Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
8.5. Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου
Κατά τον 2ο αιώνα παρουσιάστηκαν ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς που ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν την πίστη τους απέναντι στον εθνικό κόσμο. Οι διωγμοί έδειχναν το μίσος που η κεντρική και οι τοπικές εξουσίες έτρεφαν για τους χριστιανούς και το συμμεριζόταν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Ο Ιουστίνος (περ. 100-165), ο σημαντικότερος από τους Απολογητές -όπως ονομάστηκαν οι συγγραφείς αυτοί- αντιλήφθηκε τη σημασία που είχε η ταύτιση του Χριστού με τον προαιώνιο Λόγο του Θεού. Την ταύτιση είχε εγκαινιάσει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον πρόλογο του ευαγγελίου του, τελευταίου στη σειρά των τεσσάρων. Νωρίτερα ο απόστολος Παύλος είχε θεωρήσει ότι οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως γραμμένο τον θεϊκό νόμο στις καρδιές τους. Συνδυάζοντας τις δύο αυτές θέσεις και κάνοντας χρήση στωικής ορολογίας, ο Ιουστίνος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ένας σπερματικός λόγος λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων και εξηγεί τα όποια ψήγματα αλήθειας περιλαμβάνουν οι δοξασίες τους. Σε ανοιχτή επιστολή που έστειλε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή περίπου στο μέσον του αιώνα ο Ιουστίνος έγραφε ότι «όσοι έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοί τους». Σε μια δεύτερη παρόμοια Απολογία ο Ιουστίνος εξηγούσε αναλυτικότερα τη θέση του:
Ομολογώ […] ότι είμαι χριστιανός. Και τούτο όχι γιατί τα διδάγματα του Πλάτωνα είναι ξένα προς τα διδάγματα του Χριστού, αλλά γιατί δεν είναι εντελώς όμοια, όπως ούτε των άλλων συγγραφέων, είτε είναι στωικοί είτε ποιητές είτε οτιδήποτε. Ο καθένας τους εκφράστηκε περιορισμένα και αποσπασματικά, ανάλογα με τη συγγένεια που αναγνώρισε προς τον σπερματικό θείο λόγο. […] Όσα έχουν ειπωθεί σωστά από οποιονδήποτε ανήκουν σε μας τους χριστιανούς.
Ο Λουκιανός μπορούσε να αρκείται σε λίγες καυστικές εκφράσεις και να διακωμωδεί την ακατανόητη στάση των χριστιανών απέναντι στον θάνατο και τις, κατά τη γνώμη του, ευκαταφρόνητες ιδέες και πρακτικές τους. Ο ίδιος ήταν επικούρειος και χλεύαζε κάθε μορφής θρησκοληψία. Το φαινόμενο όμως του χριστιανισμού έπαιρνε διαστάσεις και δεν μπορούσαν πλέον να το αγνοούν όσοι θεωρούσαν ότι η θρησκευτικότητα είναι σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής με επιπτώσεις στην κοινωνία και την πολιτική.
Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα κανένας εκπρόσωπος του παραδοσιακού ελληνισμού δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με τον χριστιανισμό. Τότε όμως ο Κέλσος, ένας εκλεκτικός διανοούμενος πλατωνικών αποκλίσεων, δημοσίευσε τον Ἀληθῆ λόγον του, με σκοπό να αντιπαρατεθεί στον χριστιανισμό. Την υπεροπτική αδιαφορία των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού αντικατέστησε σταδιακά η πολεμική. Έκτοτε, οι αιτιάσεις και οι αντιδικίες από τις δύο πλευρές επανέρχονταν.
