Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
7.5. Ας βρούμε τα σημάδια που αποκαλύπτουν κατάλληλα την ψυχή του καθενός
Στις ρητορικές σχολές της Ρόδου και της Μικράς Ασίας αναπτύχθηκε σταδιακά ένα εξεζητημένο ύφος γραφής, που βασιζόταν στην ελληνιστική κοινή αλλά τη διακοσμούσε με περίτεχνα σχήματα λόγου. Η σαφήνεια και η λιτότητα των Αττικών ρητόρων εγκαταλείφθηκε. Μακρές αλλά ισοζυγισμένες προτάσεις με ηθελημένες παρηχήσεις και περιττά επίθετα σχεδόν νανούριζαν τον ακροατή, προσφέροντας ηδυπαθή χαλάρωση. Η παλαιά ποικιλομορφία του τόνου χάθηκε προς όφελος ενός ρυθμικού συντονισμού με τη συγκίνηση. Το πάθος εξάρθηκε. Ένας κυματιζόμενος και ανθηρός λόγος, κατάλληλος για ανάγνωση ή αισθητική ακρόαση, πήρε τη θέση της λεκτικής αμεσότητας στο δικαστήριο ή την Εκκλησία του Δήμου.
Η αντίδραση προήλθε από κύκλους λογίων που ένιωσαν νοσταλγία για την αττική διάλεκτο και τον επιδέξιο χειρισμό της από τον Λυσία ή τον Δημοσθένη. Η νέα τάση επιστροφής στο παρελθόν ονομάστηκε Αττικισμός, και ο άλλοτε νωχελικός και άλλοτε εμφορούμενος από πάθος αντίπαλός της χαρακτηρίστηκε Ασιανισμός, αφού είχε αναπτυχθεί στην Ασία και ίσως ταίριαζε καλύτερα στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Ανατολής.
Ο Αττικισμός χαρακτηρίζεται συχνά ως βίαιη προσπάθεια παρεμπόδισης της φυσικής εξέλιξης στη γλώσσα (Χριστίδης κεφ. 11.3 [σ. 191-192]). Ωστόσο, ήδη από τον Όμηρο, η αρχαιότητα διέθετε λογοτεχνικές διαλέκτους, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αποκομμένες από τη φυσική ομιλία. Οι διάλεκτοι αυτές συνόδευαν συγκεκριμένα γραμματειακά είδη και μετασχηματίζονταν με τρόπους διαφορετικούς από την αβίαστη εξέλιξη των φυσικών γλωσσών.
Ο Αττικισμός εμφανίστηκε κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. ως φαινόμενο γλωσσικό και υφολογικό (Κακριδής 5.5.Α [σ. 248-250]). Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ένας ιστορικός και οξυδερκής κριτικός της λογοτεχνίας που έζησε την περίοδο του Αυγούστου, είναι ο παλαιότερος γνωστός εκφραστής αυτής της τάσης. Επειδή όμως η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη και τις αξιολογήσεις, από τα σπλάχνα του Αττικισμού γεννήθηκε ένα κίνημα εγγράμματης παιδείας που είχε ως πρότυπο την αθηναϊκή πεζογραφία του 5ου και του 4ου αιώνα, δηλαδή της εποχής που ονομάστηκε κλασική. Το κίνημα αυτό έμεινε γνωστό ως Δεύτερη Σοφιστική και είχε πολλούς και ποικίλους εκπροσώπους κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Η θεματολογία και τα ειδικά ενδιαφέροντα των ιδιαίτερα καλλιεργημένων αυτών ανθρώπων διέφεραν πολύ, και τα έργα τους κυμαίνονταν από τη φιλοσοφική εμβρίθεια έως την πλέον ασπόνδυλη ευρυμάθεια. Όλοι τους όμως συμμερίζονταν την αγάπη για την αρχαία γραμματεία και όλοι τους θαύμαζαν το ύφος του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Δημοσθένη. Άλλοι ήθελαν απλώς να διδαχτούν, άλλοι προσπαθούσαν επίσης να μιμηθούν. Ορισμένοι πέτυχαν την πρωτοτυπία που συνεπάγεται η επιρροή όταν συνδυάζεται με αυθεντική αίσθηση του παρόντος. Ο 2ος αιώνας μ.