Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Γαλήνιος ύμνος

Γιά πες μου, όποιος πρωτόκραξε βασιλικά τα κρίνα, στα μάτια του μπροστά γνωρίσματα είχε σαν αυτά και μάγια σαν εκείνα που εσένα εκάμαν; Α!

5 Α! Πώς των κρίνων η ψυχή και πώς των κρίνων η όψη σ’ ένα κορμί χυτή, σαν αποκάτου από σπαθιού δαμασκηνού την κόψη γερμένο με κρατεί!

Μα ιδεατά αναβρύσματα, μαντόνες και γοργόνες, 10 και η νύχτα και το φως. Όλα για μένα της ζωής φαντάσματα και εικόνες· είμαι απ’ αυτά σοφός.

Όλα για μένα της ζωής, ό,τι γραμμένο εστάθη στα μάτια μου μπροστά, 15 άγγιχτο, βαθιά — μοναχά στου ονείρου μου τα βάθη δεν είναι ονείρου σκιά.

Μα όλα τα πλάθει η όψη σου κι όλα τα ζει η θωριά σου, βάθη και πάθη, ω! τί με το δικό σου αντίκρισμα δε γίνεται μπροστά σου 20 τραγούδι του ποιητή;

Κάτου από σε το τάραμα το σαρκικό, αρμονία· ροδόσταμα ο σπασμός, το λίγωμα ύψωμα πρωινό κορυδαλλού, η λαγνεία λειτουργικός βωμός.

25 Σ’ εσένα απάνου γίνεται κάποια ομορφιά της φύσης, της τέχνης ηδονή. Στέκεσαι, κι είσαι προσταγή, και η πέτρα που καθίσεις, βασιλικό θρονί.

Και τί σαν παραμέρισες, του κόσμου αποσυρμένη 30 με μια λαβωματιά που δεν την κλει το μπάλσαμο, τι μέσα αφορισμένη βαστάει τη σαϊτιά;

Και όμως φιλεί τα χείλη σου και τα στεφανοπλέκει του γέλιου ένας θεός. 35 Μέσα κι αν τα κονίσματα συντρίμμια, απόξω στέκει σαν άγγιχτος ο ναός.

Ασκητική σου η μοναξιά και σα να τη γιομίζει δαρμένος κάποιος νους από το διάβα ενός καιρού που ο ίσκιος του θυμίζει 40 χαμένους ουρανούς.

Απάνου από τ’ αλλάσματα κι απάνου απ’ ό,τι φτάσει του χαλασμού η στιγμή ξανοίγεται σαν όραμα και σαν ακέρια πλάση το αδρό μεστό κορμί.

45 Α! μείνετε αλαχτάριστα και μην παραδοθείτε· το αταίριαστο, ευτυχιά! Δόξα στους στέρφους έρωτες! Δεθείτε, πετρωθείτε, γίνετε σα στοιχειά.

Πρόσωπο που το λείψανο μιας φλόγας καίει ακόμα, 50 στηθόλαιμα ανοιχτά, στου φεγγαριού το φίλημα της θάλασσας το χρώμα! μπράτσα λαμπαδωτά,

και φέγγετε ορθοστύλωτα στα βάθρα των γονάτων που σας γυρεύουν πια 55 του κάκου μες στην αψυχιά τριγύρω των πραγμάτων τα χάδια, τα φιλιά,

μέτωπο που μια θύμηση το χαρακώνει, σάμπως πνοή κρύα ροδογιαλό, κι εδώ παράδεισο κρυφή κι εκεί ανθισμένος κάμπος, 60 σάρκα! Ό,τι στρογγυλό

προσφέρεται, ό,τι κοφτερό τρυπάει σαν το λεπίδι, σ’ εσέ απαλό, σκληρό, σαν κύμα, ό,τι φουντώνεται, σ’ εσέ ό,τι πάει σα φίδι, το βήμα, το φτερό,

65 και η δασερή κορόνα σου μ’ όλα τα πυρωμένα σαν μπρούντζινα μαλλιά που σβούνε ανέβα του βραδιού, του ηλιογερμού, αναμμένα στερνή φεγγοβολιά.

Κι εσείς, λυγεροδάχτυλα χέρια, κι ακουμπιστήρια 70 και αρπάγια δυνατά, και ω πόδια, δόξες φειδιακές, των Ολυμπίων κροντήρια με νέχταρα πιοτά!

Α! μείνετε ασυγκίνητα και πια μη σας μολέψει μια ακάθαρτη αγκαλιά! 75 Οι πόνοι που πονέσατε τη δίψα ας τη στερέψει για τα γλυκά φιλιά.

Θυμός εσύ, στάσου ρυθμός και μουσική κρατήσου και σαν πελεκητή στο πεντελίσιο μάρμαρο, του ονείρου Άρτεμη στήσου 80 για τον τρελό ποιητή.

Νάρκισσος μέσα μου γαμπρός και νύφη ο ίδιος είναι, όνειρο εγώ σ’ εμέ, και μάντεψέ με, ιδεατός καθρέφτης μου εσύ γίνε, του εγώπαθου καημέ!

85 Πια εμένα δε με τυραννούν εγκόσμιων πόθων πόνοι, του ερωτοδάκρυου πια ξερή σκεπάστηκε η πηγή· στον τόπο της φυτρώνει το λησμοβότανο… Α!

Μα πώς των κρίνων η ψυχή και πώς των κρίνων η όψη 90 σ’ ένα κορμί χυτή σαν αποκάτου από σπαθιού δαμασκηνού την κόψη γερμένο με κρατεί!