Η γραμμή που εγκαινίασε ο Ιουστίνος για τη σχέση ανάμεσα στα ελληνικά φιλοσοφικά διδάγματα και τον Χριστό ως Λόγο αναπτύχθηκε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Η λεγόμενη «κατηχητική σχολή» που αναπτύχθηκε εκεί προώθησε τη σύνθεση του χριστιανισμού με την παράδοση του αρχαίου ελληνισμού με τρόπους τόσο ριζοσπαστικούς, που έγιναν οριακά αποδεκτοί από τη μεταγενέστερη ορθοδοξία. Οι αλληγορικές ερμηνείες χρησιμοποιήθηκαν εκτενέστατα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (περ. 140 - περ. 215) πίστευε ότι η φιλοσοφία παιδαγώγησε τους Έλληνες για να δεχτούν τον Χριστό, όπως ακριβώς ο μωσαϊκός νόμος προετοίμασε τους Εβραίους. Ο μαθητής του Ωριγένης (περ. 185-253) έγραφε ότι, αν κάποιος φτάσει στον χριστιανικό Λόγο έχοντας ήδη ασκηθεί στη φιλοσοφία, θα μπορέσει να αποδείξει, με τον ελληνικό συλλογιστικό τρόπο, την αλήθεια του χριστιανισμού (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 14 [σ. 245-262]). Ως άριστος διαλεκτικός ανέλαβε ο ίδιος, σε ώριμη ηλικία, το έργο της ανασκευής των θεωρητικών αιτιάσεων κατά του χριστιανισμού που είχε εκφράσει ο Κέλσος. Το έργο του Κατὰ Κέλσου, δημοσιευμένο το 248, έδινε το στίγμα της νέας εποχής, καθώς ο χριστιανισμός περνούσε σε συστηματική αντεπίθεση.
Από την αντίπερα όχθη και σαν απάντηση στις προκλήσεις που παρουσίαζαν πλέον οι μορφωμένοι και φιλοσοφημένοι χριστιανοί, ο Πορφύριος (232-305) συνέγραψε και δημοσίευσε ένα ογκωδέστατο σύγγραμμα σε 15 βιβλία, το οποίο, αν κρίνουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα, ήταν επίτευγμα συγκριτικής φιλολογίας. Στο έργο αυτό, γνωστό με τον μεταγενέστερο τίτλο Κατὰ χριστιανῶν, ο συγγραφέας μελέτησε προσεκτικά τις ιερές γραφές του χριστιανισμού και επιδόθηκε σε μια ολοκληρωτική κριτική τους. Ιδίως μετά τον εντοπισμό πολλών και, κατά τη γνώμη του, ανεπίτρεπτων αντιφάσεων ανάμεσα στους ευαγγελιστές, ο Πορφύριος κατηγόρησε τους χριστιανούς για επινόηση πολλών πληροφοριών που παρουσιάζονταν ως ιστορικές. Το έργο του θεωρήθηκε τόσο προκλητικό, ώστε αργότερα οι χριστιανοί αυτοκράτορες διέταξαν την καταστροφή όλων των αντιτύπων.
Τον Πορφύριο μιμήθηκε, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα αλλά με πιο μετριασμένο τρόπο, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, συγγράφοντας το έργο Κατὰ Γαλιλαίων. Ο Ιουλιανός ήθελε να περιορίσει τους χριστιανούς στη μελέτη των δικών τους ιερών γραφών και να τους αποκλείσει από τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Όποιος δεν πιστεύει στους θεούς της παράδοσης δεν μπορεί να ερμηνεύει ικανοποιητικά τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη, υποστήριζε.
Εκείνο που θεωρητικά ενοχλούσε όσους είχαν εντρυφήσει στην ελληνική φιλοσοφία ήταν η χριστιανική έμφαση στην πίστη, επειδή οι ίδιοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην αιτιολόγηση των λεγομένων και στη λογική απόδειξη. («Πιστεύω επειδή είναι παράλογο», έλεγε προκλητικά ένας χριστιανός συγγραφέας για να υπογραμμίσει τη διαφορά.) Από την άλλη μεριά, εκείνο που συναισθηματικά και πρακτικά εξόργιζε τους εκπροσώπους της παράδοσης -ελληνικής, ρωμαϊκής, εβραϊκής ή άλλης- ήταν η καταστατικά ανατρεπτική και αντιπαραδοσιακή στάση των χριστιανών. Όλοι οι λαοί είχαν μείνει πιστοί στις πάτριες παραδόσεις τους. Μόνο οι χριστιανοί τις είχαν αποκηρύξει μετά βδελυγμίας. Με τους παραδοσιακούς Εβραίους, που τιμούσαν τον Θεό και τα νόμιμα των πατέρων τους, οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού, όπως παρουσιαζόταν και ο Ιουλιανός, ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν πολλά θέματα και ενδεχομένως να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις - ιδίως στο ακανθώδες πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου.
Τους Γνωστικούς τούς πολέμησε η χριστιανική Εκκλησία με πάθος. Τους πολέμησαν όμως και οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού που φιλοσοφικά ήταν πλέον όλοι τους πλατωνικοί. Η αντίδραση συνοψίστηκε στη στάση του Πλωτίνου (205-270).
