόλεις, ήταν διαιρεμένη σε ένα μόνο ζήτημα: ορισμένοι υποστήριζαν ότι οι Έλληνες όφειλαν να τηρούν σχολαστικά τις συμφωνίες με τους Ρωμαίους, ενώ άλλοι ότι όφειλαν ακόμη και να τις παραβαίνουν προκειμένου να φανούν πρόθυμοι και αρεστοί. Οι Ρωμαίοι όμως ήθελαν όλο και περισσότερα για να ικανοποιηθούν. Ως μέτρο προφύλαξης, παρέλαβαν 1.000 Αχαιούς με πρόθεση να τους δικάσουν στη Ρώμη. Αλλά η δίκη αυτή δεν έγινε ποτέ, και όταν, ύστερα από 16 χρόνια, οι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι, επιζούσαν λιγότεροι από 300. Ανάμεσά τους βρισκόταν ο Πολύβιος, που είχε την τύχη να υπηρετήσει στο σπίτι του Αιμίλιου Παύλου και να αναλάβει την εκπαίδευση του γιου του.

Έχοντας εξαλείψει τους Μακεδόνες βασιλείς και εξουδετερώσει τους Σελευκίδες, οι νικητές δεν είχαν πλέον κανέναν σοβαρό αντίπαλο, εφόσον το βασίλειο των Πτολεμαίων ήταν ανίκανο να διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Σύντομα στράφηκαν εναντίον της Ρόδου, που αποτελούσε έως τότε βασικό τους σύμμαχο. Αντί να της κηρύξουν τον πόλεμο, προτίμησαν να της αφαιρέσουν τον έλεγχο εδαφών. Το διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριό της, η Δήλος, παραχωρήθηκε στην Αθήνα - μια εξέλιξη που οδήγησε στον οικονομικό μαρασμό της Ρόδου. Το λιμάνι της Δήλου, με την προνομιακή του θέση στο Αιγαίο, ήταν το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου και μπορούσε να διακινήσει ημερησίως έως και 10.000 δούλους. Πολλοί από αυτούς ήταν αιχμάλωτοι πολέμου.

Από τη μεγάλη νίκη της Ρώμης εναντίον του Αννίβα έως την κατάλυση του μακεδονικού βασιλείου είχαν περάσει, όπως σημειώνει ο Πολύβιος, μόλις 53 χρόνια.

 

Όταν στην Αίγυπτο βασίλευε ο ανήλικος Πτολεμαίος ΣΤ' Φιλομήτωρ (180-145), γιος του Πτολεμαίου Δ', οι κηδεμόνες του ξεκίνησαν τον ΣΤ' Συριακό Πόλεμο (171-168) για την ανάκτηση της Κοίλης Συρίας. Η πρωτοβουλία αυτή ήταν ολοφάνερα εσφαλμένη, εφόσον είχαν να αντιμετωπίσουν έναν ικανό και ενεργητικό βασιλιά, τον Αντίοχο Δ' Επιφανή (175-164), γιο του Αντίοχου Γ'. Ο Αντίοχος ανταποκρίθηκε με αποφασιστικότητα και κάποια στιγμή έφτασε να ελέγχει μεγάλο μέρος της Αιγύπτου, υποχρεώνοντας το πτολεμαϊκό βασίλειο να αναζητά συμμάχους όπου μπορούσε να τους βρει. Αλλά ακόμη και οι Αχαιοί, που είχαν πολλές φορές ενισχυθεί από τους Πτολεμαίους, δίσταζαν να τους συνδράμουν.

Καθώς ο Αντίοχος βρισκόταν πια έξω από την Αλεξάνδρεια, τον προϋπάντησε μια ρωμαϊκή αντιπροσωπεία, η οποία, μολονότι δεν συνοδευόταν από στρατό, τον κάλεσε να αποχωρήσει. Αυτός ζήτησε χρόνο να συσκεφθεί, αλλά ο επικεφαλής των Ρωμαίων χάραξε γύρω του με μια κληματόβεργα έναν κύκλο και απαίτησε απάντηση όσο ακόμη ο βασιλιάς βρισκόταν μέσα σε αυτόν. Χωρίς άλλη συζήτηση, ο Αντίοχος επέστρεψε με τον στρατό του στη Συρία. Η μεγάλη νίκη που είχαν μόλις κερδίσει οι Ρωμαίοι στην Πύδνα έριχνε πλέον τη βαριά σκιά της σε όλη τη Μεσόγειο.