Χ. απείχε πολύ, και όχι μόνο χρονικά, από την κλασική εποχή. Εκτός από τις εξαιρετικά διαφορετικές πολιτικές συνθήκες (οικουμενική αυτοκρατορία έναντι αυτόνομης πόλης, σταθερή μοναρχία έναντι μεταβαλλόμενης δημοκρατίας), απουσίαζε πλέον και ο πόλεμος. Με λίγες αλλά σημαντικές εξαιρέσεις, η περίοδος στην οποία άνθισε η Δεύτερη Σοφιστική υπήρξε εποχή ειρήνης για αρκετές επαρχίες.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες του 2ου αιώνα (Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος Ευσεβής, Μάρκος Αυρήλιος) υπήρξαν φιλέλληνες και καλλιεργημένοι. Ενθάρρυναν με τα λόγια και στήριξαν με τα έργα τους την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, ιδίως της μνημειακής αρχιτεκτονικής. Η Αθήνα κοσμήθηκε με πολυτελή οικοδομήματα που είχε να δει από την εποχή του Περικλή. Με απόφαση του Μάρκου Αυρήλιου, το 176 ιδρύθηκαν στην πόλη τέσσερις έδρες φιλοσοφίας για να εκπροσωπούνται επίσημα οι σπουδαιότερες τάσεις (πλατωνική, περιπατητική, επικούρεια και στωική). Το μέτρο αποσκοπούσε στην οικονομική ενίσχυση και θεσμική κατοχύρωση σχολών που λειτουργούσαν ήδη από αιώνες. Σχετική ειρήνη και πολιτική βούληση συνεργάστηκαν για την πολιτιστική παραγωγή του 2ου αιώνα.
Ο Πλούταρχος (περ. 50-120) γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (Κακριδής 5.5.Β [σ. 251-253]). Καταγόταν από εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια, σπούδασε στην πλατωνική Ακαδημία και ταξίδεψε μέχρι την Ασία, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Κάποια διαστήματα μάλιστα διέμεινε στη Ρώμη, όπου και έδωσε διαλέξεις, ενώ τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του υπήρξε ιερέας του μαντείου των Δελφών. Πάντοτε ήταν ευσεβής. Μεγάλες ψυχικές διακυμάνσεις, αμφιβολίες ή μεταστροφές δεν χαρακτήριζαν την πνευματική πορεία του.
Ο Πλούταρχος αποτελεί υποδειγματική περίπτωση ευρυμαθούς και πολυγραφότατου άνδρα, που συνδυάζει τη ρητορική ευφράδεια με τη φιλοσοφική παιδεία, τις ιστορικές γνώσεις με την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και τις υψηλές γνωριμίες με την πολιτική δράση στον περιορισμένο ορίζοντα της πατρίδας του. Αν και θεωρούσε ότι οι Ρωμαίοι είχαν στερήσει την ελευθερία από τις ελληνικές πόλεις, είχε ωστόσο καλές σχέσεις με την εξουσία τους και μάλιστα συνέβαλε σημαντικά ώστε να φανούν οι γραμμές συνέχειας ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή αντίληψη του κόσμου. Του απονεμήθηκε άλλωστε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Κύριο μέλημά του στάθηκε η ηθική διαπαιδαγώγηση των συγχρόνων του.