Ο Πλωτίνος, ο διασημότερος φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας, ζούσε στην Αλεξάνδρεια. Ως νέος πλησίασε τους σημαντικούς δασκάλους της πολύμαθης αυτής πόλης, χωρίς καθόλου να εντυπωσιαστεί από τις παραδόσεις τους. Τελικά τον κέρδισε η φιλοσοφία. Έκτοτε δεν εγκατέλειψε ποτέ τη φιλοσοφική οδό, που στα μάτια του ήταν πορεία τελείωσης του εαυτού και μέθεξης στη θεία ουσία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 15 [σ. 263-282]).
Σε ώριμη ηλικία ο Πλωτίνος εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια, για να ακολουθήσει τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ' (238-244) στις εκστρατείες του στη Μεσοποταμία. Ήθελε να συναντήσει Πέρσες και Ινδούς σοφούς, να συζητήσει μαζί τους και να μάθει. Το σχέδιο απέτυχε λόγω της δολοφονίας του αυτοκράτορα -με τον κύκλο του οποίου ο φιλόσοφος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις-, και ο Πλωτίνος κατευθύνθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε μια ιδιωτική φιλοσοφική σχολή. Οι μαθητές, ορισμένοι από τους οποίους ήταν συγκλητικοί και άλλοι χριστιανοί, εντυπωσιασμένοι από τις αναλύσεις του, τον έπεισαν να καταγράψει τις ιδέες και τις ερμηνείες του - κάτι που δεν είχε ποτέ θελήσει να κάνει, αφού η φιλοσοφία ήταν για αυτόν τρόπος ζωής. Τελικά πείστηκε να συγγράψει έργα διαφωτιστικά διαφόρων φάσεων ή όψεων της θεωρίας του, ανάλογα με τις απορίες και απαιτήσεις των μαθητών και όπως έφερνε τα πράγματα η συγκυρία. Έγραφε γρήγορα, όπως σκεφτόταν, και δεν διόρθωνε ποτέ τα γραπτά του. Από τη μια η δυσφορία του με τη γραφή, από την άλλη τα προβλήματα όρασης, δεν του επέτρεπαν αναθεωρήσεις.
Με τον Πλωτίνο εγκαινιάζεται η πιο συνθετική φάση της ελληνικής φιλοσοφίας. Τόσο λόγω των πολιτικών συνθηκών και ιδεών, που υπογράμμιζαν την ενοποίηση της οικουμένης, όσο και εξαιτίας της έντονης θρησκευτικής ζέσης, που διακατείχε τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, η ελληνική σκέψη (ελληνόφωνη μαζί και ελληνότροπη) άρχισε να ρέπει προς τη μεγαλύτερη δυνατή οικουμενικότητα.
Ακολουθώντας ενοράσεις που είχαν αναπτύξει προγενέστεροι στοχαστές -και ιδίως ο νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος, τον οποίο κατηγορήθηκε ότι αντιγράφει-, ο Πλωτίνος οδηγήθηκε σε μια δυναμική σύλληψη της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η άπειρη πρώτη αρχή του Ενός αιωνίως γεννά τον Νου ως δεύτερη υπόσταση, και αυτός με τη σειρά του την Ψυχή, την τρίτη και τελευταία από τις νοητές υποστάσεις. Στη συνέχεια, το κατώτερο μέρος της Ψυχής παράγει τη Φύση και τα αισθητά όντα στο σύνολό τους. Η δημιουργία του κόσμου είναι συνεπώς, κατά τον Πλωτίνο, η εκδίπλωση και η φανέρωση της άπειρης αγαθότητας και των άπειρων δυνατοτήτων ομορφιάς που ενέχει ο ίδιος ο Θεός. Αυτή η βασική ιδέα, μάλιστα, δεν ήταν μόνο μια εννοιολογική σύλληψη του μυαλού. Ήταν επίσης προσωπικά βιωμένη εμπειρία. Ο μαθητής του Πορφύριος, που ήταν επίσης επιμελητής των έργων και βιογράφος του, μας πληροφορεί ότι, όσο διάστημα ήταν μαζί στη Ρώμη, ο Πλωτίνος κατόρθωσε τέσσερις φορές να ενωθεί εκστατικά με τον Θεό σε μια μυστικιστική εμπειρία άφατης αγαλλίασης και κάλλους.