Ταπεινωμένος και ανήσυχος, ο Αντίοχος προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του στο εσωτερικό του βασιλείου του. Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε ξεχώριζε η επιχείρηση για τον βίαιο εξελληνισμό των Ιουδαίων της Παλαιστίνης το 167. Αποκορύφωμά της ήταν η απαγόρευση της περιτομής και η μετατροπή του Ναού του Σολομώντα σε ναό του Δία. Δεν ήταν άλλωστε ο μοναδικός ναός τον οποίο επιχείρησε να συλήσει. Οι κληρονόμοι του Αλεξάνδρου ήταν γενικά ανεκτικοί στις θρησκευτικές ιδιαιτερότητες των λαών που εξουσίαζαν. Αλλά οι συνθήκες ήταν έκρυθμες, και ο Ναός του Σολομώντα εξακολουθούσε να κατέχει πολύτιμους θησαυρούς, τους οποίους ο Αντίοχος είχε ανάγκη για τις υπέρογκες αποζημιώσεις που κατέβαλε στη Ρώμη. Επιπλέον, στη διεκδίκηση της Κοίλης Συρίας, ορισμένοι Ιουδαίοι είχαν ταχθεί με το μέρος των Πτολεμαίων. Το πρόγραμμά του υποστήριζε, άλλωστε, μια μερίδα εξελληνισμένων Ιουδαίων.

Ο Αντίοχος δεν είχε προβλέψει ωστόσο την οξύτατη αντίδραση των πιστών Ιουδαίων, που εξεγέρθηκαν με πείσμα. Μέσα σε τρία χρόνια από τη βεβήλωση του Ναού, η εξέγερση άρχισε να εδραιώνεται. Η ακατάβλητη αυτοθυσία των μαχητών κατέστησε μάλιστα δυνατή τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους μέσα στο βασίλειο των Σελευκιδών - με την υποστήριξη φυσικά της Ρώμης. Το 164, τη χρονιά που ο Ναός καθαριζόταν από το βδέλυγμα τῆς ἑρημώσεως, όπως αποκαλείται ο βωμός του Δία στο βιβλίο του Δανιήλ, ο Αντίοχος Δ' πέθανε, έχοντας ταπεινωθεί και από μια μερίδα των υπηκόων του που έως τότε ουδείς είχε πάρει στα σοβαρά. Στα βιβλία των Μακκαβαίων καταγράφηκε ο ιουδαϊκός αυτός αγώνας ως μία ακόμη σελίδα στην ιστορία του «λαού του Θεού».

 

Στην ηττημένη και τεμαχισμένη Μακεδονία εμφανίστηκε ένας διεκδικητής της βασιλείας με τον ισχυρισμό ότι λεγόταν Φίλιππος και ότι ήταν γιος του Περσέα. Γύρω από τον βίο του πλάστηκαν αμέσως μύθοι που ήταν δύσκολο να ελεγχθούν. Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρίσκος, ότι είχε διατελέσει μισθοφόρος στη Συρία και ότι ο βασιλιάς Δημήτριος (162-150) τον είχε εκδώσει στη Ρώμη. Καθώς οι πάντες γνώριζαν ότι ο πραγματικός Φίλιππος είχε πεθάνει ως κρατούμενος στη Ρώμη, ουδείς του έδωσε σημασία και έτσι κατάφερε να διαφύγει. Από την Ιταλία πέρασε στη Μίλητο, το Πέργαμο και τη Θράκη, όπου βρήκε την υποστήριξη που αναζητούσε. Το εντυπωσιακό είναι ότι έπεισε πολλούς Μακεδόνες για τη βασιλική του καταγωγή, φόρεσε πορφύρα στην Πέλλα, ανασυγκρότησε κάπως το βασίλειο και απείλησε ακόμη και τη Θεσσαλία. Συνέτριψε τους Ρωμαίους που ανέλαβαν να τον αντιμετωπίσουν σε περιβόητη μάχη και σκότωσε τον Ρωμαίο στρατηγό. Ωστόσο, το 148 νικήθηκε από ισχυρό στρατό και στόλο και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα.