Τα έργα του χωρίζονται σε πολυάριθμες φιλοσοφικοϊστορικές πραγματείες ή διάλογους (που αποκαλούνται Ηθικά) και σε βιογραφίες σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας και της Ρώμης. Κατά τη συγγραφή των βιογραφιών στόχος του δεν ήταν ούτε η πληρότητα στην παρουσίαση των δεδομένων ούτε η πλήρης ένταξη των προσώπων στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Όπως δηλώνει ο ίδιος, τον ενδιέφερε η ανάδειξη του ἤθους, της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας καθενός προσώπου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα για τον αναγνώστη. Ο Πλούταρχος προτιμούσε να αφηγηθεί εκτενώς ένα επουσιώδες συμβάν στη ζωή του ήρωά του, αν αυτό διέθετε συμβολική και ηθικοδιδακτική αξία, παρά να καταγράψει με αντικειμενική αμεροληψία όλες τις πράξεις του βίου του. Η μεγάλη πρωτοτυπία του όμως συνίσταται στην απόφασή του να παρουσιάσει τα ήθη των περισσότερων ηρώων του κατά ζεύγη, έτσι ώστε ένας Έλληνας να βρίσκει τον ομόλογό του σε έναν νεότερο Ρωμαίο. Με αυτή την ευφυή μέθοδο αντίστιξης ανέδειξε τον παραλληλισμό μεταξύ Ελλάδας και Ρώμης στις πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές και ιδίως στο πολιτικό ήθος. Ταυτόχρονα προώθησε τη λατρεία της σημαντικής προσωπικότητας που ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής.
Ο Πλούταρχος δεν είχε μιμητές στη συγγραφή παράλληλων βίων. Η βιογραφία όμως γνώρισε μεγάλη δόξα. Ο Φιλόστρατος (περ. 170-250), που πρώτος διέκρινε την Αρχαία από τη Δεύτερη Σοφιστική, παρουσίασε ένα έργο με βιογραφίες σημαντικών εκπροσώπων και των δύο τάσεων καθώς και έναν μυθιστορηματικό βίο του Απολλώνιου Τυανέα (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 261-262]). Αργότερα ο Διογένης Λαέρτιος (3ος-4ος αιώνας) και ο Ευνάπιος (4ος αιώνας) έκαναν το ίδιο με παλαιότερους και νεότερους σοφιστές και φιλοσόφους (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 275-276]). Συχνά το ενδιαφέρον τους, όπως και του Φιλόστρατου, είλκυαν περισσότερο οι πεποιθήσεις των βιογραφουμένων προσώπων παρά οι λεπτομέρειες του βίου τους. Η ζωή και οι σκέψεις ήταν αξεδιάλυτα δεμένες στα μάτια τους. Τα έργα τους είναι περισσότερο δοξογραφικά παρά αμιγώς βιογραφικά. Ακόμη και ιστορικοί, όπως ο Σουητώνιος και ο Ηρωδιανός, επέλεξαν να γράψουν ιστορία δίνοντάς της τη μορφή αυτοκρατορικών βιογραφιών.
Ο Ηρώδης ο Αττικός (περ. 101-177), Έλληνας ρήτορας και πολιτικός με υψηλές διασυνδέσεις, διέθετε τεράστιο πλούτο και ευρεία παιδεία (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257]). (Ο Φιλόστρατος υπήρξε ένθερμος θαυμαστής του.) Καταγόταν από μια πολύ επιφανή οικογένεια της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος ελληνικής καταγωγής Ρωμαίος πολίτης που κατόρθωσε να αποκτήσει το αξίωμα του υπάτου. Ύπατος έγινε και ο ίδιος. Ο Ηρώδης έφτασε να διαθέτει τόσο μεγάλη πολιτική ισχύ στην Αθήνα, ώστε κατηγορήθηκε για τυραννία. Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180), που συνδεόταν φιλικά μαζί του, προσπάθησε να διασκεδάσει τις κατηγορίες και να δώσει τέλος στην αντιπαράθεση. Αιτία της δεν ήταν μόνο ο φθόνος, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του Ηρώδη. Μεγάλος ευεργέτης, έχοντας δαπανήσει τεράστια ποσά για οικοδομικά έργα σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δεν δίσταζε να συγκρουστεί με σπουδαία πρόσωπα. Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα της αντιπαράθεσής του με δύο αδελφούς που είχαν από κοινού διοριστεί κυβερνήτες της ρωμαϊκής Αχαΐας, αλλά η σύγκρουσή του με έναν διάσημο Ρωμαίο ρητοροδιδάσκαλο πρέπει να οφειλόταν σε διάσταση ιδεών. Γνωστή ήταν άλλωστε και η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του ο Περεγρίνος. Από τη ρητορική παραγωγή του σώζεται μόνο ένας αμφισβητούμενος λόγος Περὶ πολιτείας. Μαθητής του λέγεται ότι υπήρξε ο Αίλιος Αριστείδης (117-189), μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία της εποχής.