Το πρόβλημα με τις γνωστικές δοξασίες, όπως το αντιλήφθηκε ο Πλωτίνος, δεν ήταν η θεώρηση του σώματος ως φυλακής του θεϊκού στοιχείου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Η άποψη για την αθανασία της ασώματης ψυχής είχε την έγκριση του «θεϊκού» Πλάτωνος ήδη από παλαιά. Ούτε, βεβαίως, τα πολύπλοκα μυθολογικά συστήματα των Γνωστικών, που δημιουργούσαν διαστρωμάτωση στη δομή του σύμπαντος από την άρρητη πρώτη αρχή μέχρι την ανόργανη ύλη, μπορούσαν να θεωρηθούν κατακριτέα. Όλοι οι νεοπλατωνικοί συμφωνούσαν ότι από το Εν, όπως ονόμαζαν συμβατικά τον ύψιστο Θεό, μέχρι την πραγματικότητα των αισθήσεων μεσολαβούν πολλαπλά επίπεδα όντος. Το πρόβλημα εντοπίστηκε στην αντίληψη ότι το αισθητό σύμπαν είναι κακό ως το αποτέλεσμα της δράσης ενός κακού δημιουργού. Ο Πλάτων είχε ρητά δηλώσει ότι αυτός εδώ ο υλικός και αισθητός κόσμος, σαν ένας πανέμορφος και υγιής ζωντανός οργανισμός, είναι ο καλύτερος κόσμος που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει.
Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Πλωτίνου -όπως και των περισσότερων φιλοσόφων που τον ακολούθησαν- αφορούσε αποκλειστικά τη μεταφυσική. Οι πιο ανθρώπινοι κλάδοι της ηθικής και της πολιτικής δεν τον απασχόλησαν ιδιαίτερα. Όμως το αρχαίο όνειρο μιας φιλοσοφημένης πόλης δεν ξεπερνιόταν εύκολα. Ο Πλωτίνος έπεισε τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό (253-268) να ανακαινίσει μια ερειπωμένη πόλη της Καμπανίας, να ορίσει τους νόμους της σύμφωνα με όσα θεσπίζει ο Πλάτων στο ομώνυμο διάλογο και να την προσφέρει σε όσους θέλουν να ζήσουν το πλατωνικό ιδανικό. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι θα μετακόμιζε μαζί με φίλους και οπαδούς. Το σχέδιο φαινόταν να τίθεται σε εφαρμογή. Ωστόσο, ναυάγησε την τελευταία στιγμή, γιατί οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα, από φθόνο για την επιρροή που ασκούσε ο Πλωτίνος ή από άλλη παρόμοια αιτία, κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Η «Πλατωνόπολη» -έτσι θα ονομαζόταν η πόλη- παρέμεινε όνειρο.
Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου ξέσπασε μια σημαντική διαφωνία ανάμεσα στους δύο σπουδαιότερους συνεχιστές της σκέψης του. Ο Ιάμβλιχος (περ. 245-325), που υπήρξε μάλλον μαθητής του Πορφύριου, είχε δεχτεί τα Χαλδαϊκὰ λόγια ως θεία αποκάλυψη, υποστήριζε τη θεουργίαν και μάλιστα τη θεωρούσε ανώτερη από τη θεωρίαν, τη θεωρητική σύλληψη και ενατένιση. Ο Πορφύριος αρνιόταν τις τελετουργικές μορφές θέωσης. Πίστευε ότι η θέωση επιτυγχάνεται με τη σταδιακή κατανόηση και δεν επιδέχεται τελετουργικές βραχυκυκλώσεις. Η διαφωνία τους δεν αφορούσε τόσο το ζήτημα της γνώσης (στο οποίο συμφωνούσαν) αλλά τους δυνατούς τρόπους επίτευξής της. Η γραμμή του Ιάμβλιχου ήταν ιερατική και τόνιζε την εγγενή δύναμη των θρησκευτικών συμβόλων. Η γραμμή του Πορφύριου ήταν ορθολογικότερη, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη στάση του. Την πρώτη την ακολούθησε ο Ιουλιανός στην αποτυχημένη προσπάθειά του να ιδρύσει μια εθνική Εκκλησία με δομή και οργάνωση αντίστοιχη με αυτή των χριστιανών. Στην κορυφή του λατρευτικού πανθέου είχε τώρα τοποθετηθεί ο ήλιος, το αισθητό αντίστοιχο του άρρητου Ενός.