Η περιπέτεια αυτή δίδαξε στους Ρωμαίους ότι ακόμη και ο διαμελισμός της Μακεδονίας δεν ήταν αρκετός για να εξουδετερώσει τα αισθήματα των κατοίκων της. Η αίγλη της βασιλείας, άλλωστε, ακόμη και με το προσωπείο ενός σφετεριστή, ήταν επικίνδυνη. Η λύση βρισκόταν στην πλήρη προσάρτηση της περιοχής στη ρωμαϊκή επικράτεια.

 

Για 50 χρόνια η Ρώμη έζησε ειρηνικά με την Καρχηδόνα, θεωρώντας ότι στον Β' Καρχηδονιακό Πόλεμο είχε επιτύχει τον στόχο της. Αλλά η Καρχηδόνα είχε αρχίσει πάλι να ανακάμπτει οικονομικά και στις διαρκείς προκλήσεις από το γειτονικό βασίλειο της Νουμιδίας ήταν αποφασισμένη να απαντήσει με πόλεμο. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε παραβίαση της συνθήκης, και η Ρώμη κήρυξε το 149 τον Γ' Καρχηδονιακό Πόλεμο, στέλνοντας στρατό με 80.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Στο αίτημα των Καρχηδονίων για διαπραγματεύσεις οι Ρωμαίοι απάντησαν με την απαίτηση να κατεδαφιστεί η πόλη και οι ίδιοι να κατοικήσουν σε νέα που θα κτιζόταν μακριά από τη θάλασσα. Οι Καρχηδόνιοι υποχρεώθηκαν έτσι να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων.

Οι Ρωμαίοι διαπίστωσαν ότι η νίκη ήταν δυσχερέστερη από όσο υπολόγιζαν. Το 146 ανέθεσαν τον πόλεμο σε έναν νέο στρατηγό, τον Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα Αιμιλιανό, γιο του Αιμίλιου Παύλου και υιοθετημένο από την οικογένεια του Σκιπίωνα Αφρικανού. Με την επιλογή τους αυτή κατάφεραν να καταλάβουν την Καρχηδόνα, να πουλήσουν όλο τον πληθυσμό που είχε απομείνει ζωντανός και να παραδώσουν την πόλη στις φλόγες, αφού πρώτα την απογύμνωσαν από τους θησαυρούς της. (Παρών στην καταστροφή ήταν και ο Πολύβιος, που είχε διατελέσει δάσκαλος του Σκιπίωνα Αιμιλιανού και τον συνόδευε ως σύμβουλος.) Αμέσως μετά η περιοχή της κατεστραμμένης πόλης προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή επικράτεια.

Την ίδια χρονιά κρίθηκε και η τύχη των Αχαιών. Είχαν έρθει σε πόλεμο με τη Σπάρτη, προκαλώντας έτσι την επέμβαση της Ρώμης, που απαίτησε τη διάλυση της Συμπολιτείας τους. Αυτοί αρνήθηκαν, και ο ρωμαϊκός στρατός, με στρατηγό τον Λεύκιο Μόμμιο, κατέλαβε την Κόρινθο και εξανδραπόδισε όσους κατοίκους είχαν απομείνει ζωντανοί. Οι θησαυροί της πόλης λεηλατήθηκαν. Ο Πολύβιος έφτασε εγκαίρως για να περισώσει κάποια από τα έργα τέχνης και, ενδεχομένως, να μεσολαβήσει υπέρ ορισμένων Αχαιών.

Δημήτρης I. Κυρτάτας