Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Φετιχισμός
Απ’ το μεσημεριάτικο τον ήλιο παντού σπαρτές ολόχρυσες τρεμούλες βαθιά στου υγρού το ανήλιαγο βασίλειο, κι εσείς καρδιές τρεμάμενες, βαρκούλες! 5 (Όλα περνούν και σβήνονται, δυο φωτιές όλο ανάφτουν και κορώνουν· δυο πόδια, και πυρώνουν). Στην αγκαλιά, βαρκούλες, των κυμάτων ερωτικές αλαφροσαλεμένες, 10 της πίκρας καρφιά, του χορού παρθένες, και ω Τερψιχόρη, το άσμα των ασμάτων! (Τα πόδια σου, ω! τα πόδια σου, μέσα στα μεταξένια τους θηκάρια, σπαθιά για τα σφαχτάρια…) 15 Του γιαλού τα καράβια και του ονείρου, της πλάσης τα γραμμένα και της μοίρας της φυλακής τα σκιάχτρα και του απείρου, του πουλιού το τραγούδι και της λύρας. (Τα πόδια σου ω! τα πόδια σου! 20 χυμένα μέσα στ’ άσπρα τους πλεμάτια, της Κίρκης τα παλάτια!) Απέραντα εσείς πέρατα, κοντύλια ποιού ζωγράφου σάς έχουν ζωγραφίσει φανταχτερά, κι η ανατολή και η δύση, 25 θαμπώματ’ από τ’ άστρα ώς τα κοχύλια; (Τα πόδια σου ω! τα πόδια σου! Τους πόθους μαρμαρόσαρκα δεν παύεις ν’ ανάβεις, να ξανάβεις…) Χιμαιρικές εκστατικές εικόνες, 30 μες στους ανθρώπους τους ανθρωποφάγους, ίσκιοι χλωροί στους άνανθους χειμώνες, δε λιώνετε, γλυκαίνετε τους πάγους. (Τα πόδια σου, ω! τα πόδια σου· τα γόνατα βωμοί, οι καμπύλες, είδες; 35 Νεράιδες και Βακχίδες!) Αγέλαστες κι εσείς φιλοσοφίες, Σφίγγες, Ίσιδες μέσα στα βιβλία, του νοερού και ιέρειες και νυμφίες, κι εσύ, του ωραίου μετώπου η βασιλεία! 40 (Τα πόδια σου, ω! τα πόδια σου. Όλα είν’ ηδονοστάλαχτα, τους πρέπει και η γύμνια τους και η σκέπη). Της καρδιάς μου οι νεκροί οι σαβανωμένοι, της φαντασίας μου θούρια της πλανεύτρας, 45 της βουλής μου οι παράλυτοι οι δεμένοι, της ζωής μου το αίνιγμα της ψεύτρας. (Τα πόδια σου, ω! τα πόδια σου. Μαγνήτες μάς τραβάν, μας δένουν, μάγια! κι αδράχνουν, και είν’ αρπάγια!) 50 Τα κοιμισμένα, τα σκληρά, τ’ αθώα, η αγάπη τους, το αισθάνομαι, μας πάει προς την αυγή που μας χαμογελάει κάποιου κόσμου πρωτόπλαστου: τα ζώα. (Τα πόδια σου, ω! τα πόδια σου. 55 Δρακόντοι, όπου φανούν, αίμα ζητούνε βασιλικό να πιούνε). Κι εσύ, ψυχή μου, ας θέλεις να λατρεύεις τα ιδανικά, του γαλανού πιστή, σε καίει μιας μαύρης όρεξης αγριάδα… 60 Κι εσύ, ερημήτρα που καλογερεύεις, στου κόσμου την εικόνα εμπρός λαμπάδα σβηστή… Τα πόδια σου, ω! τα πόδια σου, του κόσμου τ’ αγαθά ταπί τα βάνω 65 για να πατάτ’ επάνω! |