Την κατά το δυνατόν εναρμόνιση του χριστιανικού κηρύγματος με τα δόγματα της ελληνικής σοφίας συνέχισαν και ενέτειναν οι εκκλησιαστικοί Πατέρες του 4ου αιώνα. Οι σημαντικότεροι σπούδασαν στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, τα μεγάλα κέντρα πολιτισμού. Εθνικοί και χριστιανοί παρακολουθούσαν συνήθως τα ίδια μαθήματα ρητορείας και φιλοσοφίας. Ο Βασίλειος Καισαρείας (περ. 330-379) και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329-389) είχαν στην Αθήνα τους ίδιους δασκάλους με τον Ιουλιανό. Στη συνέχεια ανέλαβαν θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία και υπήρξαν σημαντικές φυσιογνωμίες στη διαμόρφωση της ορθόδοξης θεολογίας.
Ο Βασίλειος υπήρξε πρωτοπόρος πρακτικά και θεωρητικά. Αφιέρωσε πολλές δυνάμεις στην οργάνωση της μοναστικής ζωής, μιας σχετικά νέας τάσης στους κόλπους του χριστιανισμού. Παράλληλα εγκαινίασε τη χριστιανική φιλοσοφική κοσμογονία με τη συγγραφή ενός εξηγητικού έργου πάνω στις έξι μέρες της δημιουργίας (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον). Ο Βασίλειος πρέσβευε ότι ο πιστός χριστιανός μπορεί να αρύεται σχετικώς ελεύθερα από την εθνική σοφία -που πλέον ονομαζόταν θύραθεν, δηλαδή εξωτερική- ό,τι ταιριάζει με τη χριστιανική παράδοση. Σαν την καλή μέλισσα που από όλα τα άνθη αντλεί νέκταρ, έτσι και ο καλός χριστιανός θα μπορούσε, με τη σωστή καθοδήγηση, να μελετά τους Έλληνες της αρχαιότητας δίχως βλάβη για τη ψυχική του υγεία και δίχως να παραβιάζεται το έργο της σωτηρίας.
Άλλοι ήταν περισσότερο διστακτικοί και άλλοι διατεθειμένοι να προχωρήσουν ακόμη πιο πέρα. Ο αδελφός του Βασίλειου Γρηγόριος (περ. 330-395), στη συνέχεια επίσκοπος Νύσσης, ερμήνευσε τον Θεό με τρόπο μυστικιστικό, που προσέγγιζε καίρια αντιλήψεις φιλοσόφων σαν τον Πλωτίνο. Δίπλα στη φανερή αποδοχή στοιχείων της ελληνικής φιλοσοφίας από τους χριστιανούς λειτουργούσε και μια άλλη, υπόγεια και αφανέστερη τάση εξελληνισμού της χριστιανικής θρησκείας. Μάλιστα, ορισμένες φορές οι σφοδρότεροι αντίπαλοι του παραδοσιακού ελληνισμού ήταν αυτοί που διαπνέονταν ουσιαστικότερα από το αρχαιοελληνικό πνεύμα στην εσωτερική και οικουμενικότερη διάστασή του.
Στο τέλος του 4ου αιώνα ο Νεμέσιος από την Απάμεια της Συρίας συνέγραψε την πρώτη χριστιανική πραγματεία Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, στο πρότυπο πολλών αντίστοιχων έργων που κυκλοφορούσαν ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη. Δίπλα στην ανεπτυγμένη θεολογία, για χάρη της οποίας κοπίασαν σημαντικοί άνδρες του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός ανέπτυσσε τώρα και μια συγκροτημένη φιλοσοφική ανθρωπολογία. Το έργο ξεκινούσε με έκθεση των απόψεων που είχαν παρουσιάσει διαδοχικά οι αρχαίες φιλοσοφικές σχολές.
Σταδιακά, η Εκκλησία αποδεχόταν όλο και περισσότερο τη νεοπλατωνική μεταφυσική στη θεολογία της. Αλλά και των εθνικών φιλοσόφων οι απόψεις επηρεάζονταν από τη χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων. Στο τελευταίο από τα μεγάλα λόγια έπη που παρήγαγε η εθνική αρχαιότητα ανιχνεύεται η προσπάθεια να παρουσιαστεί πρωθύστερα το χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας ως έργο του Διονύσου. «Δάκρυσε ο βασιλιάς Βάκχος, των θνητών για να λύσει τα δάκρυα» έγραψε ένας ποιητής από την Αίγυπτο, σε μια εποχή που βρίσκεται έξω από τα όρια αυτής της ιστορίας.
Σπύρος I. Ράγκος