Η παρατήρηση του ουρανού και η εμπειρία των ονείρων είναι οι δύο πιο σημαντικές πηγές της θρησκευτικότητας. Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο Αριστοτέλης. Και δεν εννοούσε μόνο το δέος του νυχτερινού θόλου, αλλά επίσης τις εναρμόνιες -ημερήσιες, μηνιαίες, ετήσιες- μετατοπίσεις του Ήλιου και τις αυξομειώσεις της Σελήνης. Ούτε αναφερόταν απλώς στα ενύπνια. Αυτό που μάλλον τον παρακίνησε να θεωρήσει τον ύπνο ως προνομιακή δίοδο επικοινωνίας με τον θεϊκό χώρο ήταν η συνταρακτική εμπειρία των ιδιαίτερα συμβολικών ονείρων.
Στην ελληνική παράδοση πολλά συνεργούσαν σε μια τέτοια αντίληψη. Ήδη στον Όμηρο υπάρχουν θεόσταλτα όνειρα (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 9.2 [σ. 119-121]). Οι επικοί και τραγικοί ποιητές είχαν εκμεταλλευτεί δεόντως την προφητική σημασία τους για τους σκοπούς της δράσης. Κάποιοι θρησκευτικοί συγγραφείς και αλληγοριστές (όπως ο άγνωστος συγγραφέας ενός πρόσφατα δημοσιευμένου παπύρου που βρέθηκε στο Δερβένι, έξω από τη Θεσσαλονίκη) είχαν θεωρήσει ότι από όλες τις καταστάσεις αλλοιωμένης συνείδησης η ονειρική αποτελεί την πιο εύκολη και διαδεδομένη οδό γνώσης των θεϊκών βουλών. Στα ιερά του Ασκληπιού μια συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας ήταν η ἐγκοίμησις: ο ασθενής πλάγιαζε μέσα στον ιερό χώρο, και στον ύπνο ο θεός τού παρείχε ίαση - κυριολεκτικά ή συμβολικά. Η ερμηνεία των ονείρων απασχολούσε πολύ και τους Ρωμαίους.
Ενώ τα όνειρα εκείνα που κατακλύζουν τον κοιμώμενο με μια αύρα ιερότητας είχαν γίνει αντικείμενο εξονυχιστικής μελέτης από τους εντεταλμένους ερμηνευτές των θεών, κανένας, όσο γνωρίζουμε, δεν είχε σκεφτεί να κρατήσει καθημερινό ημερολόγιο των ενυπνίων του. Αυτά μέχρι την εποχή του Αίλιου Αριστείδη (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257-258]).
Γόνος εύπορης οικογένειας από τη Μικρά Ασία, ο Αίλιος Αριστείδης μελέτησε και ταξίδεψε πολύ. Οι ρητορικές του ικανότητες ήταν εκπληκτικές και από νεαρή ηλικία γνώρισε τον απροσποίητο θαυμασμό των συγχρόνων του. Στα είκοσί του χρόνια έφτασε στη Ρώμη, όχι ως κάποιος τυχαίος που ψάχνει τον δρόμο του, αλλά ως ένας ήδη φτασμένος ρήτορας. Η υγεία του όμως ήταν εξαιρετικά ασταθής. Υπέφερε από κάθε είδους νόσημα. Όλα τους είχαν ψυχοσωματική προέλευση.
Στην προσπάθειά του να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Αίλιος Αριστείδης άρχισε να καταγράφει τα όνειρά του. Το εκτενέστατο αυτό έργο ονομάστηκε Ἱεροί λόγοι, γιατί περιλάμβανε συμβολικά συμβάντα των οποίων η πηγή πιστευόταν ότι βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη ψυχή. Στην περίπτωση του Αίλιου Αριστείδη ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ψυχικό δράμα ενός ανθρώπου, στον οποίο η ακόρεστη φιλοδοξία συγκρούεται με ένα εξίσου αφόρητο αίσθημα προσωπικής ενοχής.
Τελικά ο Αίλιος Αριστείδης κατόρθωσε να γιατρευτεί μόνος του. Την αυτοΐασή του την απέδωσε, όπως θα έκαναν πολλοί την εποχή του, στην επιτυχή εξιλέωση δαιμονικών δυνάμεων και στη συνδρομή των θεών. Αν δεν ήταν η πολύ επιτυχημένη υπεράσπιση της ρητορικής έναντι της φιλοσοφίας που επιχείρησε ο Αριστείδης στο πλαίσιο μιας φανταστικής αντιπαράθεσης με τον Πλάτωνα, πιθανόν δεν θα γνωρίζαμε το προσωπικό δράμα ενός μεγάλου Αττικιστή. Τα κείμενά του θα είχαν περιπέσει στην αφάνεια και θα είχαν πιθανότατα χαθεί. Το προσωπικό και ονειρικό δράμα του διασώθηκε επειδή ήταν έξοχος ρήτορας.
Τα όνειρα έχουν ανάγκη αποκρυπτογράφησης. Πολύ σπάνια μιλούν με κυριολεξίες. Τις περισσότερες φορές είναι σύμβολα που λειτουργούν με βάση τις αρχές της αναλογίας, της υποκατάστασης και της μετωνυμίας. Τη συστηματική ερμηνεία τους ανέλαβε ο Αρτεμίδωρος από τη Δάλδη στο πρώτο σωζόμενο έργο αρχαίας ονειροκριτικής (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 274]). Ενώ η μέθοδος του Αρτεμίδωρου διαφέρει πολύ από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική τάση, η αρχαία και η νεότερη ερμηνευτική συμφωνούν στη διάκριση του φαινομενικού από το βαθύ περιεχόμενο των ονείρων και στον εγγενή δυναμισμό των ψυχικών παραστάσεων, που μετασχηματίζονται σαν τον Πρωτέα. Όπως όλα τα φαινόμενα της ζωής, δεν υπάρχουν ποτέ δύο πανομοιότυπα όνειρα. Η αναγνώριση της ομοιότητας ή και ταυτότητας μέσα στην ποικιλόμορφη διαφορά είναι ένδειξη πραγματικής τέχνης. Ο Αρτεμίδωρος, αν και ονειροκρίτης, ανήκει και αυτός στο αρχαιότροπο κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής.
Σύγχρονος του Αίλιου Αριστείδη και του Αρτεμίδωρου ήταν ο Γαληνός (129 - περ. 200), ο μεγαλύτερος γιατρός που γνώρισε η αρχαιότητα μετά τον Ιπποκράτη (Κακριδής 5.5.Η [σ. 290-291]). Γεννημένος στο Πέργαμο, ο Γαληνός έδειξε από νεαρή ηλικία ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλους σχεδόν τους τομείς του επιστητού. Η οικογένειά του είχε παράδοση στη γνώση. Μελέτησε μόνος του αστρονομία, αρχιτεκτονική, βοτανική, φιλοσοφία και υπηρέτησε ως θεραπευτής στο Ασκληπιείο της πόλης του, πριν φύγει για σπουδές στη Σμύρνη, την Κόρινθο και την Αλεξάνδρεια. Τελικά βρέθηκε στη Ρώμη να δίνει διαλέξεις στα ελληνικά και να υπηρετεί ως προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου.
Ο Γαληνός ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις ανατομές ζώων, από τις οποίες απέκτησε μια εξαιρετική κατ᾽ αναλογία γνώση της ανθρώπινης ανατομίας, και στη συνέχεια αποπειράθηκε να κάνει πρωτόγνωρες εγχειρήσεις στους ασθενείς του - κάποιοι ήταν τραυματισμένοι μονομάχοι του ιπποδρόμου. Οι επιτυχίες που είχε του προσέδωσαν τη φήμη μεγάλου θαυματουργού.
Ο Γαληνός αναγνώριζε, δίπλα στις καθαρά σωματικές ασθένειες, τις αρρώστιες της ψυχής - με ή χωρίς σωματικά συμπτώματα. Ταυτόχρονα υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, όχι μόνο στον ειδικό τομέα της ιατρικής (και ιδίως στα πεδία της φυσιολογίας και της ανατομίας), αλλά και σε κλάδους όπως η γνωσιοθεωρία, η μεθοδολογία της επιστήμης και η λογική. Προσπάθησε μάλιστα να εναρμονίσει σε μια ενιαία σύνθεση την αριστοτελική με τη στωική λογική. Τόσο πολυάριθμα ήταν τα συγγράμματά του, ώστε αναγκάστηκε ο ίδιος να συντάξει δύο ειδικούς καταλόγους των έργων του. Μεγάλος θαυμαστής του Ιπποκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, δεν δίσταζε να διαφωνεί μαζί τους όταν η προσωπική του πείρα είχε δείξει άλλο δρόμο για την επίλυση ενός ζητήματος. Μέχρι την περίοδο της Αναγέννησης, οι γνώσεις ανατομίας που διέθεταν οι γιατροί προέρχονταν, άμεσα ή έμμεσα, από τις δικές του ανακαλύψεις. Κατά τη γνώμη του, ο αληθινός γιατρός έπρεπε να είναι ταυτόχρονα γνώστης του κόσμου, ικανός χειρουργός και αγαθός άνθρωπος.
Ο όρος Δεύτερη Σοφιστική περιλαμβάνει μια πληθώρα ετερόκλητων συγγραφέων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν επίσης ο Παυσανίας, που περιηγήθηκε τον ελλαδικό χώρο στο μέσον του 2ου αιώνα και ενδιαφέρθηκε να καταγράψει, με θρησκευτική ζέση, τα σημαντικά μνημεία και τους μύθους του παρελθόντος (σε ένα έργο που επιγράφεται Ἑλλάδος περιήγησις), και ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας, ο οποίος την ίδια εποχή έστρεφε το καυστικό πνεύμα του προς όλες τις κατευθύνσεις, ιδίως τις θρησκοληπτικές, δίχως οίκτο για την ανθρώπινη αδυναμία και δίχως προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος ή σε μία και μόνο λογοτεχνική διάλεκτο (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 258-260], 5.5.ΣΤ [σ. 273-274]).
Μερικοί οπαδοί της Δεύτερης Σοφιστικής δημιούργησαν βοηθήματα για τη μελέτη της κλασικής γραμματείας. Ο Αρποκρατίων και ο Πολυδεύκης υπήρξαν λεξικογράφοι, ο Αθηναίος συλλέκτης ετερόκλητων πληροφοριών. Άλλοι αφιέρωσαν τον μόχθο τους στην επιστημονική μελέτη της ρητορικής. Ο Ερμογένης από την Ταρσό της Κιλικίας ενδιαφέρθηκε για την ταξινόμηση όλων των δυνατών βασικών θέσεων (στάσεων) που μπορεί ο ρήτορας να χρησιμοποιήσει σε έναν λόγο, ιδίως δικανικό, προκειμένου να ενισχύσει, όσο είναι εφικτό, την επιχειρηματολογία του (Κακριδής 5.5.Α [σ. 250-251], 5.5.Γ [σ. 262], 5.5.ΣΤ [σ. 275]).
Η Δεύτερη Σοφιστική ήταν τόσο πολύμορφη όσο και οι χαρακτήρες των εκπροσώπων της. Η πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση της ανατολικής Μεσογείου παρείχε τον κοινό χώρο δράσης, όχι ομοιόμορφη μονοτονία.
Σπύρος I. Ράγκος